Το ουσιαστικά άγνωστο στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό αγγλόγλωσσο βιβλίο της Ελένης Βλάχου με τίτλο House Arrest («Κατ’ οίκον κράτηση») που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Andre Deutsch στο Λονδίνο το 1970, παρέμενε γύρω στα 35 χρόνια υπομονετικά στα ράφια της βιβλιοθήκης μου ώσπου να δεήσω κάποια στιγμή να το ανοίξω και μελετήσω. Επειδή, ούτως ή άλλως, σχεδόν κάθε Απρίλη έκανα κάποιο αφιέρωμα σε ελλαδικό ή ομογενειακό έντυπο αναφορικά με τη μαύρη επέτειο της επάρατης χούντας των συνταγματαρχών, πάντα θυμόμουν την υποχρέωσή μου να ασχοληθώ και με το συγκεκριμένο βιβλίο. Δυστυχώς άλλες επείγουσες υποχρεώσεις και/ή γεγονότα με ανάγκαζαν κάθε φορά να το αναβάλλω. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσα ότι έπρεπε να εξοφλήσω οπωσδήποτε αυτή μου την υποχρέωση. Ίσως επειδή η περιπέτεια με τη δικτατορία είχε εξάψει το φαντασιακό της νεαρής μου ηλικίας, καθότι ζούσα εκτός Ελλάδας. Ίσως επειδή λίγο έλειψε να έχω κι εγώ μπλεξίματα με τη λογοκρισία εξαιτίας ενός παρθενικού αντιστασιακού βιβλίου μου (από τα πρώτα που κυκλοφόρησαν χωρίς σφραγίδα λογοκρισίας, αμέσως μετά την πτώση των συνταγματαρχών – αναφέρομαι στη νουβέλα «Ναυάγησε το SOS» που κυκλοφόρησε από τον «Σείριο» στην Αθήνα, τον Σεπτέμβρη του 1974). Ίσως επειδή είχα ασχοληθεί με μια μεταπτυχιακή μελέτη για τη δικτατορία («Η αντιστασιακή λογοτεχνία της επταετίας», η οποία παραμένει ακόμα ανέκδοτη, λόγω έλλειψης χρόνου να τη «φρεσκάρω» λίγο, αν και επανειλημμένα μου ζήτησαν να την εκδώσουν δύο φίλοι εκδότες). Τέλος, ίσως επειδή είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά την συγγραφέα του House Arrest κ. Ελένη Βλάχου. Γι’ αυτό και φέτος νιώθω δικαιολογημένα συγκινημένος και χαρούμενος που μετά τόσες δεκαετίες πραγματοποιώ επιτέλους εκείνο το υπεσχημένο (στον εαυτό μου) αφιέρωμα.

Κατ’ αρχήν να πω ότι το εν λόγω βιβλίο, εκτός απ’ το περιεχόμενό του, ακόμη και ως σκέτο αντικείμενο παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Είναι χαρτόδετο (paperback), χρώματος σκούρο λαδί, εμφανισιακά απέριττο (με τρία μόνο στοιχεία στο εξώφυλλο -τον τίτλο στο πάνω μέρος, με παχιά μαύρα κεφαλαία, το ονοματεπώνυμο της συγγραφέως στη μέση, με ελαφρώς μικρότερα κεφαλαία, και το όνομα του εκδότη στο κάτω μέρος με μικρότερα κεφαλαία, ενώ το πλαίσιο των εξωφύλλων έχει σκουροκιτρινίσει σε βαθμό που δύσκολα αποκρύπτει την προκεχωρημένη ηλικία του. Το βιβλίο αποτελείται από 158 πυκνοτυπωμένες (σε χοντρό, άγριο, απορροφητικό χαρτί) σελίδες, και είναι προϊόν λινοτυπικής- εξού και τα (ευτυχώς λίγα) τυπογραφικά λάθη (μπερδεμένες σειρές) και άλλα παροράματα. Τέλος, οι σελίδες του κειμένου, το οποίο συνοδεύεται από πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο της συγγραφέως, καθώς τις ξεφυλλίζεις αναδύουν, μετά από τόσες δεκαετίες, μια περίεργη όσο και σπάνια αρωματική οσμή – κάτι σαν μυστηριώδες μύρο…

Τα προαναφερθέντα και μόνο αρκούν, υποθέτω, για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι πρόκειται για ένα δυσεύρετο και σπάνιο βιβλίο-αντίκα (αναφέρομαι ασφαλώς στην πρώτη του έκδοση – γιατί έχει γίνει και μία επανέκδοση), χωρίς να συνυπολογίσουμε την όποια αξία του περιεχομένου του και τη βαριά υπογραφή της συγγραφέως που το συνοδεύει. Αν τώρα σ’ όλα αυτά ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι το εν λόγω απόκτημα (που κοσμεί την προσωπική μου βιβλιοθήκη των περίπου 10.000 τόμων) έπεσε στα χέρια μου με περιπετειώδη, λαθραίο τρόπο, δεν δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς την ανυπολόγιστη (ιστορική και, κυρίως, συναισθηματική) αξία του πονήματος αυτού για τον γράφοντα.

