Αρχικά σκεφτόμουν να πηγαίναμε με τον κ. Ανδρέα Βγενόπουλο για φαγητό κάπου στη Βαλαωρίτου.
 «Και γιατί δεν πηγαίνετε σε κάποιο δικό μας εστιατόριο;», με ρώτησε συνεργάτης του.
 «Γιατί, έχετε κι εστιατόριο;» τον ρώτησα.

 «Βεβαίως», μου λέει και μου αναφέρει ένα στο Θησείο κι ένα στην πλατεία Συντάγματος. Η επιλογή τελικώς αποδείχθηκε λεπτομέρεια.
Η διαπραγμάτευση για το κλείσιμο του ραντεβού ήταν σαφώς δυσκολότερη. Τη δεύτερη φορά που του τηλεφώνησα, (τη Δευτέρα, πριν από την 28η Οκτωβρίου), με ρώτησε «ποιον θα έχετε την επόμενη Κυριακή;».

 «Τον Θανάση Βέγγο», του απάντησα. «Α, ωραία, κοντά είμαστε. Κι εγώ είμαι ο Βέγγος των επιχειρήσεων, έτσι όπως τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ» μου είπε.
Κυριολεκτικά. Ο κ. Βγενόπουλος είναι μια μάλλον ιδιόρρυθμη περίπτωση. Το καθημερινό πρωινό εγερτήριο σημαίνει στις 5.00. Στις 6.00 κατεβαίνει την Κηφισίας, στις 6.30 είναι στο γραφείο. Στις 7.00 ανάβει το πρώτο πούρο…

Που τον βλέπω να το κρατά όταν μπαίνω στον «Κουρσάρο», της Δροσιάς, όπου κλείσθηκε τελικώς το ραντεβού για την Τετάρτη το μεσημέρι. Τον ρωτάω αν είναι το στέκι του. «Γενικά, δεν βγαίνω συχνά. Κανένα Σάββατο ή Κυριακή μεσημέρι, με τα παιδιά ερχόμαστε». Κατά τα άλλα, τις καθημερινές μένει στο γραφείο μέχρι τις 8.00 το βράδυ. Πρόγραμμα που σηκώνει κοινότοπες ερωτήσεις του τύπου «αν ξαναρχίζατε θα το ξανακάνατε»;
 «Αναλόγως» απαντά. «Αν γυρίζαμε πολλά χρόνια πριν, έντεκα ας πούμε, όταν πρωτοξεκίναγε η Marfin, θα απαντούσα μάλλον αρνητικά». Ενδιαφέρον, αλλά υπό ποία έννοια; Υπό την έννοια ότι «όσα πέτυχα, σε σχέση με όσα θυσίασα, δεν έχουν σωστή αντιστοιχία», μονολογεί περισσότερο παρά απαντά. Ενδεχομένως είναι θέμα στόχων, θέμα χαρακτήρα. «Όταν ξεκίνησα, ο πήχυς ήταν αρκετά χαμηλά, αλλά λόγω και του δικού μου ανταγωνιστικού χαρακτήρα, στον πόλεμο που έγινε, υπήρχε πάντα μια δική μου αντίδραση να κάνω ολοένα και περισσότερα πράγματα».

Το θέμα είναι πάντα ένα: Μέχρι πότε. «Η επιχειρηματική μου δραστηριότητα με καλύπτει απόλυτα, τουλάχιστον γι’ αυτή την περίοδο». Κάπου εδώ αρχίζουν οι λογικές φιλοσοφικές αναζητήσεις. «Κάνεις κάτι για όσο καιρό θεωρείς ότι σε καλύπτει». Και μετά η αποχώρηση; «Τέτοιο θέμα, αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται. Εγώ είμαι επικεφαλής της MIG, απολαμβάνω της απολύτου εμπιστοσύνης των μετόχων μου. Για όσο καιρό διαρκεί αυτό, προφανώς δεν τίθεται θέμα αποχώρησής μου. Αυτό μπορεί να κρατήσει άλλα 20 χρόνια, αλλά μπορεί να κρατήσει κι άλλη μια μέρα. Ποτέ στη ζωή δεν ξέρεις ποιες μπορεί να είναι οι εξελίξεις».

Ζητούμενο είναι βεβαίως αν αυτό το έλεγε και πριν από έντεκα χρόνια. «Το έλεγα από την πρώτη στιγμή. Αυτή τη στιγμή, είμαστε μια εισηγμένη εταιρεία και οι μέτοχοι βλέπουν ότι η επένδυσή τους παρουσιάζει κάποιες υποαξίες. Εγώ πιστεύω ότι ο όμιλος είναι τοποθετημένος με έναν τέτοιο τρόπο που, όταν το κλίμα βελτιωθεί, οι υποαξίες θα γίνουν υπεραξίες. Όσο οι μέτοχοι συμφωνούν με αυτή την πολιτική, προφανώς θα είμαι επικεφαλής του ομίλου».

