Θα περιμένω να τελειώσει ο φίλος και συνάδελφος Μπάμπης, τα περί εμφυλίου, και θα εκφράσω κι εγώ μια κάποια άποψη. Θα έπρεπε να γράψω… μια κάποια διαφορετική άποψη αλλά δεν το τολμώ και θα περιοριστώ να περιμένω μέχρι να ολοκληρωθεί η παρουσίαση. Περιμένω να δω το συσχετισμό των δύο βιβλίων ήτοι των Ελλήνων συγγραφέων του βιβλίου «τα εμφύλια πάθη» και το «Κοινοτοπία του Κακού» της Χάνα Άρεντ, Εβραίας φιλοσόφου γερμανικής καταγωγής, ανταποκρίτριας αμερικανικού περιοδικού που παρακολούθησε, το 1961, τη δίκη του Άιχμαν. Προς το παρόν, θα συμφωνήσω, κομματάκι, στην παράγραφο που ο αγαπητός Χαράλαμπος, αναφέρει: «Ακόμα και όταν βλέπουν τις συμφορές να τους χτυπούν την πόρτα, νομοτελειακά και παρά τα ιστορικά διδάγματα, δεν κάνουν πίσω. Το μίσος που έχει συσσωρευτεί, τους οδηγούσε αναπόφευκτα σε νέες σφαγές και στον όλεθρο»

Θα πω μια μικρή ιστορία, ένα κομμάτι από τα δικά μου Δεκεμβριανά. Την ίδια ιστορία είπα στον γιο μου ως παραμύθι και, αργότερα, όταν πάτησε στην εφηβεία, για να εξηγήσω, ετυμολογικά και περιγραφικά τα του εμφυλίου. «Πυροβολισμοί ακούγονταν από παντού κι έκανε κι ένα διαβολεμένο κρύο που περόνιαζε κόκκαλα. Η αλήθεια είναι πως όποιος δεν γνώρισε το κρύο της Αττικής, δεν ξέρει τι θα πει ψόφος. Φορούσα ένα παλτό που είχε αρχίσει από πέρσι να στενεύει μια και το ύφασμα που βρέθηκε για να μου ράψει η θεία μου η Χριστίνα, μοδίστρα το επάγγελμα, τσουρούτικο ήτανε πανάθεμά το. Χτύπαγε στ’ αυτιά μου το «Αν ψηλώσει λιγουλάκι του χρόνου δεν θα του κάνει» που είχε πει η Χριστίνα. Πράγματι ψήλωσα… λιγουλάκι. Είχα σηκώσει το γιακά, είχα φορέσει και τον ωραίο μου, μπλε μπερέ, δημιούργημα της Χριστίνας και αυτό. Είχα σχεδόν χορτάσει με τη βραστή πατάτα που μου είχε δώσει η γιαγιά μου η Θεοδώρα, η μητέρα της μητέρας μου. Έφευγα με βήμα ταχύ από την οδό Πλαταιών 8, που ήταν και είναι, για όποιον ξέρει ή πήγε πρόσφατα, κάθετος της οδού Πειραιώς στο ύψος της Αγίας Τριάδας (ωραία και μεγάλη εκκλησία στην οδό Πειραιώς) που είναι και κοντά στο Γκάζι. Μερικά μέτρα πιο πάνω ο Κεραμεικός, λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω η Πλατεία Αγίων Ασωμάτων και λίγο ακόμη πιο ψηλά η Αποστόλου Παύλου, η Διονυσίου Αρεοπαγίτου και του Μακρυγιάννη και ήταν εκεί που ξεκινούσε και γινόταν το… «έλα να δεις». Εγώ, βγαίνοντας από το σπίτι της γιαγιάς, στο πεζοδρόμιο της Πλαταιών, πήρα αντίθετη κατεύθυνση, προς τις γραμμές του σιδηροδρόμου όπου και τελείωνε ο δρόμος και μόλις περνούσες τις τραινογραμμές άγγιζες την Ιερά οδό. Η γιαγιά μου μού είχε δώσει οδηγίες, εντολές και διαταγές πριν