Το βιβλίο αποτελείται από τα εξής τέσσερα κεφάλαια: (i) «’Δεν χρειαζόμαστε ένταλμα έρευνας’ – Αθήνα, 4 Οκτωβρίου, 1967». Σ’ αυτό το πρώτο σύντομο κεφάλαιο περιγράφεται η επιδρομή της Ασφάλειας στο διαμέρισμα της Ελένης Βλάχου. Για να το ερευνήσουν και να τους ανακοινώσουν (στην ίδια και τον σύζυγό της) ότι από εκείνη την ημέρα βρίσκονταν υπό κατ’ οίκον κράτηση. Κι αυτό ως προειδοποίηση αλλά και αντίποινα για την απόφαση της γνωστής εκδότριας να αναστείλει επ’ αόριστον την έκδοση των εφημερίδων της, αντιδρώντας έτσι στη λογοκρισία.

(ii) «Πέντε Μήνες Νωρίτερα – Αθήνα, 21 Απριλίου, 1967». Εδώ γίνεται μια αναδρομή για το τι μεσολάβησε από την αναπάντεχη επιβολή της δικτατορίας, που ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, έως την ημέρα της επίσημης ανακοίνωσης από το καθεστώς ότι η ιδιοκτήτρια της «Καθημερινής» είχε πλέον στοχοποιηθεί και βρισκόταν υπό κατ’ οίκον κράτηση.

(iii) «Καιρός Ανάπαυλας και Σκέψης – 7 Οκτωβρίου, 1967». Σ’ αυτό το εκτενέστερο κεφάλαιο η συγγραφέας περιγράφει λεπτομερειακά πώς περνάνε, μαζί με τον σύζυγό της, τον ελεύθερο χρόνο τους φυλακισμένοι μες στο διαμέρισμά τους που φρουρείται και παρακολουθείται από τις αρχές επί 24ώρου βάσεως. Με την τακτική του καρότου και του μαστίγιου οι αρχές ευελπιστούν ότι θα νουθετήσουν το ζεύγος προκειμένου να ανανήψουν και επανακυκλοφορήσουν τουλάχιστον την ιστορική «Καθημερινή», αναγνωρίζοντας έτσι το δικτατορικό καθεστώς. Επιπλέον η συγγραφέας, επ’ευκαιρία αυτής της αναγκαστικής αγρανάπαυσης, δράττεται της ευκαιρίας, εκτός απ’ τις προσωπικές της περιπέτειες και τη σύγκρουσή της με τη χούντα, να μιλήσει γενικότερα για την εν γένει κατάσταση στην Ελλάδα, πριν και μετά την επιβολή της δικτατορίας, τη δική της προϊστορία (προσωπική και οικογενειακή), αλλά και τον ευρύτερο ρόλο που διεδραμάτισε η ίδια και το συγκρότημά της στο κοινωνικο-πολιτικο-πολιτισμικό γίγνεσθαι – πάντα υπό το πρίσμα των προσωπικών βιωμάτων και της κοσμοθεωρίας της. Έτσι, λ.χ. μιλάει για τη σχέση της με το Παλάτι (ιδίως με τη Βασίλισσα Φρειδερίκη), κάποια σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα (Παπάγο, Κ. Καραμανλή), τον εφοπλιστικό κόσμο (Ωνάση, Νιάρχο) καθώς και διάφορες κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής ζωής (επιστήμονες, καλλιτέχνες) που διαμόρφωσαν κι επηρέασαν ανεξίτηλα τον ελληνικό βίο, αλλά και για κορυφαίους ξένους παράγοντες που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με την Ελλάδα.

Σ’ αυτό το σημείο ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει τις εμμονές της συγγραφέως με τους ξένους, κάτι που αποτελεί μόνιμο σχεδόν φόντο και σημείο αναφοράς (είτε πρόκειται για τη στήριξη των ΗΠΑ στη χούντα, είτε για τον διαμεσολαβητικό ρόλο του περιβόητου Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάππας, είτε για τα πολλά ταξίδια της εκδότριας στο εξωτερικό (Ρωσία, Σιδηρούν Παραπέτασμα, και αλλαχού). Παντού και πάντα η Ελλάδα και οι Έλληνες ορώνται, προσεγγίζονται και ερμηνεύονται σε σχέση, αντιπαράθεση, και αλληλεξάρτηση με τους ξένους, και σπανίως ως αυθύπαρκτες οντότητες. Πράγμα που προφανώς λέει πολλά («speaks volumes», όπως θα έλεγε και η αγγλόφων κ. Βλάχου) για τις εκπαιδευτικές και πολιτισμικές καταβολές και την ευρύτερη κοσμοθεωρία της ίδιας. Βέβαια, απ’ το εν λόγω κεφάλαιο δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι εικασίες για το τι μέλλει γενέσθαι, αναφορικά με την ανώμαλη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

