Ω φιλοπότη μου εσύ, Διόνυσε, κισσοστεφανωμένε! Φέρε λίγο ψωμοτύρι και κρασί σ’ ένα κρωντήρι να ταΐσω τους εργάτες, που με ηλιοκαμένες πλάτες γύρω απ’ το πατητήρι τρώγονται σαν άγριες γάτες και χαλνούν το πανηγύρι. Φέρε και οίνο άκρατο, φλογάτο, για τον Μέγα Αρχοντογάτο, τον διθύραμβο να πλέξει πριν τον οίστρο του τον κλέψει κάποια ιέρεια ζουμ(ερ)ή!

Και σαν είδα τον κρατήρα με αγνό κρασί γεμάτο, πάλι εγώ τον λόγο πήρα και τραγούδι είπα κεφάτο: 

Ρουφώντας κούπες μ’ ένθεο κρασί γλυκό κι ανέρωτο, ο νους ξεχνά κάθε καημό και πόθο αφανέρωτο! Γι’ αυτό, θεέ, σου φτιάξαμε ετούτο εδώ το επώνυμο: Διόνυσος ο «Λύσιος» (κρασοπατέρας γνήσιος με άγιο μεθύσι, μόνιμο!). 

Ω Λύσιε Διόνυσε, θεέ εσύ φιλάμπελε, φύλακας της χαράς κι αρχάγγελε, λύσε τις στενοχώριες μας κι άδειασε τα… νεφρά μας, όταν ο έρωτας γυμνός γέρνει στα βλέφαρά μας! Κι εσύ, αδικοκεραυνόπληκτη, αρχόντισσα Σεμέλη, όσο θα έχουμε κρασί και δυο σταγόνες μέλι, τον γιο σου θα θυμόμαστε και το δικό του αμπέλι… 

Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Ο Διόνυσος, αφού πρώτα ανατράφηκε από τις Νύμφες στην ορεινή Νύσα (Δίας + Νύσα = Διόνυσος), τελικά βρέθηκε στην Αιτωλία. Εκεί τον υποδέχτηκε ο βασιλιάς Οινέας. Ο θεός, για να ανταποδώσει τη φιλοξενία, παρέδωσε στον Οινέα το πρώτο κλήμα να το φυτέψει. Έτσι αρχίζει η πρώτη αμπελοκαλλιέργεια. 

Αλλά η Αττική ζηλεύει: θέλει κι αυτή να έχει τα πρωτεία της αμπελοκαλλιέργειας. Έτσι ο Ίκαρος υποδέχεται κι αυτός με αγάπη τον Διόνυσο. Ο Διόνυσος του ανταποδίδει την αγάπη, χαρίζοντάς του ένα κλήμα και δείχνοντάς του πώς να φτιάχνει κρασί. 

Χαρακτηριστικό της διονυσιακής λατρείας ήταν η έκσταση (στάση εκτός εαυτού), που φτάνει κανείς σ’ αυτή πίνοντας κρασί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό ήταν το «οργιάζειν» (όχι με τη σημερινή σημασία της λέξης). Στα όργια έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες, που αποτελούσαν τους λεγόμενους «θιάσους» του Διόνυσου. 

Οι γυναίκες αυτές («Μαινάδες» ή «Βάκχες»), κρατώντας στο ένα χέρι αναμμένο πυρσό και στο άλλο τον «θύρσο» (ραβδί από καλάμι που στην άκρη του έφερε αμπελόφυλλα, κισσό κι ένα κουκουνάρι), ανέβαιναν τις νύχτες στις κορυφές των βουνών και χόρευαν εκστατικά στους ήχους τυμπάνων και αυλών, μέχρι που σωριάζονταν κάτω. Πιστεύοντας ότι ο θεός είχε ενσαρκωθεί σε κάποιο ζώο, όποιο αγρίμι έπιαναν, το ξέσχιζαν με τα χέρια τους κι έτρωγαν τις σάρκες του ωμές (ωμοφαγία). Έτσι, τρώγοντας τη σάρκα και πίνοντας το αίμα τού ενσαρκωμένου θεού, «κοινωνούσαν» με αυτόν, συμβολισμός που αργότερα πέρασε και στον Χριστιανισμό («λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου… πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γαρ εστί το αίμα μου»). 

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΣΤΟ ΝΕΟ

Πώς όμως οι Έλληνες πήδησαν από το παλαιό στο νέο, δηλ. από τον Διόνυσο στον Χριστό; Εδώ θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, που χρόνια τώρα κοντοποδαροχορεύουν μεθυσμένες στη στενή μου μυαλοθήκη!

