Ήταν δύσκολη γέννα, απ’ ό,τι είπε η «συντρόφισσα», η μαμή, μια σοβαρή γυναίκα γύρω στα πενήντα της. «Να σου ζήσει το αδελφάκι Κωστάκη. Έλα να το δεις. Είναι κοντά στη μαμά και κοιμάται. Έλα σιγά να τους δεις και κάνε ησυχία μπορεί να κοιμόνται και οι δύο». 

Η μάνα μου χαμογέλασε πονεμένα και ξεσκέπασε τον κουκουλωμένο όμορφο μικρούλη, που κοιμόταν χαμογελαστός κι έμοιαζε ευτυχισμένος, έχοντας άγνοια της τραγικής περιόδου που αποφάσισαν να τον φέρουν στον κόσμο. Η μαμή πρόσταξε μία άλλη κοπέλα, πιθανότατα βοηθό της, να βγάλει τη λεκάνη, τα ματωμένα και το μαγκάλι από την κρεβατοκάμαρα και να «αφήσουμε τη λεχώνα και το μωρό να ησυχάσουν». Είπε στη θεία τη Χριστίνα ότι αν συμβεί κάτι, ο συναγωνιστής Κώστας ξέρει πού θα την βρει. 

Στο μεγάλο δωμάτιο ήταν συγκεντρωμένες οι θείες μου τρεις αδελφές της μάνας μου και τρεις του πατέρα μου. Μόλις έφυγαν η μαμή και η βοηθός της, δεν πέρασαν λίγα λεπτά και εμφανίστηκε ο πατέρας μου. Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν και κουνώντας μόνο το κεφάλι του σα να τους χαιρετούσε, μπήκε στο δωμάτιο που ήταν η μάνα με το μωρό και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Όταν βγήκε έβγαλε από την τσέπη του παλτού του μια σακούλα χάρτινη, την έδωσε στη θεία μου, της είπε κάτι ψιθυριστά και έφυγε. Το μωρό αρρώστησε. Η μάνα έκλαιγε και όλοι έλεγαν ότι πρέπει να προλάβουμε να το… βαπτίσουμε. Το βαπτίσαμε και τού δώσαμε δύο ονόματα Νίκος-Ηλίας. Όλοι έκλαιγαν γιατί το μωρό «τελείωνε». Εμένα μου… χαμογέλασε, έκλεισε τα ματάκια του και δεν τα… ξανάνοιξε.

Σαβανωμένο ή φασκιωμένο, δεν ξέρω να σας πω. Το έντυσε σαν να το πήγαιναν, Κυριακάτικα, στην εκκλησία. Την ώρα που το φάσκιωνε μού φάνηκε σαν να την άκουσα να νανουρίζει το πεθαμένο της μωρό… Ο πατέρας, στο διπλανό σπίτι, κάρφωνε ένα μικρό σταυρό. Τον κοίταξε λες κι ήταν έργο τέχνης και μ’ ένα μικρό πινέλο, άρχισε να γράφει τα ονόματα και το επώνυμο του τρίτου γιου του. Κάθε τόσο κοίταζε τον συννεφιασμένο ουρανό και έμοιαζε σαν να ρώταγε κάτι το Θεό. 

Φόρεσα το παλτό μου. Είχε δεχτεί να πάω μαζί του να θάψουμε το μωρό. Μ’ ένα πλεκτό κασκόλ μου σκέπασαν το λαιμό και τ’ αυτιά. Κράταγε με το ένα χέρι το μωρό μας και το σταυρό και με το άλλο, πότε με ακούμπαγε στην πλάτη και πότε μου έπιανε το χέρι. «Αν κουραστείς πες μου να σταματήσουμε». 

Μέσα από τα περιβόλια, το καπνεργοστάσιο και από εργοστάσια που, πριν τον πόλεμο, έφτιαχναν τούβλα και κεραμίδια, έπρεπε να φτάσουμε στο Περιστέρι. Σφαίρες έπεφταν κάπου-κάπου και μας θύμιζαν ότι δεν είχε ακόμη έλθει ή ώρα να ησυχάσουμε. Δύσκολα τελειώνουν οι πόλεμοι και οι έχθρες μεταξύ αδελφών. Τότε μου ήταν δύσκολο να καταλάβω. 

Μπήκαμε σε ένα σχεδόν έρημο νεκροταφείο, που απ’ ό,τι είπαν, έμελε να γεμίσει, σε λίγες μέρες, πτώματα, πόνο και δάκρυα. Λίγο πιο κάτω ένας άνδρας έσκαβε. Ο πατέρας τον πλησίασε και τού ζήτησε το φτυάρι και τον κασμά. «Θέλω να θάψω το μωρό μας. Ένα μικρό λάκκο θ’ ανοίξω. Τσιγάρα έχω μαζί μου. Να το χαρτί του γιατρού, πιστοποιητικό και το χαρτί που μου έδωσε ο παππάς της ενορίας μας που διάβασε λίγα λόγια από τη νεκρώσιμη, στον Άγιο Τρύφωνα υπαγόμαστε. Ληξιαρχείο, δημαρχεία και τέτοια θα πάω μόλις ησυχάσει λίγο ο τόπος. Αν ησυχάσει»…

«Δώσε κανένα τσιγάρο. Θα σε βοηθήσω. Τα χέρια σου δεν φαίνονται συνηθισμένα στο σκάψιμο. Γραφιάς είσαι; Να εκεί κοντά στο δεντράκι είναι ένα πάγκος, πάμε να καθίσουμε για λίγο, μοιάζει να έρχεστε από μακριά. Θα καπνίσουμε ένα τσιγάρο και μετά θα βρούμε μία ωραία θέσηι να βάλουμε τον μικρούλη να κοιμηθεί. 

Ο πατέρας μού έδωσε το μωρό. «Κράτησέ το να καπνίσω με τον κύριο». Το αγκάλιασα και το κράταγα σφιχτά. Ξεσκέπασα το πρόσωπό του και μου φάνηκε πως σαν να μου χαμογέλασε. Μικρή η μυτούλα του, μικρούλι το στοματάκι του και κλειστά τα ματάκια του. Μικρή, τοσοδούλα, θα πρέπει να ήταν και η ψυχούλα του, γλίστρησε, έπεσε και χάθηκε. Άνοιξε ένα μικρό λάκκο, πολύ γρήγορα. 

«Να εδώ κοντά στο δέντρο και δίπλα στο μαντρότοιχο. Έξι περίπου μέτρα από την κεντρική είσοδο, είναι η θέση για το πριγκιπόπουλο, πώς τον είπαμε τον μικρούλη; Νικόλαος Ηλίας Βεβαίως…» είπε και άρχισε να καρφώνει το σταυρό. Ο πατέρας, όσο έσκαβε ο εργάτης, κοιτούσε μια τον τάφο και μια το πρόσωπο του μικρούλη μας. Σκέπασε το πρόσωπό του με το μικρό χιονάτο σεντόνι που τον είχε διπλώσει η μάνα και το ακούμπησε με προσοχή στη χωμάτινη κούνια. Ο πατέρας φίλησε την άκρη του μικρού σταυρού και τον πόνο της μάνας μας, τον ακούμπησα κρυφά, στην άκρη του τάφου. 

Ήταν Δεκέμβρης του ’44.