(iv) «Δεν Υπάρχει Άλλο Τίποτα Να Περιμένεις – Αθήνα, Δεκέμβριος, 1967». Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται στην οριστική απόφαση της συγγραφέως να δραπετεύσει μυστικά από την Ελλάδα (μεταμφιεσμένη και με πλαστό διαβατήριο) – καθώς διαπίστωνε ότι η δικτατορία δεν επρόκειτο να πέσει σύντομα – ξεκινώντας απ’ το εξωτερικό την αντιδικτατορική της δράση, με σκοπό την ενημέρωση της κοινής γνώμης για την ανελευθερία και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα και την τελική ανατροπή της χούντας.

Πρόκειται, λοιπόν, για το πιο προσωπικό κι εξομολογητικό βιβλίο της συγγραφέως σε μια κρισιμότατη για την ίδια και το έθνος συγκυρία. Και, βέβαια, για μια απ’ τις πρώτες, καίριες μαρτυρίες, κι ένα απ’ τα αυθεντικότερα ντοκουμέντα αναφορικά με την επιβολή της δικτατορίας και τα παρεπόμενά της για τη χώρα και το λαό. Κι όλα αυτά από την πένα της γνωστότερης κι επιφανέστερης, ίσως, μορφής της ελληνικής δημοσιογραφίας. Ωστόσο, ένα πάντα φλέγον ερώτημα, σχετικά με το εν λόγω βιβλίο, υπήρξε το εξής: Γιατί η συγγραφέας του δεν θέλησε ποτέ να μεταφραστεί στα ελληνικά και να κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα; Ορισμένες πιθανές απαντήσεις θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες:

Επειδή εξαρχής παραλήπτης του βιβλίου ήταν το ξένο αναγνωστικό κοινό (αφού κυκλοφόρησε στην Αγγλία τρία χρόνια μετά τη βίαιη άνοδο της χούντας στην εξουσία) δεν είχε νόημα να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα – πράγμα αδύνατον, άλλωστε, λόγω της λογοκρισίας. Εξίσου όμως δεν είχε νόημα να κυκλοφορήσει και μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 (όταν η συγγραφέας επαναπατρίστηκε και επανακυκλοφόρησε τις εφημερίδες της) για τον απλούστατο λόγο ότι ο αντιστασιακός χαρακτήρας του βιβλίου το καθιστούσε πλέον ανεπίκαιρο. Ένας ακόμη πιθανότερος λόγος είναι ότι η συγγραφέας, με τη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφωνόταν μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα, το θεωρούσε ανώφελο, ίσως κι επιζήμιο (για την ίδια και τον τόπο) να αρχίσει να ξύνει πληγές που, αν και παλιές, παρέμεναν ακόμη νωπές. Ενδεχομένως να φοβόταν ότι η κυκλοφορία μιας τόσο προσωπικής κι αιχμηρής αυτοεξομολογητικής κατάθεσης (για πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις) θα έριχνε λάδι στη φωτιά, και μάλιστα σε μια εποχή που επέβαλε, αν όχι τη λήθη, τουλάχιστον την καταλαγή των πολιτικών παθών και τη συμφιλίωση. Το εν λόγω βιβλίο, άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, γράφτηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε απευθυνόμενο σε ξένο κοινό, σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, για πολύ συγκεκριμένους λόγους και σκοπούς, τους οποίους επέβαλαν οι τότε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.

Για όλους τους παραπάνω λόγους η Ελένη Βλάχου απέφευγε να γνωστοποιήσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό όσα «intimate» εκμυστηρεύτηκε αυθόρμητα εκείνη τη δεδομένη στιγμή της αυτοεξορίας της στο αγγλόφωνο κοινό. Ίσως επειδή υποψιαζόταν ότι θα παρερμηνεύονταν τα γραπτά της και ότι θα παρεξηγείτο. Εξ ου και η φιλοσοφία της: «τα εν (ελλαδικό) οίκο μη εν (ξένο) δήμο».

