ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ είναι κάποιος που αγαπάει την πατρίδα του και την υπερασπίζεται με θεμιτά μέσα αλλά χωρίς φανατισμό, ιδεοληψίες και μίσος προς άλλα έθνη όπως κάνει ενίοτε ο εθνικιστής (και ακόμη πιο ακραία ο χωρίς λογική σωβινιστής). Τα κοινά σημεία των δύο ιδιοτήτων είναι το δέσιμο με την πατρίδα και η διάθεση να θυσιάσουν πράγματα υπέρ αυτής. Προέκταση και όχι άρνηση του εθνικισμού είναι ο διεθνισμός εκείνος που σέβεται μεν τον πατριωτισμό αλλά επιδιώκει μια πιο ανοικτή κοινωνία, παραμερίζοντας τυχόν εθνικιστικές προκαταλήψεις. Αυτοί είναι βέβαια ορισμοί θεωρητικοί και υπεραπλουστευμένοι.

Στην πράξη όμως, οι γραμμές που χωρίζουν τον πατριώτη από τον εθνικιστή και τον εθνικιστή από τον διεθνιστή είναι συνήθως δυσδιάκριτες επειδή, εκτός από τα κοινά στοιχεία, παρεμβάλλονται και ιστορικοί και συναισθηματικοί παράγοντες (όπως λ.χ. απωθημένα του παρελθόντος, αισθήματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας ενός λαού, φόβοι απειλής κλπ.), η παρουσία των οποίων αποτελεί βασικό κίνητρο για την ανάπτυξη αυτών των ιδιοτήτων. Υπάρχουν δηλαδή ευρείες επικαλύψεις και πολλές αποχρώσεις. Επομένως η διαφοροποίηση με βάση τη λογική του άσπρου – μαύρου δεν μπορεί να ισχύσει ενώ οι αποχρώσεις του γκρίζου είναι πολύ πιο ρεαλιστικές. Αλλιώς δημιουργείται σύγχυση και οι μεν πατριώτες στιγματίζονται από μερικούς ως εθνικιστές και φασίστες οι δε οπαδοί του διεθνισμού ως προδότες. Τα ανάλογα μπορούν να ειπωθούν και για τη διάκριση μεταξύ ιδεολόγων και ιδεοληπτικών.

Όμως, το γκρίζο δεν επιδέχεται δογματισμούς και επιβάλλει τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, διάλογο και διάθεση για συνεννόηση. Ό,τι δηλαδή έλειπε από τις ηγεσίες μας το 1944 και οδήγησε στον εμφύλιο. Και ό,τι έλειψε μετά το 1950 και συντήρησε την πόλωση επί ζημία όλων μας μέχρι και σήμερα. Και τώρα, εικόνες του Χριστού και ηρώων του ’21 αποκαθηλώνονται σε κάποια σχολεία με πρόσχημα «για να μη προκαλούνται οι μουσουλμάνοι μετανάστες»! Τα πατριωτικά ποιήματα στις εθνικές επετείους έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο. Η εθνική ανάταση που διπλασίασε την Ελλάδα το 1912 -’13 και έφερε το έπος της Αλβανίας και την Εθνική Αντίσταση με τις τόσες θυσίες έχει εξατμιστεί. Επειδή λοιπόν τώρα ο πατριωτισμός μας έχει αμβλυνθεί στο όνομα μιας εξωπραγματικής «παγκόσμιας αδελφότητας» που ευνοεί την Παγκοσμιοποίηση και οι εσωτερικές αντιπαλότητες υπερισχύουν, ο μεγάλος χαμένος είναι η ίδια η χώρα, η οποία έχει περιέλθει σε πλήρη αδυναμία και ανυποληψία και πιάστηκε τελείως απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει τις αναμενόμενες και μη προκλήσεις της εποχής.

Και τώρα κάποιοι επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν σωρηδόν τους παράνομους μετανάστες, κάτι που θα αυξήσει την ανεργία και θα βουλιάξει ακόμα περισσότερο τα ασφαλιστικά μας ταμεία. Χώρια η πληθυσμιακή και πολιτισμική αλλοίωση που, σε συνδυασμό με τη δική μας υπογεννητικότητα, θα γίνουν ανεπανόρθωτες. Και η οργάνωση των μεταναστών για ανυπακοή στους ελληνικούς νόμους γίνεται από ολίγους Έλληνες «ακτιβιστές» που αντιδρούν έτσι σπασμωδικά ενάντια σε ένα κόσμο κατανάλωσης χωρίς αρχές και ιδεώδη! Συμφωνούν άραγε οι πολλοί με μια τέτοια εξέλιξη; Μήπως η όλη κατάσταση παραπέμπει σε αυτοκτονικές τάσεις;

Τι έφταιξε λοιπόν;

– Πρώτα απ’ όλα, έφταιξε η απουσία κουλτούρας διαλόγου από την κοινωνία μας, κάτι που θα ‘πρεπε να καλλιεργείται στα σχολεία και να επιδεικνύεται παραδειγματικά στη Βουλή και στα ΜΜΕ. Έτσι, αντί για διάλογο έχουμε μονόλογους που σχεδόν ποτέ δεν συγκλίνουν, κάτι που δεν ευνοεί τις συναινέσεις.

