Λίγο οι συνταγές της γιαγιάς και της μαμάς, ενίοτε κάποιες του μερακλή μπαμπά και η Ελληνική Κουζίνα, άρχισε να γίνεται και πάλι σημείο αναφοράς.
Η γευστική επανάσταση του Γιώργου Καλομπάρη, βρήκε μιμητές και ξαφνικά η κουζίνα μας πήρε τα πάνω της, ξέφυγε από τα στενά όρια του “πιάσε μία ντιπς και μία πιατέλα κρέατα” και μπήκε σε άλλα υψηλότερα επίπεδα.

Οπαδοί των καινούριων γεύσεων και των πειραματισμών στη μαγειρική, γεμίζουν το ελίτικο “Press Club”, όπου ο Καλομπάρης “παίζει”  με γεύσεις και προϊόντα της μαγειρικής του κληρονομιάς, ενώ θα πρέπει να έχεις… μέσον για να βρεις τραπέζι στο παραδοσιακό “Hellenic Republic” του, όπου τα πράγματα είναι πιο απλά, πιο καθημερινά και παραδοσιακά, αλλά σταθερά Hellenica!

Και δεν είναι μόνος του ο Γιώργος σ’ αυτή του την “επανάσταση”.
Στο “Φιλέλλην” η κ. Κατίνα,  μητέρα του Γιάννη Ρεράκη, αποκτά καθημερινά καινούριους “οπαδούς”, με το θεϊκό της φρικασέ να απασχολεί ευχάριστα τους γευσιγνώστες των αγγλόφωνων ΜΜΕ.

Την ίδια στιγμή το κουλτουριάρικο Μπράνσουϊκ Στριτ απέκτησε ένα νέο πόλο έλξης.
Είναι το Alpha Oυzeri όπου ο νεαρός και ταλαντούχος σεφ Χάρης Τσιουκαρδάνης προκαλεί γευστικές απολαύσεις με τους υπέροχους λαχανοντολμάδες και τις απίστευτες σαλάτες του.

Να πούμε και για τον Ντέηβιντ Τσιρέκα και το “Πέραμα” του στο Σίδνεϊ;
Πηγαίνοντας πρόσφατα στο μικρό, λιτό, αλλά… θαυματουργό μαγαζί του, η παρέα επέμενε:
“Να δοκιμάσεις οπωσδήποτε τον μπακλαβά με χοιρινό”.

Μην πάει το μυαλό σας σε ακρότητες της μαγειρικής. Το δοκίμασα και ήταν υπέροχο, όπως όλα όσα… άντεξα να δοκιμάσω φτιαγμένα από τα χέρια του γεννημένου στο Σίδνεϊ, Κοζανίτη, καλού φίλου του Γιώργου Καλομπάρη, που όταν συζητάει για τις δημιουργίες του “Περάματος” λέει περήφανα:
“Τα (…εκπληκτικά) τυροπιτάκια τα έφτιαξε η μαμά μου και το αρνί (σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές) έμαθα να το μαγειρεύω από τον μπαμπά.
Στα χάϊ της λοιπόν η κουζίνα μας και με όλους αυτούς, αλλά και άλλους καλούς και φιλόδοξους “λειτουργούς” των γεύσεων θα τα πούμε σε μελλοντικές μας εκδόσεις.
Το σημερινό κομμάτι, με την τεράστια ομολογώ, εισαγωγή, είναι αφιερωμένο σε κάποιους πρωτοπόρους δημιουργούς.
Σε κάποιους που τόλμησαν πριν αρκετές δεκαετίες να προβάλουν την σπουδαία κουζίνα μας, αλλά πάνω από όλα την Ελλάδα και τα προϊόντα της.
 
TO LE JARDIN, ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ “ΔΙΟΝΥΣΟΣ”…
 
Le Jardin στα γαλλικά σημαίνει κήπος…
Ένας “κήπος” που άνοιξε τις πόρτες του το 1953 στο Νο 117 της Κόλλινς Στριτ…
Ας αφήσουμε όμως τον Άγγελο Κίζελο, “πρωταγωνιστή” της σημερινής μας συνέντευξης και βετεράνο εστιάτορα να πάρει τον λόγο.

Ξέρει πολύ περισσότερα για τον “κήπο” και την μακρά και λαμπρή ιστορία του:
“Η Μελβούρνη του 1953 δεν έχει καμία σχέση με την πόλη του σήμερα. Έτσι, το Le Jardin, έγινε αμέσως σημείο αναφοράς και στέκι της καλής λεγόμενης κοινωνίας και της ελίτ μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου της σνομπ μέχρι και σήμερα  γνωστής οδού.
“Τον Ιούνη του 1956, χρονιά Ολυμπιακών Αγώνων, το Le Jardin αλλάζει χέρια.

