Επειδή την ικμάδα της νιότης μας τη ρούφηξε ο αδηφάγος χρόνος, κι επειδή στης Λήθης τη δροσοπηγή να πιούμε όλοι σκύβουμε το άλαλο νερό της, καλό είναι προτού χαθεί στην καταχνιά η κυρα-Μνημοσύνη, να θυμηθούμε κάποιου Έλληνα τα λόγια τα σοφά, που σαν τα σύκα τα μεστά στάζουν ορθοφροσύνη! 

Στο πολυστέναχτο του Άδη το παλάτι εμείς δεν πάμε, φίλε μου, ούτε θα σεργιανίσουμε σε «τόπους χλοερούς», παραμυθητικούς. Εμείς παιδιά τού Ομήρου είμαστε και, καταπώς ο Ελύτης έλεγε, ζούμε στο ίδιο ανάλλαχτο ομηρικό τοπίο κι έχουμε μες στις φλέβες μας τον Πλάτωνα τον θείο! Της ζωής μας τα νήματα δεν θα τ’ αφήσουμε να τα κρατούν αυτοί που με πελέκια έσπασαν τις μύτες των θεών μας κι έριξαν στους ασβεστοκάμινους λαχταριστά, γυμνά κορμιά της Αφροδίτης! 

Σήμερα εμείς διαλέξαμε στον Κήπο του σοφού Επίκουρου να πάμε. Ίσκιο βαθύ θα βρούμε εκεί κι ανάλαφρο αεράκι («εκεί σκιά τ’ εστί και πνεύμα μέτριον») κάτω από πλάτανο παλιό, σαν κείνον που διαλέξανε ο Φαίδρος και ο Σωκράτης, όταν κουβέντα έπιασαν περί ψυχής και κάλλους. Πάψε τώρα ν’ ακούσουμε ορμήνιες του παππούλη, μπας και νικήσουμε, αδερφέ, τον φόβου του θανάτου!

Η ΣΟΦΙΑ ΟΡΘΗ

«Συνήθιζε να σκέφτεσαι ότι για μας ο θάνατος είναι ένα μηδέν («μηδέν προς ημάς είναι τον θάνατον»), αφού κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στις αισθήσεις («παν αγαθόν και κακόν εν αισθήσει»). Θάνατος σημαίνει να στερηθείς την αίσθηση. Άρα η ορθή γνώση, ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, κάνει πιο απολαυστική τη ζωή μας, που έτσι κι αλλιώς τελειώνει, όχι επειδή προσθέτει σ’ αυτή ατέλειωτο χρόνο, αλλά γιατί η ορθή γνώση μάς απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας («τον της αθανασίας αφειλομένη πόθον»).

»Στη ζωή δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό γι’ αυτόν που πραγματικά έχει καταλάβει ότι δεν είναι κακό το να μη ζεις («μηδέν υπάρχειν εν τω μη ζην δεινόν»). Επομένως, είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την ιδέα ότι έρχεται. Γιατί αυτό που δεν σε στεναχωρεί όταν είναι μπροστά σου, δεν πρέπει να σε στενοχωρεί κι όταν το περιμένεις. 

»Το πιο φρικώδες, λοιπόν, απ’ όλα τα κακά -ο θάνατος- για μας είναι ένα τίποτα, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, δεν υπάρχει αυτός, κι όταν έρχεται αυτός, εμείς φεύγουμε («όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν, όταν δε ο θάνατος παρήι, τόθ’ ημείς ουκ εσμέν»).

»Συνεπώς, ο θάνατος δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς ο θάνατος δεν υπάρχει, ενώ για τον θάνατο δεν υπάρχουν οι ζωντανοί. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι άλλοτε θέλουν ν’ αποφύγουν τον θάνατο, σαν κάτι από τα μεγαλύτερα κακά, κι άλλοτε τον αποζητούν για να απαλλαγούν από τα δεινά της ζωής. 

»Ο σοφός όμως ούτε παραιτείται από τη ζωή ούτε φοβάται το να μη ζει. Γιατί ούτε δυσάρεστη του φαίνεται η ζωή ούτε το να μη ζει το θεωρεί ως κάτι κακό («ούτε δοξάζει κακόν είναί τι το μη ζην»). Κι όπως με το φαγητό, ο σοφός ποτέ δεν προτιμά την ποσότητα, αλλά την ποιότητα, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη αλλά την ευτυχέστερη. Και είναι αφελής όποιος προτρέπει τον μεν νέο να ζει καλά, τον δε γέρο να δώσει καλό τέλος στη ζωή του. Και είναι αφελής όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά γιατί το να ζεις καλά («το καλώς ζην») και το να πεθαίνεις καλά («το καλώς αποθνήσκειν») είναι η ίδια άσκηση. 

»Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς, «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη». Αν το λέει σοβαρολογώντας, τότε γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι αν είναι έτοιμος. Αν όμως το λέει αστειευόμενος, τότε είναι κουφόμυαλος σε θέματα που δεν είναι αστεία».

Ναι, αυτή είναι η ορθή σοφία! Γι’ αυτό ο Νίτσε δήλωσε: «Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο, και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του». 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟ

Ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Λουκρήτιος (1ος π.Χ. αι.) ύμνησε τον Έλληνα σοφό, με τα ακόλουθα λόγια (μετάφραση από τα λατινικά: Π. Οικονόμου):

«Χάμω σερνόταν μπροστά στα μάτια όλων ατιμασμένη η ανθρώπινη ζωή, πλακωμένη από το βάρος της θρησκείας, που από τα ουράνια πρόβαλε την τρομερή της όψη και απειλούσε τους θνητούς. Τότε, πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να υψώσει τα μάτια του τα θνητά καταπάνω της και να της αντισταθεί. 

»Αυτόν δεν τον σταμάτησαν οι κεραυνοί μήτε το απειλητικό μουρμουρητό τ’ ουρανού μήτε τα παραμύθια των θεών. Ίσα-ίσα, που δυνάμωσαν το θάρρος της ψυχής του και τη θέληση να αποτινάξει, πρώτος αυτός, τις κλειδωνιές που σφράγιζαν τα μυστικά της φύσης. Και η ζωντανή ορμή τού νου θριάμβευσε και διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες τ’ ουρανού και περπάτησε το απέραντο Σύμπαν με λογισμό και πνεύμα. 

»Και μας ξανάρθε νικητής για να μας πει τι μπορεί να γενεί και τι όχι, και πώς ορίζεται με νόμους ακλόνητους η δύναμη στο καθετί. Έτσι, με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται η θρησκεία, κι εμάς η νίκη του μας υψώνει στα ουράνια».

Το ίδιο κάνει και σ’ εμάς που ανοίξαμε φτερά χωρίς βιβλία «ιερά», χωρίς αλήθειες «θεόσταλτες» και προφητείες άλλων, χωρίς τα παρακαλετά ανθρώπων θρηνολάλων!