Να μεταβάλει την ψυχολογία των συνταξιούχων που ζουν σε μεγάλα, ακριβά σπίτια, στοχεύει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, για… «δικό τους καλό», όπως ισχυρίζεται.

Το σπίτι των συνταξιούχων είναι ένα ζεστό, καυτό -θα έλεγε κανείς- θέμα, και για τα δύο μεγάλα κόμματα, που δεν έχει πάψει να τους απασχολεί και να το βλέπουν, στην ουσία, ως σανίδα σωτηρίας για το δημόσιο έλλειμμα, αλλά και για τη συντήρηση του συνταξιοδοτικού τόσο στο εγγύς όσο και στο απώτερο μέλλον.

Και οι δύο πλευρές, εντούτοις, είχαν συμφωνήσει να μην το αγγίξουν πριν τις εκλογές του 2017, η τρίτη όμως κατά σειρά κυβερνητική μελέτη η οποία διεξήχθη από το Συμβούλιο Παραγωγικότητας, το έφερε πάλι στο προσκήνιο.

Οι περισσότεροι συνταξιούχοι, έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν την εξάρτησή τους από την κυβερνητική σύνταξη γήρατος, να απολαύσουν ένα πιο ποιοτικό βιοτικό επίπεδο και να συντείνουν στην απόσβεση δισεκατομμυρίων δολαρίων από το δημόσιο έλλειμμα, αν αποφασίσουν να αξιοποιήσουν έστω και ένα μικρό μέρος από το $1 τρις που βρίσκεται παγιδευμένο στην οικογενειακή εστία, σύμφωνα με την κυβερνητική μελέτη.

Είναι πολλοί εκείνοι, οι οποίοι, χωρίς λόγο, ζουν στη μιζέρια, παγιδευμένοι μέσα σε ένα ακριβό σπίτι, νιώθοντας ανασφάλεια για τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, μη γνωρίζοντας, στην πλειονότητά τους, το πραγματικό κόστος των γηροκομείων και των γηριατρείων, αναφέρεται στο ογκώδες σύγγραμμα.

Πιο αναλυτικά, γνωστοποιείται συγκεκριμένα ότι το 40% των αδέσμευτων συνταξιούχων και το 33% των «ζευγαριών», ζει με πολύ λιγότερα από ό,τι χαρακτηρίζει ως «συντηρητική διαβίωση» ο Σύνδεσμος Συνταξιοδοτικού Ταμείου. Το ποσόν αυτό για τους αδέσμευτους είναι $23.662 και για τα ζευγάρια $34.051 ετησίως.

Η «ΛΥΣΗ»

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, περίπου το 90% της κατηγορίας αυτής των συμπολιτών μας, θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του περισσότερα από το μέτριο, απελευθερώνοντας μόνο ένα μικρό μέρος της αξίας του σπιτιού και να έχει περίσσευμα για την επόμενη γενιά.

Στην ίδια έρευνα αναφέρεται, ότι υπάρχει μια ανασφάλεια γενικά για τα τελευταία χρόνια της ζωής, συνοδευόμενη από μία άγνοια όσον αφορά το κόστος των ιδρυμάτων στα οποία θα εισαχθούν οι ηλικιωμένοι. Σήμερα η είσαγωγή σε αυτά γίνεται συνήθως γύρω στα 83 και κατά μέσο όρο οι εισαχθέντες ζουν εκεί δύο με τρία χρόνια.

Επειδή οι ερευνητές γνωρίζουν ότι ο βασικός φόβος των συνταξιούχων είναι ότι με την πώληση του σπιτιού και την απελευθέρωση ρευστού, κατά πάσα πιθανότητα θα χάσουν ένα μέρος της σύνταξης, προτείνουν προκαταρκτικά μέτρα, τα οποία αν τα λάβει υπόψη του ο ομοσπονδιακός θησαυροφύλακας Scott Morrison, θα δώσουν την ευχέρεια στους συνταξιούχους, όταν πουλήσουν το σπίτι τους και μεταφερθούν σε μικρότερο, να μην υποστούν μείωση της σύνταξης γήρατος.

Ωστόσο, η κατεύθυνση στην οποία προσβλέπουν οι ερευνητές είναι οι προτάσεις τους να ανοίξουν το δρόμο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αλλάξει βαθμιαία τη νοοτροπία εκατομμυρίων ηλικιωμένων Αυστραλών και να μειώσει την εξάρτησή τους από το κυβερνητικό επίδομα.

Εξάλλου, πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν -και το διακηρύττουν- ότι η απελευθέρωση της αξίας μεγάλων σπιτιών των ηλικιωμένων, ενδέχεται να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην επανόρθωση του δημοσίου ελλείμματος, μειώνοντας το οικονομικό βάρος για τις παρούσες, αλλά και τις μελλοντικές γενιές των φορολογουμένων της χώρας.

