Θα ήταν λανθασμένο το να ισχυριστεί κάποιος ότι η Ελλάδα αποτελεί τη «Silicon Valley της Μεσογείου». Αφενός επειδή, στα σχετικά δημοσιεύματα, που συχνά από κεκτημένη ταχύτητα προσπαθούν να εντοπίσουν αναλογίες, ο τίτλος απονέμεται -δικαίως- στο Ισραήλ. Αφετέρου επειδή οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα, καθώς και η γραφειοκρατία που τις συνοδεύει απέχουν αρκετά από το ιδανικό περιβάλλον για επιχειρηματικότητα.

Οι εφαρμογές της τεχνολογίας του Διαδικτύου ως επιχειρηματικές ιδέες με την προοπτική του «ανοίγματος» σε αγορές του εξωτερικού αποτελούν ολοένα και περισσότερο πεδίο όπου υπάρχουν ευκαιρίες. Και βεβαίως υπάρχει μια σειρά από εργαλεία και «εργαλειοθήκες» που υπαγορεύουν τι θα μπορούσε να συμβεί καλύτερα, ώστε να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν είναι καφέ, μπαρ ή τυροπιτάδικα στην Ελλάδα του 2016. Ωστόσο, είναι εξίσου σκόπιμο το να αναφερθεί κάποιος στο τι συμβαίνει ήδη και ειδικά όταν αυτό δεν είναι αμελητέο, δεν είναι λίγο και, βασικά, συμβαίνει δίπλα μας.

 

ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Όσοι συμμετέχουν στην ελληνική κοινότητα των start-up επιχειρήσεων αρέσκονται να το αποκαλούν οικοσύστημα. Και πράγματι, μοιάζει με οικοσύστημα. Οι νέες επιχειρήσεις του Διαδικτύου είναι δύσκολο να επιβιώσουν οικονομικά στα πρώτα τους βήματα χωρίς τους συνεργατικούς χώρους εργασίας (incubators), που ρίχνουν το κόστος, αλλά και ενθαρρύνουν τη διασύνδεση. Χώροι όπως το Impact Hub στου Ψυρρή, το Orange Grove της ολλανδικής πρεσβείας απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Innovathens του Δήμου Αθηναίων στο Γκάζι, το Ρομάντσο στην Ομόνοια και το The Cube στα Εξάρχεια αποτελούν σημεία αναφοράς στο οικοσύστημα. Εκεί, νεαροί επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται συνήθως στο Διαδίκτυο συναντώνται και εργάζονται καθημερινά, ενοικιάζουν γραφεία με μικρό ή κανένα αντίτιμο και γνωρίζουν άλλους νέους -ηλικίας συνήθως περί των 30- με παρόμοια ενδιαφέροντα ή ακόμη και πιθανούς συμβούλους ή μέντορες.

Πέρα όμως από τους incubators, υπάρχουν και οι επί τούτου συναντήσεις. Η αρχαιότερη εξ αυτών, το Open Coffee, ένας ανοιχτός καφές μεταξύ ανθρώπων του Διαδικτύου, έγινε για πρώτη φορά τον Μάιο του 2007 σε μια διαφορετική Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα σε έναν χώρο που δεν υπάρχει πλέον, στο καφέ του βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκης στην οδό Πανεπιστημίου. Τότε προσήλθαν 25 άτομα. Ο εμπνευστής των συναντήσεων, Γιώργος Τζιραλής, 25 ετών τότε, είχε διαβάσει για μια σειρά αντίστοιχων συναντήσεων που είχαν ξεκινήσει από το Λονδίνο και είχαν φτάσει να γίνονται εκείνη την εποχή σε 66 πόλεις ανά τον κόσμο και θέλησε να διοργανώσει κάτι αντίστοιχο.

Έκτοτε οι συναντήσεις αυτές γίνονται κάθε μήνα μαζί με σύντομες παρουσιάσεις επιχειρήσεων και η συμμετοχή είναι πια πολλαπλάσια. Αρχικά μετακόμισαν στον πιο ευρύχωρο πολυχώρο Bios της οδού Πειραιώς και έπειτα, λίγο παρακάτω στην ίδια οδό, στο αίθριο του κτιρίου του Μουσείου Μπενάκη, όπου διοργανώνονται έως και σήμερα, κάθε μήνα. Αντίστοιχες, μα πιο ενεργητικές συναντήσεις, αποτελούν τα κάθε λογής θεματικά Hackathon που διοργανώνονται ήδη από το 2011 σε διάφορα σημεία, οπότε προγραμματιστές συναντώνται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα -συνήθως για ένα Σαββατοκύριακο- με σκοπό να αναπτύξουν μια εφαρμογή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, τον προηγούμενο μήνα, η Microsoft διοργάνωσε διήμερο Hackathon στα γραφεία της στην Αθήνα όπου πενταμελείς ομάδες φοιτητών κλήθηκαν να δημιουργήσουν από το μηδέν μια εφαρμογή για Windows 10.

ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

Ασφαλώς υπάρχουν οι χρηματοδότες. Συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις να αναφέρεται το σχήμα angel investors (λειτουργεί ως venture capital σε επιχειρήσεις τεχνολογίας και χρηματοδοτεί business plan με υψηλό ρίσκο) Openfund που προέκυψε από τις συναντήσεις Open Coffee και κατέληξε να διαχειρίζεται κεφάλαια του ευρωπαϊκού fund Jeremie όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, η αγορά είναι κατά πολύ μεγαλύτερη.

«Σήμερα δραστηριοποιούνται στην αγορά 22 εταιρείες venture capital και τα επενδεδυμένα κεφάλαια ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ» σημειώνει ο Γιάννης Παπαδόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Attica Ventures και πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Εταιρειών Επιχειρηματικών Κεφαλαίων. «Με τα κεφάλαια αυτά έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία 20 χρόνια επενδύσεις σε περισσότερες από 130 ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις συμβάλλοντας σημαντικά στη δημιουργία και διατήρηση περισσοτέρων από 50.000 θέσεων εργασίας, στην ανάπτυξη, τη μεγέθυνσή τους και την ανταγωνιστικότητά τους».

Και συνεχίζει σκιαγραφώντας τη σημερινή εικόνα, οπότε μοιραία οι επενδυτές στράφηκαν στο Διαδίκτυο και την καινοτομία: «Υπάρχουν παραδείγματα εταιρειών στις οποίες έχουν επενδύσει ελληνικά venture capital και private equity fund οι οποίες προσέλκυσαν, από το 2012, ακόμη και ξένους θεσμικούς επενδυτές. Επίσης, έγιναν και σημαντικές κινήσεις εξαγορών από πολυεθνικές εταιρείες ελληνικών start-ups όπως η nanoradio (σ.σ.: εταιρεία λογισμικού που αναπτύχθηκε στην Πάτρα) από τη Samsung, η Antcor (σ.σ.: εταιρεία ανάπτυξης μικροεπεξεργαστών) από τη δραστηριοποιημένη στο Internet of Things πολυεθνική U-Blox και η bytemobile (σ.σ.: εταιρεία βελτιστοποίησης της λειτουργίας των δεδομένων στα κινητά τηλέφωνα) από την εισηγμένη στον δείκτη Nasdaq Citrix, παραδείγματα που δείχνουν τις θετικές προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων».

Τα παραδείγματα δεν σταματούν εδώ, καθώς στην καρδιά του οικοσυστήματος βρίσκονται οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Η Upstream, επιχείρηση μάρκετινγκ μέσω κινητών τηλεφώνων, που ιδρύθηκε από Έλληνες στο Λονδίνο το 2001, έφτασε να έχει αναλάβει περισσότερες από 160.000 καμπάνιες σε όλον τον κόσμο και να κατακτήσει σειρά βραβείων στον τομέα της. Η Workable, μια online πλατφόρμα αναζήτησης προγραμματιστών που έχει τα γραφεία της στο Νέο Ψυχικό, έχει απορροφήσει επενδύσεις ύψους 34 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ήδη διαθέτει 3.500 πελάτες σε 50 χώρες. Η γνωστή εφαρμογή εύρεσης ταξί στην Αθήνα taxibeat, καθώς και η υπηρεσία παράδοσης φαγητού μέσω εφαρμογής Forky αποτελούν άλλα γνωστά success stories ανάμεσα στις εκατοντάδες παρόμοιες επιχειρήσεις που αναζητούν πόρους στην άνυδρη Ελλάδα, καθώς και μια θέση στην παγκόσμια αγορά.

Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

Πώς, όμως, σκέφτονται όσοι καταπιάνονται σήμερα με παρόμοιες υψηλού ρίσκου δραστηριότητες; Η Ρωξάνη Κουτσολουκά, η 29χρονη ιδρύτρια της JoinCargo (www.joincargo.com), μιας online πλατφόρμας που συνδέει μικρές επιχειρήσεις με μεταφορείς, κατάφερε να αντλήσει κεφάλαια ύψους 100.000 ευρώ από επενδυτές στο Λονδίνο, αφού κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό The Squeeze του Orange Grove και του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για το 2014. «Η αλήθεια είναι πως όσο πιο χαμηλός ο βαθμός ρίσκου, τόσο πιο εύκολο να το αναλάβεις. Στην ανεργία που βιώνει σήμερα η χώρα, οι άνθρωποι που είναι ήδη χωρίς δουλειά δεν έχουν τίποτα να χάσουν ξεκινώντας κάτι δικό τους. Άρα γιατί να μην προσπαθήσουν να δημιουργήσουν και να καινοτομήσουν; Έτσι νομίζω πως σκέφτονται αρκετοί νέοι σήμερα» λέει η ίδια. «Οι Έλληνες είναι πολύ καλά εκπαιδευμένοι και δουλεύουν σκληρά με σκοπό την επίτευξη του στόχου τους. Η μόνη διαφορά στο νέο περιβάλλον των start-ups που έχει αναδειχθεί είναι η συμφιλίωση με το λάθος. Αυτό ξεπερνιέται με τις συνεχείς δοκιμές. Στην περίπτωση του JoinCargo, δοκιμάζουμε εργαλεία, μεθόδους, πρακτικές, από την πρώτη ημέρα μέχρι και σήμερα. Διαφορετικά πράγματα έχουν φυσικά αξία δοκιμής ανάλογα με το στάδιο ζωής στο οποίο βρίσκεται η επιχείρηση. Για παράδειγμα, στην αρχή δοκιμάσαμε πραγματικά δρομολόγια με μεταφορείς, τα οποία μας έδωσαν πολύ χρήσιμο υλικό. Στο μέλλον σχεδιάζουμε να δοκιμάσουμε επιπλέον υπηρεσίες και διάφορα μοντέλα εσόδων, καθώς και επικοινωνίας με το κοινό μας. Η λέξη-κλειδί που καθορίζει την κουλτούρα των start-ups είναι η ταχύτητα. Κινείσαι γρήγορα -μαθαίνεις γρήγορα- προσαρμόζεσαι γρήγορα. Ναι, είναι μια κουλτούρα κατάλληλη και αναγκαία στην Ελλάδα της κρίσης».

Ο Αχιλλέας Χατζηνίκος υπήρξε στέλεχος με μακρά προϋπηρεσία στην αγορά πληροφορικής στην Ελλάδα. Το φθινόπωρο του 2013 δημιούργησε την εταιρεία Geotag Aeroview και ακολούθως το TripinView, μια εφαρμογή εξαιρετικά χρήσιμη στους τουρίστες στη Μεσόγειο, που σήμερα απασχολούν 20 εργαζομένους και 10 εξωτερκούς συνεργάτες. Μέσα από την εφαρμογή μπορεί κάποιος να βρει 16.000 χιλιόμετρα ελληνικής ακτογραμμής μέσα από 200.000 αεροφωτογραφίες υψηλής ανάλυσης και εντυπωσιακά βίντεο που ακολουθούν συνεχώς την κάθε παραλία και έχουν τραβηχτεί από ελικόπτερο. Ενώ αντίστοιχη απόπειρα «χαρτογράφησης» επιχειρείται για τις μεσογειακές ακτές της Γαλλίας, της Μάλτας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Τα έσοδα της επιχείρησης προέρχονται από χορηγίες τουριστικών επιχειρήσεων στην κάθε περιοχή. «Οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους δεν έχουν τα μέσα να αξιοποιήσουν το Διαδίκτυο, οι δε εταιρείες του Διαδικτύου περνούν και αυτές τη δική τους κρίση με ελάχιστες εξαιρέσεις που έχουν διεθνή προσανατολισμό και ελάχιστη ή μηδενική εξάρτηση από τις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική οικονομία. Μία τέτοια περίπτωση είναι το TripinView. Δεν εξαρτάται από την ελληνική πραγματικότητα, καθώς είναι ένα site που απευθύνεται στους ταξιδιώτες σε όλον τον κόσμο που θέλουν να κάνουν διακοπές στις χώρες τις Μεσογείου» λέει στο «BHΜΑgazino» ο Αχιλλέας Χατζηνίκος.