Κάποτε ένας γλωσσικά εξελληνισμένος Ιουδαίος, ονόματι Παύλος, βρέθηκε στην Αθήνα. Αφού πρώτα πήγε στη συναγωγή των Ιουδαίων, μετά επισκέφτηκε την αγορά της πόλης. Εκεί είδε πολλά αγάλματα («κατείδωλον ούσαν την πόλιν») κι έπαθε παροξυσμό («παρωξύνετο το πνεύμα»). Ανέβηκε στον Άρειο Πάγο (στον βράχο του θεού Άρη) κι άρχισε να ομιλεί, λέγοντας ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός που έφτιαξε τον κόσμο, κι ένας Υιός Θεάνθρωπος που θα κρίνει τον κόσμο. Αυτός ο κριτής σταυρώθηκε, πέθανε, αναστήθηκε, ανέβηκε ψηλά στον ουρανό και θα έρθει πάλι, πολύ σύντομα, να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους. Το όνομά του είναι Ιησούς Χριστός.

Μέχρι εδώ καλά. Κάποιος Αθηναίος, ονόματι Διονύσιος («γιος Διόνυσου»), που ήταν και Αρεοπαγίτης δικαστής, ασπάστηκε την καινούργια ιδέα. Αργότερα η Εκκλησία θα τον αναγνωρίσει ως «άγιο» και θα τον ανακηρύξει πολιούχο της Αθήνας, εκτοπίζοντας τη θεά Αθηνά από τη δική της πόλη. Ωστόσο, κάποιοι επικούρειοι και στωικοί δεν συγκινήθηκαν από το κήρυγμα: αποκάλεσαν τον ομιλητή «σπερμολόγο» (φλύαρο) και του ζήτησαν να ξαναπεράσει – όπερ ουκ εγένετο, αλλά έγινε το πρώτο βήμα για τη μετάβαση από το παλαιό στο νέο. 

Λίγο αργότερα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αφού πρώτα εγκαταλείπει την αλιευτική επιχείρηση του πατέρα του, βρίσκει καιρό και γράφει το ομώνυμο Ευαγγέλιο, στο οποίο βάζει τον Ιησού να λέει: «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» (15:1). Αυτό ήταν το δεύτερο βήμα. Όμως χρειάζονταν και άλλα, πιο μεγάλα και πιο εντυπωσιακά βήματα.

Ο Ιησούς, ως «αληθινή άμπελος», αγαπά κι αυτός πάρα πολύ τον ένθεο οίνο, έχοντας αναγνωρίσει ως γεωργό τον επουράνιο πατέρα του («ο πατήρ μου ο γεωργός εστίν»). Σε κάποιον γάμο κάνει το πρώτο του θαύμα («αρχήν των σημείων»): μετατρέπει το νερό σε εξαιρετικής ποιότητας κρασί. Έτσι, λίγο μετά, η νεοϊδρυθείσα θρησκεία οικειοποιείται όχι μόνο το κρασί, αλλά και το πλέον βασικό σύμβολο του Διόνυσου: το κλήμα. Γι’ αυτό σήμερα βλέπουμε σε όλα τα ξυλόγλυπτα εικονοστάσια των εκκλησιών (αλλά και αλλού) να δεσπόζει η κληματόβεργα και το σταφύλι. 

Όμως, παρόλα αυτά, η μετάβαση από τον Διόνυσο στον Χριστό δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα, πολλά στοιχεία του διονυσιακού λατρευτικού τυπικού κρατούσαν γερά, όπως λ.χ. η χρήση διονυσιακών προσωπείων, η επίκληση του ονόματος του Διόνυσου στα πατητήρια όπου πατούσαν τα σταφύλια και η χαρούμενη επιφώνηση «ευοί, ευοί, ευαί, ευάν» κ.ά. Έτσι, στους Κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691 μ.Χ.), διαβάζουμε: «Αλλά μήτε προσωπεία κωμικά, ή σατυρικά, ή τραγικά υποδύεσθαι. Μήτε το του βδελυκτού Διονύσου όνομα, την σταφυλήν εκθλίβοντας εν ταις ληνοίς, επιβοάν. Μηδέ τον οίνον εν τοις πίθοις επιχέοντας γέλωτα επικινείν» (Κανόνας 62). 

Τέλος, θα τολμήσω να πω ότι ακόμη και σήμερα οι χριστιανοί δεν έχουν πλήρως απαλλαγεί από τον Διόνυσο: ο θεός της μέθης και της χαράς είναι ακόμη παρών στα αποκριάτικα έθιμα, στις καρναβαλικές παρελάσεις, στις θεατρικές παραστάσεις. Ευοί, ευοί, ευαί, ευάν!