Μπορεί η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό να έχει «ανάψει» για τα καλά τα τελευταία χρόνια, ύστερα, όμως, από την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, οι «αρνητές» του εμβολιασμού έχουν αλλάξει τρόπο δράσης. Αντιμέτωποι με την κατακραυγή, αλλά και με την απαγόρευση πρόσβασης σε μία σειρά κοινωνικών υπηρεσιών και επιδομάτων, οι γονείς που δεν εμβολιάζουν τα παιδιά τους φαίνεται πως προτιμούν την σιωπή από τη σύγκρουση. 

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η έρευνα του Πανεπιστημίου Edith Cowan, που διεξήχθη μεταξύ ομάδας γονέων που αμφισβητούν τον εμβολιασμό. Οι συμμετέχοντες, παραδέχθηκαν, στο σύνολό τους, ότι δεν έχουν ενημερώσει τον οικογενειακό και φιλικό τους κύκλο για την απόφασή τους. Ο λόγος γι’ αυτήν την απόφαση είναι ότι έχουν κουραστεί από την κριτική που ασκείται από διάφορες πλευρές σ’ αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι δικαίωμά τους, να επιλέγουν οι ίδιοι αν τα παιδιά τους θα εμβολιαστούν ή όχι, σε ποια ηλικία και με ποια εμβόλια. 

Οι περισσότεροι, σύμφωνα με την έρευνα, έχουν οδηγηθεί στην απόφασή τους ύστερα από επισταμένη έρευνα, θεωρώντας ότι ο εμβολιασμός εκθέτει τα παιδιά σε σοβαρότερους κινδύνους από εκείνους που τα προστατεύει. Αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την κυβέρνηση, τονίζοντας ότι δεν μπορούν να δεχτούν χωρίς αμφισβήτηση όποια θέση προβάλλει η κυβέρνηση, ενώ θεωρούν ότι η Πολιτεία χρησιμοποιεί τον εκφοβισμό προκειμένου να πείσει τους γονείς να προχωρήσουν στον εμβολιασμό. Παράλληλα, επισημαίνουν ότι και τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι στέκονται με αντικειμενικότητα απέναντι στο ζήτημα, μεροληπτώντας υπέρ της κυβέρνησης, ενώ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι αρνητές εμβολιασμού στιγματίζονται ως «κακοί γονείς» που θέτουν σε κίνδυνο τόσο τα παιδιά τους, όσο και τα παιδιά των άλλων. 

Το φαινόμενο της άρνησης εμβολιασμού ξεκίνησε να εμφανίζεται σε ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες έχουν εξαλειφθεί πλέον πολλές από τις ασθένειες που έθεταν σε κίνδυνο τα παιδιά. Εντάθηκε το 1998, ύστερα από την δημοσίευση έρευνας που ισχυριζόταν ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ του εμβολίου MMR – που θωρακίζει εναντίον της ιλαράς, της ερυθράς και της παρωτίτιδας – και της εμφάνισης αυτισμού στα παιδιά, θεωρία η οποία πλέον έχει καταρριφθεί με κατηγορηματικό τρόπο. 

Ωστόσο, πολλοί γονείς επιμένουν, θεωρώντας ότι τα εμβόλια -μερικά εκ των οποίων περιλαμβάνουν βαρέα μέταλλα- επιβαρύνουν το ανοσοποιητικό σύστημα των βρεφών και νηπίων, ειδικά με τον εντατικό τρόπο που εφαρμόζεται ο εμβολιασμός στις περισσότερες χώρες. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής, είναι η επανεμφάνιση μερικών από τις εξαφανισμένες ασθένειες, κάτι που συνδέεται και με την αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος παγκοσμίως. 

Κι αν, μέχρι πρότινος, οι «αρνητές των εμβολίων» στην Αυστραλία καλούνταν απλώς να δικαιολογήσουν την απόφασή τους, τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με κάτι πολύ πιο σοβαρό. Από φέτος, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να διακόψει την χορήγηση προνοιακών επιδομάτων και φορολογικών ελαφρύνσεων σε οικογένειες που δεν εμβολιάζουν τα παιδιά τους. Αυτή η απόφαση έχει προκαλέσει πονοκέφαλο στην συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, η οποία ωθείται στο περιθώριο. Εξαιρέσεις γίνονται μόνο σε περίπτωση που οι γονείς επικαλεστούν θρησκευτικούς λόγους, αλλά η «αντίρρηση συνείδησης» που γινόταν μέχρι τώρα αποδεκτή, δεν ισχύει πλέον. 

Από την πλευρά τους, οι ερευνητές θεωρούν ότι είανι απαραίτητο να σταματήσει η στοχοποίηση των ανθρώπων που αρνούνται τον εμβολιασμό, ώστε να μην προχωρούν στην απόφαση αυτή εν κρυπτώ, αλλά ανοιχτά, ώστε να μπορούν όσοι συγχρωτίζονται μαζί τους να παίρνουν προφυλάξεις σε περιπτώσεις έξαρσης κάποιας ασθένειας. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή προσπαθούν να αποκρύψουν από τον περίγυρο την απόφασή τους, το αποτέλεσμα είναι να εκτίθενται τα εμβολιασμένα παιδιά σε μεγαλύτερους κινδύνους.