– Έφταιξε, επίσης, η έλλειψη επαρκούς αγάπης για την πατρίδα από πλευράς ηγεσιών. Ως αποτέλεσμα έχουμε π.χ. την απουσία διάθεσης για συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων και των συνδικαλιστικών φορέων για το καλό της χώρας, όσο και αν η κάθε πλευρά αντιλαμβάνεται αυτό το καλό με διαφορετικό τρόπο ή υπόκειται σε κάποια ξένη ή ντόπια παρασκηνιακή επιρροή. Αν γινόταν ουσιαστικός και καλόπιστος διάλογος με σεβασμό προς τη χώρα και τις παραδόσεις της αυτό το εμπόδιο θα υπερπηδούνταν.

– Έφταιξε η ιδεολογική διάβρωση των μαζών από αιθεροβάμονες «ιδεολόγους διεθνιστές» που παίζουν (άθελά τους;) το παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης. Η δράση κάποιων ακραίων οργανώσεων έκανε πολύ κόσμο επιδεκτικότερο από αντίδραση. Ο αμφιλεγόμενος ρόλος των ΜΜΕ υπήρξε και εδώ καθοριστικός.

– Έφταιξε η κυριαρχία του φθόνου και του βολέματος σ’ αυτή την κοινωνία αλλά και η ιδεοληψία που ισοπεδώνουν τα πάντα και δεν αφήνουν περιθώρια για αξιοκρατία.

– Έφταιξαν η προϊούσα υποβάθμιση του υπερτροφικού και εν πολλοίς διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού που δεν έχει συνείδηση αποστολής, ταλαιπωρεί το κοινό και δεν εκσυγχρονίζεται αλλά και η εγκατάλειψη του παραγωγικού ιστού της χώρας.

– Έφταιξε η έλλειψη αξιόλογων ερευνητικών επιτελείων με τεκμηριωμένες μελέτες και προβλέψεις που κανένα κόμμα δεν ευνοεί την ύπαρξή τους γιατί οι ιθύνοντες δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια και τη διαχρονικότητα, αλλά θέλουν μόνο να ελέγχουν συγκυριακά την ενημέρωση και να αυθαιρετούν ανεξέλεγκτα. Έτσι όλα γίνονται στο γόνατο, τα πάντα συνεχώς αλλάζουν με μικροκομματικό πνεύμα, τίποτε δεν εφαρμόζεται με συνέπεια και συγκεκριμένο ρεαλιστικό όραμα δεν υπάρχει.

– Τέλος, έφταιξε η απουσία ειλικρινούς και υπεύθυνης ενημέρωσης του λαού, ο οποίος δεν εμπιστεύεται πλέον κανέναν, προσδοκά το «πριγκιπόπουλο» και ανέχεται ανερμάτιστα και παθητικά τα τεκταινόμενα.

Όλα τα παραπάνω είναι, άμεσα ή έμμεσα, συναρτημένα με την Παιδεία, την οποία πολιτικοί, συνδικαλιστές, αρκετοί εκπαιδευτικοί (στρατευμένοι και μη), σύλλογοι γονέων και ΜΜΕ φρόντισαν να υποβαθμίσουν. Η παρακμή της γλώσσας μας, γραπτής και προφορικής, είναι αδιάψευστος μάρτυρας.

Μια από τις σοβαρές συνέπειες αυτής της χαλάρωσης είναι η απογοήτευση και ο αθρόος ξενιτεμός της νεολαίας μας. Μια άλλη είναι η διάλυση του κράτους που έχει φθάσει μέχρι και στην πώληση απόρρητων πληροφοριών από κάποιους υπαλλήλους έναντι τιμήματος. Μια τρίτη είναι ότι φτάσαμε να μας εκβιάζουν μικρές χώρες στα βόρεια σύνορά μας!

Με άλλα λόγια, θυμίζουμε στρατό με πεσμένο ηθικό, χωρίς σχέδια άμυνας και επίθεσης, χωρίς επιτελεία, με παρωχημένο οπλισμό, χωρίς απόρρητα, με πολλές λιποταξίες και χωρίς στοιχειώδη πειθαρχία. Και έτσι τα πάντα καταρρέουν και η εικόνα μας διαρκώς υποβαθμίζεται και ξεθωριάζει. Και, ως αδύναμος κρίκος, αποτελούμε πρόσφορο έδαφος διαμάχης μεταξύ των «μεγάλων». Και κάποιοι, γείτονες και μη, επωφελούνται.

Θα βρεθούν άραγε εγκαίρως κάποιοι αληθινοί Πατριώτες – Ηγέτες με λογική, γνώση και σθένος για να σταματήσουν τον κατήφορο και να οργανώσουν ανιδιοτελώς και σε σύγχρονες βάσεις αυτή την κοινωνία; Χωρίς ανεύθυνη φλυαρία αλλά κυρίως με πράξεις και σοβαρότητα; Και θα προλάβει να μάθει κάποτε αυτός ο λαός να εκτιμά την αξιοκρατία, τη συλλογικότητα και τον διάλογο και να ψηφίζει με βάση την αγάπη προς τη χώρα, τον κοινό νου και τα έργα των υποψηφίων και όχι με βάση το μικροσυμφέρον, το συναίσθημα και τις φαύλες υποσχέσεις;