ΔΕΝ ΘΑ ΠΟΥΛΗΣΩ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Υπάρχουν πάντα και οι μέσες λύσεις. Όπως αυτή της πώλησης κάποιων εταιρειών του ομίλου. «Τα τελευταία έντεκα χρόνια έχω κάνει μόνο αγορές και δεν έχω αποεπενδύσει από κανέναν από τους βασικούς τομείς. Δεν θα το κάνω ούτε τώρα». Κάπως έτσι, όμως, έφτασε η MIG να έχει από γάλατα έως αεροπλάνα. «Για μένα η Ολυμπιακή είναι η πρόσφατη μεγάλη επένδυση που κάναμε. Και δεν κάνω γι’ αυτή δεύτερες σκέψεις. Την αντιμετωπίζω ως καθήκον προς την κοινωνία, εκτός από μακροπρόθεσμη επένδυση. Κι όταν κάνεις το καθήκον σου, δεν πρέπει να μετανιώνεις». Το ενδεχόμενο εισόδου του κράτους στο μετοχικό της κεφάλαιο υπάρχει όντως; «Ο κ.Παπανδρέου μου είχε πει ότι η δική του λογική δεν προβλέπει επανακρατικοποίηση, αλλά την αγορά ενός ποσοστού μέχρι 30%. Από εκεί και πέρα είναι θέμα του τι θέλει και τι δεν θέλει η κυβέρνηση. Δεν είναι θέμα δικό μου».

Είναι όμως θέμα του η Vivartia, που του καταμαρτυρούν ότι την αγόρασε ακριβά. «Όποιες αγορές έγιναν το 2007 και το 2008 σε σχέση με τις μετέπειτα εξελίξεις ήταν ακριβές», λέει. «Δεν είχα όμως τη δυνατότητα να την αγοράσω τότε φθηνότερα. Τη στιγμή που το έκανα θεώρησα ότι ήταν το σωστό και στην πορεία θα δικαιωθώ».
Απωθημένα στις δουλειές υπάρχουν; «Όχι». Ο ΟΤΕ; «Ο τότε υπουργός Οικονομίας δεν μας ήθελε. Αντί να μπούμε σε δικαστικό αγώνα, που θα εξέθετε και τη χώρα, επιλέξαμε να αποεπενδύσουμε αποκομίζοντας και σημαντικά κέρδη».

Ούτε οι τράπεζες; «Χρειαζόμαστε λιγότερες, μεγαλύτερες και ισχυρότερες. Το πρόβλημα που υπάρχει εδώ είναι ότι κάθε μία έχει τους μετόχους της και τη διοίκησή της και στις συζητήσεις που γίνονται ανακύπτουν θέματα που δεν ξεπερνιούνται εύκολα…»

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΗΔΗ ΣΕ ΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ

Στο μείζον θέμα της δημοσιονομικής κατάστασης, το σχόλιο δεν είναι ένα «ανησυχώ», αλλά ένα (περίπου) «δυστυχώς πτωχεύσαμε». Για τον κ. Βγενόπουλο «η ελληνική οικονομία βρίσκεται ήδη σε ένα πρώτο στάδιο πτώχευσης». Πώς μεταφράζεται αυτό; «Πρακτικά συνεπάγεται ότι οι εξουσίες, σταδιακά, αρχίζουν να μεταβιβάζονται σε άλλα όργανα. Εν προκειμένω, εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε αποφάσεις χωρίς την έγκριση ευρωπαϊκών οργάνων». Κι αν συνεχισθεί αυτή η πορεία; «Τότε θα περάσουμε σε ένα δεύτερο στάδιο, στο οποίο δεν θα έχουμε την ευελιξία να πληρώνουμε το δημόσιο χρέος μας με ευνοϊκούς όρους και οι τράπεζες δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε τα ομόλογα για άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ. Αυτό αν συμβεί, θα είναι καταστροφικό».
Υπό μια έννοια, όλα όσα περιγράφονται παραπάνω συνιστούν ακραίες καταστάσεις. «Είναι πιθανό να ζήσουμε ακραίες καταστάσεις κατά τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς, οπότε και η Ε.Ε. θα πρέπει να πάρει αποφάσεις για το πώς θα χειριστεί περιπτώσεις σαν τη δική μας».