Όσο για τη σχέση των ελλήνων επιχειρηματιών με το ρίσκο ο κ. Χατζηνίκος έχει μια κάπως σκωπτική απάντηση: «Αν θέλαμε να πούμε ότι οι Έλληνες δεν παίρνουν ρίσκο, θα λέγαμε ότι δεν το κάνουν σε σχέση με την ανάπτυξή τους στις διεθνείς αγορές, όμως αυτό είναι πιο πολύ θέμα κουλτούρας και προτύπων και δεν είναι από απροθυμία να αναλάβουν το ρίσκο. Νομίζω ότι έχουν ληφθεί πολύ γενναίες αποφάσεις, αλλά προς άλλη κατεύθυνση. Νομίζω ότι είναι πολύ γενναία πράξη να αποφασίζει συνειδητά ένας επιχειρηματίας να μην πληρώνει το ΦΠΑ ή το ΙΚΑ με κίνδυνο οποιαδήποτε στιγμή να πάει φυλακή. Είναι μια ιδιότυπη γενναιότητα, προς τη λάθος κατεύθυνση βέβαια».

 

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΙΣΚΟ

Ο Ηρακλής Μπουραντάς και ο Φώτης Ταλάντζης δημιούργησαν το 2013 την εφαρμογή για κινητά Novoville, όπου οι πολίτες μπορούν εύκολα και γρήγορα να αναφέρουν στους δήμους τους τα προβλήματα δημοσίου ενδιαφέροντος (λακκούβες στους δρόμους, ελλιπής φωτισμός, κ.λπ.) που υπάρχουν στην επικράτεια. Μέχρι στιγμής η εφαρμογή χρησιμοποιείται από τους Δήμους Πειραιά, Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, Νεάπολης – Συκεών Θεσσαλονίκης, Καρπενησίου και Σιντικής Σερρών, ενώ η επιχείρησή τους βρίσκεται σε συνομιλίες με ακόμη περισσότερους δήμους στην Ελλάδα και το εξωτερικό. «Το Διαδίκτυο είναι ένα μέσο εκ φύσεως ανοιχτό που εξισώνει σε μεγάλο βαθμό τις ευκαιρίες που δίνονται στις επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει ικανή τεχνογνωσία στα σύγχρονα εργαλεία του Διαδικτύου» λέει ο Ηρακλής Μπουραντάς. «Δεδομένης της κατάστασης, η επιτυχία τέτοιων εγχειρημάτων απαιτεί, κατά τη γνώμη μου, δύο πράγματα: συνέργειες και εκπαίδευση. Άνθρωποι με συμπληρωματικές δεξιότητες είναι ανάγκη να συνεργαστούν και να μοιραστούν το ρίσκο, ενώ η εκπαίδευση για τα εργαλεία του ηλεκτρονικού επιχειρείν πρέπει να ενταθεί. Επίσης, χρειαζόμαστε καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία και παρεμβάσεις αλλαγής κουλτούρας» συμπληρώνει ο Φώτης Ταλάντζης.

Το ερώτημα της χρηματοδότησης, παρά τις επιλογές που ακόμη υπάρχουν, σε μια άνυδρη ελληνική οικονομία προβληματίζει τους νέους επιχειρηματίες. «Μέσω του παραδοσιακού τραπεζικού συστήματος δεν υπάρχει καμία πιθανότητα» συνεχίζει ο Φώτης Ταλάντζης.

«Αντίστοιχα προβληματικά είναι τα προγράμματα κρατικών ενισχύσεων για νέες επιχειρήσεις, κυρίως λόγω της γραφειοκρατίας και των μεγάλων καθυστερήσεων πληρωμών. Τα μόνα φερέγγυα εργαλεία χρηματοδότησης είναι αυτά που μοιράζονται το ρίσκο με τον επιχειρηματία» καταλήγει. «Η προσέγγιση ξένων κεφαλαίων απαιτεί μια κουλτούρα εξωστρέφειας και δικτύωσης, πράγματα που ευτυχώς καλλιεργούνται ευκολότερα στους νέους. Δυστυχώς, χρηματοδότηση με ξένα κεφάλαια σημαίνει κατά κανόνα τη μεταφορά της έδρας σε χώρα του εξωτερικού, τουλάχιστον με βάση τα σημερινά δεδομένα» λέει ο Ηρακλής Μπουραντάς.

«Όσον αφορά την αναζήτηση χρηματοδότη στο εξωτερικό, η προσπάθεια είναι ακόμη δυσκολότερη, καθώς για τους λόγους που όλοι γνωρίζουμε δεν υπάρχει ενδιαφέρον και κίνητρο επένδυσης στην Ελλάδα. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς τους Angel του στην Ελλάδα, ώστε να είναι σε θέση να απευθυνθεί σε περισσότερους ενδιαφερομένους με στόχο την ανάπτυξη της επιχείρησής του» προσθέτει η Ρωξάνη Κουτσολουκά.