ΘΕΜΑ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ

Είναι καθαρά θέμα νοοτροπίας και η μεγαλύτερη πρόκληση αυτή τη στιγμή, είναι η αλλαγή της, υποστηρίζει η επίτροπος του Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Karen Chester.

«Είναι λυπηρό και την ίδια στιγμή παράλογο να βλέπεις άτομα με πολύ χαμηλό εισόδημα να μένουν σε ακριβά σπίτια και να κλειδώνονται μέσα σ’ αυτά, στερώντας συχνά τον εαυτό τους, από τα απαραίτητα. Να έχουν την αντίληψη ότι το οικογενειακό σπίτι είναι κάτι που τους εξασφαλίζει ασφάλεια, ενώ πολύ εύκολα θα μπορούσε να συντείνει σοβαρά στη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου σήμερα.

Η ίδια, αποδίδει μέρος του προβλήματος στην έλλειψη κατάλληλων, μικρότερων σε μέγεθος οικιών, επιρρίπτει, δε, την ευθύνη στις πολιτειακές κυβερνήσεις οι οποίες με τη γραφειοκρατία και τους κανονισμούς κάθε άλλο παρά διευκολύνουν την ανοικοδόμηση αυτού του είδους στέγης.

«Αν οι πολιτειακές κυβερνήσεις δεν αναλάβουν τις ευθύνες τους στον τομέα αυτόν, όσο και αν προσπαθεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να ενθαρρύνει την αλλαγή, δεν πρόκειται να έχει το ποθούμενο αποτέλεσμα» τονίζει η επίτροπος.

Ένας άλλος λόγος που αποθαρρύνει τους ηλικιωμένους ιδιοκτήτες μεγάλων σπιτιών να προχωρήσουν στην αλλαγή -υποστηρίζουν οι ερευνητές-, είναι η αβεβαιότητα και η άγνοια όσον αφορά την υγεία τους στο μέλλον, καθώς επίσης και το κόστος του ιδρύματος που πιθανόν να καταλήξουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

Σε σχετική έρευνα για το σημείο αυτό που πραγματοποίησε το Συμβούλιο Παραγωγικότητας, διαπίστωσε ότι η προκαταβολή που απαιτείται για την εισαγωγή των ηλικιωμένων σε ίδρυμα -που επιστρέφεται μετά την αποχώρησή τους από αυτό- είναι κατά μέσο όρο $330.000, δηλαδή πολύ πιο κάτω από τη μέση τιμή μιας οικογενειακής στέγης που πριν πέντε χρόνια, ήταν $440.000.

«Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της αξίας της κατοικίας των ηλικιωμένων και του ποσού που απαιτείται για να εξασφαλίσουν τη φροντίδα που θα χρειαστούν σε κάποιο στάδιο των τελευταίων χρόνων της ζωής τους» αναφέρεται στην έρευνα.

Εδώ, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό -1% με 2%- των ηλικιωμένων, χρησιμοποιούν την αξία του σπιτιού τους προκειμένου να πάρουν δάνεια τα οποία θα αποπληρωθούν όταν -μετά θάνατο- πουληθεί το ακίνητο από τους κληρονόμους τους.

Εκείνο το οποίο, όμως, δεν αναφέρεται στη σοβαρή αυτή μελέτη, είναι ότι ένας μεγάλος παράγοντας που εμποδίζει τους ηλικιωμένους να αλλάξουν κατοικία, είναι ότι σ’ αυτό το στάδιο της ζωής τους δεν επιθυμούν να απομακρυνθούν από το περιβάλλον, όπου πολλοί έχουν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, αδιάφορο, αν αυτό λέγεται ‘γείτονες’, οικογενειακός γιατρός ή καφέ.

Το σπίτι μπορεί να είναι μεγάλο, ως «άδεια φωλιά», αλλά οι ηλικιωμένοι εκτός του ότι έχουν δεθεί μαζί του με αναμνήσεις, συχνά μιας ολόκληρης ζωής, θέλουν να αισθάνονται ότι μπορούν να φιλοξενήσουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους όταν έρχονται, έστω και μια φορά το χρόνο από μια άλλη Πολιτεία που ζουν για να τους επισκεφθούν.

Επίσης, μπορεί να ακούγεται ως «παράλογη πολυτέλεια», αλλά με τη νέα τεχνολογία είναι πάρα πολλοί εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν να έχουν το δικό τους γραφείο με τον υπολογιστή ή το τάμπλετ για να επικοινωνούν με φίλους και ιδιαίτερα με τα νεότερα μέλη της οικογένειας.

Εξάλλου, ας μη μας διαφεύγει, ότι ο όρος «ποιότητα ζωής» μεταφράζεται από τον καθένα από μας διαφορετικά. Για πολλούς μπορεί να σημαίνει ένα λιτό γεύμα σ’ ένα αρχοντικό. 

Αν ο θησαυροφύλακας τώρα έχει πρόβλημα μ’ αυτό, θα πρέπει ίσως να κοιτάξει κάπου αλλού για τη λύση του δημόσιου ελλείμματος.