Υπάρχει τελικώς κάτι για το οποίο κάποιος μπορεί να αισιοδοξεί; Αν είναι οπαδός του… Παναθηναϊκού, υπάρχει. Ο επικεφαλής της MIG θεωρεί ότι φέτος ο ΠΑΟ θα πάρει πρωτάθλημα. Ευσεβείς πόθοι θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς (ιδιαίτερα αν είναι οπαδός του Ολυμπιακού). Άλλωστε, τόσα λεφτά επένδυσε εκεί. «Όχι, δεν ήταν επένδυση», διαμαρτύρεται. «Ήταν καθαρά συναισθηματική ενέργεια. Ο παππούς μου είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή στον Παναθηναϊκό. Πήρα τις πρωτοβουλίες που πήρα, αλλά εδώ κι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έχω πάψει να ασχολούμαι ως παράγοντας».

Ως φίλαθλος; «Βλέπω ότι η προσπάθεια που ξεκίνησε πέρυσι και η εμπιστοσύνη που ανανεώθηκε παρά τα λάθη που έγιναν, φέτος μπορεί να αποδειχθεί σωστή. Κριτής θα είναι βεβαίως το πρωτάθλημα, αν και κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι μόνο η κατάκτησή του, αλλά και η δημιουργία υποδομής για τα επόμενα χρόνια». Στο παρελθόν πάντως πήρε πολλές πίκρες. «Ναι, αλλά φέτος έχω πάρει πολλές χαρές από την ομάδα και ελπίζω να το πάρουμε το πρωτάθλημα…».

Ναι, κι εγώ ελπίζω φέτος να πετύχω διπλό τζακ ποτ στο Λαϊκό, αλλά η προσδοκία είναι αυτοτροφοδοτούμενη…

ΕΧΟΥΜΕ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΚΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απάντησή του όταν ερωτάται για τις πολιτικές του τοποθετήσεις. «Οι οικογενειακές μου καταβολές είναι κεντροαριστερές», λέει. Πρακτικά αυτό συνεπάγεται ότι, για προφανείς λόγους, την περασμένη Κυριακή δεν θα ψήφιζε την κ. Μπακογιάννη, με την οποία έχει ένα «θέμα» τελευταία.
«Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω ανοίξει κανένα πολιτικό μέτωπο. Έχω ανοίξει μέτωπο μόνο με όσους συκοφαντούν και καθυβρίζουν τον όμιλο και τον απαξιώνουν. Είτε είναι πολιτικοί είτε επιχειρηματίες είτε συνδικαλιστές. Δεν κάνω καμία διάκριση. Βάσει αυτής της λογικής, έχουμε κάποιες δικαστικές εμπλοκές, με τον κ. Τσίπρα, την κ. Μπακογιάννη, και είχε ξεκινήσει και μια διαδικασία με τον κ. Παπανδρέου. Στην πράξη, όμως, αυτή η τελευταία νομίζω ότι έχει ακυρωθεί».

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ζητούμενο, πάντως, εξακολουθεί να αποτελεί από πού προκύπτει αυτή η κατά καιρούς ένταση με τα πολιτικά πρόσωπα. «Το θέμα», λέει, «είναι αν ο πολιτικός λόγος έχει όρια ή δεν έχει. Εμείς θεωρούμε ότι έχει και ότι δεν μπορεί ανεξέλεγκτα να συμπεριλαμβάνει δυσφημιστικές κρίσεις, που κατόπιν καλύπτονται από δικαιολογίες του τύπου «αυτός είναι ο πολιτικός λόγος». Οι πολιτικοί θα πρέπει να είναι πολύ πιο προσεκτικοί, πολύ πιο σοβαροί και, όταν αναφέρουν ονόματα, θα πρέπει να είναι πιο τεκμηριωμένοι».

Μήπως, τελικά, η ενασχόληση με την πολιτική είναι ένα απωθημένο του; «Οχι, η πολιτική δεν θα με ενδιέφερε», απαντάει. «Έχω μια επιχειρηματική δραστηριότητα, από την οποία είμαι πολύ ικανοποιημένος. Έχω πολιτικό λόγο, που δεν είναι προνόμιο των πολιτικών και, προφανώς, ορισμένα πράγματα που λέω, έχουν κάποια πολιτική διάσταση. Αυτό, όμως, δεν με κάνει πολιτικό και ούτε το επιθυμώ».