βγω από την εξώπορτα: «Αν σε σταματήσει κανένας σύντροφος, έτσι τους λέει ο θείος σου, να πεις πως είμαι ανιψιός του Κώστα Παπαγεωργίου, καθοδηγητή και μέλους της Κεντρικής… κάπως το λέει ο θείος σου, εδώ το έχει γραμμένο, διάβασέ το. Να πεις της μαμάς ότι ο θείος θα στείλει μια συντρόφισσα μαμή για να την ξεγεννήσει και μια άλλη συντρόφισσα του θείου θα τής πάει ρύζι και πατάτες, να φάει κάτι, να στυλωθεί. Περνούσα τις γραμμές του τραίνου όταν κάποιος με ρούχα στρατιωτικά με βούτηξε από τον ώμο και κόντευε να μου ξηλώσει την επωμίδα του ωραίου μου παλτού. «Πού πας εσύ μικρές». Είμαι ανιψιός του συντρόφου Κώστα Παπαγεωργίου… Καθοδηγητή… Ξαλάφρωσε το χέρι του από τον ώμο μου και φώναξε τον θείο μου, που ξεχώριζε από την κορμοστασιά του στο μέσον μιας ομάδας ανδρών μαζεμένων γύρω από μια αρκετά μεγάλη φωτιά. Πήγα κοντά. Ακούμπησε απαλά το χέρι του στην πλάτη μου μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του και ρώτησε: «Έφαγες κάτι στη γιαγιά;» Του είπα τα σχετικά και κάθισα δίπλα του σ’ ένα κασόνι σαν μπαούλο. Ήταν ο αγαπημένος μου θείος και ήξερα πως μου είχε αδυναμία, όχι μόνο γιατί είχα τ’ όνομά του αλλά και γιατί ήμουν το πρώτο του ανίψι. Σηκώθηκε, με πήρε από το χέρι και περπατήσαμε λίγο πιο μακριά από τους άλλους. Πρόσεξέ με καλά, είπε και συνέχισε: «Από εδώ μέχρι το σπίτι σας δεν υπάρχει κίνδυνος. Θα σου δώσω κάποια συντρόφισσα, να σε πάει μέχρι την πόρτα σας. Να πεις της μαμάς ότι θα έλθω αργά να την δω. Θα έλθει η μαμή από απόψε γιατί η σύντροφος που της πήγε τις πατάτες και το ρύζι είπε κάτι σαν ότι σπάσανε τα νερά και αυτό σημαίνει πως είναι ετοιμόγεννη. Θα την βρεις εκεί τη μαμή. Πάρε αυτό το ψωμί, το φύλαξα για τη μαμά και αν δεν θέλει, να φας εσύ και ο αδελφός σου που πεινάει συνέχεια. Θα φέρω άλλο ψωμί αύριο. Ο μπαμπάς σου ξέρω ότι έχει κρυφτεί γιατί τον κυνηγάνε οι δικοί μου. Είναι στου Καλούδη το σπίτι στα Πατήσια, μου το είπε η μαμά. Αν έλθει όμως γιατί ξέρει ότι η μαμά θα γεννήσει, να κρυφτεί δίπλα, στου Χαριτάκη το σπίτι για να μην τον δει η μαμή και οι άλλες συντρόφισσες που θα έλθουν για τη μαμά. Να πας στο καλό. Σοφία, να πας με τον Κώστα στο σπίτι τους, μάθε πως είναι η αδελφή μου και να επιστρέψεις». «Μάλιστα, καπετάνιε» είπε αυτή και ξεκινήσαμε. Στο προσεχές, που λένε, η συνέχεια. 

Γέννησε η κ. Μαρία; Τι έκανε το κόμμα για την ετοιμόγεννη; Τι έγινε με το σύζυγο της κ. Μαρίας, τον κυνηγημένο, κρυμμένο, κ. Δημήτρη; Ήλθε να δει τη γυναίκα του και το νεογέννητο τρίτο… γιο του; Για το υπόλοιπο «τσουνάμι» του Δεκέμβρη ’44, στο προσεχές η συνέχεια.