 

Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΑΛΛΑΖΕΙ;

«Η ελληνική οικονομία από τη Μεταπολίτευση και μετά χαρακτηρίζεται από μια σειρά από παραδοξότητες. Οι αγορές χαρακτηρίζονται από αρκετά ολιγοπώλια και μονοπώλια, είτε κρατικά είτε ιδιωτικά, και το κράτος αποτελούσε μέχρι πρόσφατα το πλουσιοπάροχο και ασφαλές καταφύγιο για κάθε νέο. Με την ουσιαστική χρεοκοπία του μοντέλου αυτού πολλά αλλάζουν. Η επιχειρηματικότητα απενοχοποιείται. Ο ανταγωνισμός δημιουργείται. Οι νέοι επιστήμονες επιχειρούν και ρισκάρουν. Υποστηρικτικοί μηχανισμοί για την επιχειρηματικότητα αναπτύσσονται σιγά σιγά. Η κουλτούρα, λοιπόν, αλλάζει» σχολιάζει ο Γιάννης Παπαδόπουλος.

Όντως απενοχοποιείται η επιχειρηματικότητα; Αν υποθέσουμε ότι πράγματι ήταν μέχρι σήμερα ενοχοποιημένη, η απάντηση είναι περίπλοκη. Σύμφωνα με Ευρωβαρόμετρο του 2012 (το πιο πρόσφατο με σχετική θεματολογία), οι Έλληνες εμφανίζονται στη δεύτερη θέση ανάμεσα στους πολίτες της ΕΕ που συμφωνούν ότι «οι επιχειρηματίες σκέφτονται μόνο την τσέπη τους». Σύμφωνα με την ίδια μέτρηση, οι Έλληνες αναδεικνύονται πέμπτοι στις αρνητικές απόψεις για τους επιχειρηματίες και δέκατοι στις αρνητικές απόψεις για τα στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων. Ακόμη και αν ανέβηκε δέκα θέσεις από το 2014, η Ελλάδα βρίσκεται στην 47η θέση του παγκόσμιου δείκτη για το επιχειρηματικό κλίμα GEDI για το 2015, ανάμεσα στην Κύπρο και την Ουρουγουάη.

Ωστόσο, υπάρχουν τα πιο σαφή στοιχεία της περυσινής έρευνας της ΕΥ, του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, της Endeavor Greece και του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου σε 2.222 φοιτητές σε 30 ελληνικά πανεπιστήμια. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, το 81% έχει θετική ή πολύ θετική άποψη για την επιχειρηματικότητα, ενώ το 43% έχει σκεφτεί σοβαρά να ξεκινήσει μια επιχειρηματική προσπάθεια. Το 77% συμμετέχει σε μία τουλάχιστον δράση επιχειρηματικότητας, ενώ το 68% αντιλαμβάνεται την επιχειρηματική αποτυχία ως ευκαιρία για μάθηση.

Ήδη από τον Ιανουάριο του 2011, πέντε χρόνια πριν, οι «New York Times» δημοσίευαν άρθρο με τίτλο «Τι δεν πάει καλά στην Ελλάδα; Ρωτήστε έναν entrepreneur (σ.σ.: όπως έχει επικρατήσει να λέγεται ο επιχειρηματίας στην αργκό του Διαδικτύου)». Έκτοτε τα εμπόδια της επιχειρηματικότητας παραμένουν πολλά. Ωστόσο, περισσότερο από ποτέ, είναι επίσης παρούσα μια νέα γενιά καινοτόμων επιχειρηματιών, καθώς και εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης, πέρα από τα παραδοσιακά εργαλεία και την ασφάλεια του τραπεζικού δανεισμού. Πέρα όμως από όλα αυτά, το πιο αισιόδοξο είναι η αλλαγή στην κουλτούρα που τα γέννησε. Ολοένα και περισσότεροι Έλληνες, στην τρίτη ή την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, μη έχοντας πολύ περισσότερες επιλογές, στρέφονται στην καινοτομία, την εξωστρέφεια, χωρίς να αποζητούν ασφάλεια, χωρίς να φοβούνται τόσο την αποτυχία. Ασφαλώς, τα μεγέθη της αγοράς δεν παραπέμπουν επ’ ουδενί λόγω στη Silicon Valley. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτα για μια χώρα στην οποία, όταν διεθνώς η συζήτηση φτάνει στην οικονομία της, επικρατεί αμήχανη σιωπή…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016