Τουλάχιστον, ξεχωρίζει κάποιους πολιτικούς και ποιους; «Υποστηρίζω πρόσωπα που είναι ηθικά και έχουν να προσφέρουν κάτι στην Ελλάδα». Είναι πολλά αυτά τα πρόσωπα; «Οχι, γιατί υπάρχουν πολλοί που μπαίνουν στην πολιτική όντας ανεπάγγελτοι και θέλοντας να αναλάβουν εργολαβικά τη δήθεν εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Αυτοί έφεραν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση».

Η σημερινή κυβέρνηση, πώς του φαίνεται; «Δεν είναι δική μου δουλειά να σχολιάσω την κυβέρνηση», λέει κατ’ αρχάς, αλλά το ενδιαφέρον βρίσκεται στη συνέχεια: «Θεωρώ ότι υπάρχουν ορισμένοι υπουργοί που γνωρίζουν το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους και εργάζονται σκληρά να το εφαρμόσουν και υπάρχουν ορισμένοι άλλοι, που έχουν αναλάβει τα καθήκοντα χωρίς καμία πολιτική. Κι ενδεχομένως εκεί όχι μόνο δεν υπάρχει πρόοδος, αλλά ίσως να υπάρχει οπισθοχώρηση. Η κυβέρνηση αυτή ανέλαβε τη διακυβέρνηση σε πολύ δύσκολες στιγμές και τέτοιου είδους ολιγωρίες μπορεί να έχουν πολύ δυσμενή αποτελέσματα».

ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ

Παραδέχεται πάντως ότι «οι απαιτήσεις που υπάρχουν από αυτή την κυβέρνηση είναι πάρα πολύ υψηλές». Και σπεύδει να πει ότι «έχουμε όλοι υποχρέωση να τη βοηθήσουμε, όπως έχουμε όμως υποχρέωση, αν βλέπουμε φαινόμενα κακοδιαχείρισης, να μη φοβηθούμε τις αντιδικίες και να τα καταγγείλουμε. Γι’ αυτό κι έκανα τις καταγγελίες για έλλειψη πολιτικής και ανεπάρκεια στον τομέα των μεταφορών. Δεν είναι θέμα ευρύτερης διαφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και εμένα. Από την άλλη, αντιλαμβάνομαι και τη θέση του πρωθυπουργού, που τους επέλεξε. Αλλά πιστεύω ότι θα πρέπει να ελέγχει και να μην ανέχεται την ανεπάρκεια».
Παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση πως η πολιτική δεν τον ενδιαφέρει, έχει πάντα ενδιαφέρον το πώς βλέπει την επιλογή του «τρίτου πόλου», στον οποίο πολλοί τον βλέπουν στο μέλλον να πρωταγωνιστεί.

 «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό για να κάνει τέτοιου είδους προβλέψεις. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι οι κρίσιμες στιγμές που περνάμε απαιτούν συναίνεση και πρέπει να γίνουν γρήγορα τομές και αλλαγές που δεν έγιναν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν πρέπει να υπολογίσει πολιτικό κόστος και να πείσει για το όραμά της. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος σοβαρός Έλληνας που να μη θέλει η κυβέρνηση να πετύχει».

OΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΟΥ

1998: Ιδρύεται η Marfin ΑΕΠΕΥ. Πρόκειται για την εταιρεία πάνω στην οποία στηρίχθηκε μετέπειτα η δημιουργία ολόκληρου του ομίλου, ο οποίος διατήρησε και την ίδια επωνυμία.

2001:΅Δημιουργείται η Marfin Bank. Λειτούργησε κι εν πολλοίς εξακολουθεί να αποτελεί τον κορμό πάνω στον οποίο στηρίχθηκε στη συνέχεια ο όμιλος MIG, καθώς ο τραπεζικός βραχίονας ήταν από τις βασικές προτεραιότητες της MIG. Η Marfin Bank λειτούργησε με άδεια θυγατρικής τράπεζας του Ομίλου Πειραιώς, απ’ όπου κι εξαγοράσθηκε.

2006: Η Τράπεζα έπειτα από τριπλή συγχώνευση, εξελίσσεται στη Marfin Popular Bank που έχει παρουσία σε 12 χώρες. Για ένα μεγάλο διάστημα, το νέο σχήμα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της αγοράς, λόγω της επιθετικής πολιτικής που ακολουθούσε εντός κι εκτός Ελλάδας (Κύπρος κ.λπ.).
2007: Η MIG προχωρά σε αύξηση κεφαλαίου ύψους 5,19 δισ. ευρώ, τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Αποκτά επιχειρήσεις, όπως η Vivartia, Attica, Υγεία, Singular και άλλες.