Ωστόσο, το συγκεκριμένο αγγλόγλωσσο πόνημα είναι όχι απλώς ενδιαφέρον αλλά και πολύτιμο για τις άγνωστες πληροφορίες που κομίζει. Εξ ου και, με την παρέλευση κοντά μισού αιώνα (46 ετών για την ακρίβεια), το ελλαδικό αναγνωστικό κοινό δικαιούται επιτέλους να έχει πρόσβαση σε μια ελληνική έκδοση αυτού του ιστορικού κι εμβληματικού βιβλίου. Κι αυτό, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα την ίδια τη συγγραφέα ως σημαίνοντα παράγοντα του δημόσιου βίου, και να αξιολογήσει αντικειμενικότερα τον τεράστιο ρολο που διεδραμάτισε επί δεκαετίες το ιστορικό συγκρότημά της στη χώρα, αλλά και τη στάση της απέναντι στη δικτατορία.

Τέλος, επειδή έχω ήδη γράψει παλαιότερα για την κ. Ελένη Βλάχου, τη γνωριμία και σχέση μου μαζί της (βλ. «Ελένη Βλάχου: Μια «Κυρία άπαξ και δια παντός…»», «Νέος Κόσμος», 10.05.1999), θεώρησα ότι δεν υπάρχει ιδανικότερος τρόπος για να κλείσω αυτό το ταπεινό αφιέρωμα για την αντιδικτατορική της στάση, απ’ το να παραθέσω ένα παλαιότερο, πλην εύγλωττο κείμενο ενός συγγραφέα αριστερών αποκλίσεων -του ομότεχνου και φίλου Βασίλη Βασιλικού- ο οποίος σημείωνε χαρακτηριστικά:

«Η κυρία Ελένη Βλάχου ήταν απ’ τους ανθρώπους που διαφοροποιήθηκε με τη χούντα. Αλλιώς βγήκε απ’ την Ελλάδα κι αλλιώς επέστρεψε. Για μας, όταν κατηγόρησε το ΝΑΤΟ σαν υπεύθυνο για τη δικτατορία, υπήρξε μεγάλη ανακούφιση. Να, είπαμε, δεν το λέμε μόνο εμείς. Το λένε και οι ίδιοι, οι «δεξιοί». Η κυρία Βλάχου υπήρξε σημαντικό κεφάλαιο του αγώνα. Χτύπησε εκεί που πονούσε. Την είχα ακούσει στο Συνέδριο των Αντιδικτατορικών Επιτροπών, τον Απρίλη του ’72, στο Παρίσι, να λέει σε στενό κύκλο ακροατών: «Επιτέλους, τι πολιτισμός. Τι πρόοδος. Πρώτη φορά μεταξύ Ελλήνων επικρατεί τέτοια αβρότητα, τέτοια μειωμένη αντιδικία. Γίναμε κι εμείς Ευρωπαίοι;» Δεν ήταν αυτά τα λόγια της ακριβώς, αλλά περίπου το νόημά τους. Κυρία της αστικής τάξης, πιστή στα ιδανικά της, ήθελε και θέλει να βγει η Ελλάδα απ’ τον βαλκανικό υποσιτισμό και να λογαριαστεί στη χορεία των πολιτισμένων κρατών της Ευρώπης, χωρίς για να γίνει αυτό καμιά οικονομική ανακατάταξη. Πράγμα φυσικά αδύνατο. Έτσι η παρατήρησή της εκείνη δεν είχε άλλη έννοια απ’ το πως ντρεσαρίστηκε. Γιατί δεν φτάνει κανείς νάναι αντιφασίστας για νάναι προοδευτικός. Η περίοδος της χούντας, μια απ’ τις καθυστερήσεις που επέφερε ήταν κι αυτή ακριβώς: να αιστανθεί άνετα το παλιό κατεστημένο με την αντίθεσή του προς αυτή. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ που λέγαμε, όπου αναβαπτιζόμενη η Δεξιά αποπλύνεται απ’ τα αμαρτήματά της. Άλλο όμως η πολιτική κι άλλο το επάγγελμα. Εκεί, βγάζω το καπέλο μου στην κυρία Βλάχου. Τόκλεισε το μαγαζί την 21η Απριλίου 1967 αποζημιώνοντας το προσωπικό της. Κι όταν το ξανάνοιξε, εφτάμισυ χρόνια μετά, δεν παύει σε κάθε σελίδα να θυμίζει τη «μαύρη επταετία». Αληθινά αντιχουντική εφημερίδα η «Καθημερινή» κατοπτρίζει τους μεταβολισμούς μιας ολόκληρης κοινωνίας. Κρίμα που η κυκλοφορία της δεν είναι πιο ψηλά. Τ’ αξίζει. «Με την κυρία ασχολούμαι άπαξ και διά παντός» δήλωσε ο Παττακός το ’68. Εγώ θα επανέλθω» (Από το βιβλίο «Πορτραίτα», εκδ. Εστίας, Αθήνα, 1976).

(Σημ.: Όλες οι μεταφράσεις από τα Αγγλικά είναι του υποφαινόμενου)