“Εγώ ο Άγγελος Κίζελος, ο Λεωνίδας Τομαράς και ο Νίκος Θεοδώρου, είμαστε οι νέοι ιδιοκτήτες του.
“Η καλή πελατεία εξακολουθεί να μας στηρίζει. Έρχεται η αφρόκρεμα της Μελβουρνιώτικης κοινωνίας. Έρχονται για το κοκτεϊλ τους πριν το φαγητό. Έρχονται για να τους δουν, για να δουν. Κομψές καλοντυμένες κυρίες, με το  γάντι τους και κύριοι άψογα ντυμένοι”.

“Πελάτες μας παραμένουν οι ίδιοι και οι επώνυμοι αυξάνονται. Ο Μπομπ Χόουκ είναι τακτικός μας πελάτης, η αγγλίδα ηθοποιός Τζούλι Κρίστι, Έλληνες καλλιτέχνες που επισκέπτονται την Μελβούρνη θα περάσουν οπωσδήποτε από τον “γαλλικό κήπο” με τους… Έλληνες κηπουρούς”.
 
1969: “ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ” Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ
 
Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 (1969), ο Άγγελος Κίζελος και οι συνεταίροι του τολμούν την μεγάλη αλλαγή.
 Θυμάται ο Άγγελος:
“Εκείνη την χρονιά είχα πάει Ελλάδα. Ενθουσιάστηκα πολύ με την πατρίδα. Όταν επέστρεψα  η Ελλάδα, οι μαγευτικές της εικόνες, οι ομορφιές της ήταν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου.
“Έτσι τολμήσαμε την αλλαγή. Η ιστορία του Le Jardin κλείνει. Και μια άλλη ανοίγει. Είναι αυτή του “Διόνυσου”.
Η κουζίνα μας είναι πλέον αμιγώς Ελληνική. Ο ΑΘηναίος σεφ Κυριάκος Λαμπρινάκος, ετοιμάζει  σπουδαία πιάτα με παραδοσιακά φαγητά μας. Παπουτσάκια, μουσακάς, σαγανάκι, μεζεδάκια, αρνί στο φούρνο, σαλάτες, ορεκτικά…

– Άλλαξε κάτι για σας με την αλλαγή αυτή;

“Όταν το σκέπτομαι τώρα, νομίζω ότι ήταν λάθος η δημιουργία ενός Ελληνικού εστιατορίου στην “καρδιά” της Κόλλινς Στριτ. Νομίζω ότι δεν είχε ωριμάσει η εποχή για κάτι τέτοιο. Βρεθήκαμε πριν την ώρα μας στο λάθος μέρος.”Η αλλαγή στο ίματζ του μαγαζιού, στην κουζίνα, έφερε όπως είναι λογικό και την αλλαγή στους πελάτες μας, πολλούς από τους οποίους αρχίσαμε να χάνουμε.

– Μετανιώσατε για τον “Διόνυσο”;
“Στην αρχή ναι. Μας πήρε καιρός να συνειδητοποιήσουμε  το τόλμημα που είχαμε κάνει και που έδειχνε να αποτυγχάνει.
“Χάναμε λεφτά για πολύ καιρό, αλλά τελικά μας βοήθησε η τύχη και κάποιες υποχρεωτικές αλλαγές και η κατάσταση αλλάζει προς το καλύτερο.
 
Ο “ΔΙΟΝΥΣΟΣ” ΓΙΝΕΤΑΙ “ΒΑΚΧΟΣ…”
 
“Χωρίς αυτό να σημαίνει πολλά πράγματα αφού ο Βάκχος είναι το ίδιο ακριβώς μυθικό πρόσωπο με τον Διόνυσο, αλλάζουμε και πάλι όνομα.
“Ο… ερχομός του “Βάκχου” φέρνει αλλαγή και στην Κουζίνα, η οποία από αμιγώς Ελληνική γίνεται και πάλι “διεθνής”. Ως εκ θαύματος το μαγαζί ανεβαίνει. Νέοι πελάτες και αρκετοί παλιοί καλοί πελάτες  από την εποχή του Le Jardin, ξαναγεμίζουν το γνωστό ζεστό χώρο, όπου μπορεί να άλλαξε η Ελληνική Κουζίνα, αλλά παραμένει η οικειότητα με τους πελάτες μας, που βλέπουν πια τον “Βάκχο” σαν το σπίτι τους.

“Ξέραμε τι θα πιει ο καθένας, τι θα φάει. Τρεις γενεές πελατών πέρασαν από τον “Βάκχο” για να φτάσουμε στο 1986, με τους “τίτλους του τέλους”.
“Είχαμε βαρεθεί και κουραστεί.
“Στην τελευταία αποχαιρετιστήρια βραδιά, βραδιά λύπης, κάποιοι από τους πελάτες μας κλαίνε…


– Άγγελε τι θυμάσαι από κείνη την εποχή;

“Τις πολλές γνωριμίες. Την επικοινωνία με τον κόσμο. Πίστεψε με, ακόμη και σήμερα  συναντώ κάποιους από τους τότε πελάτες μας. Πάμε για φαγητό, τα λέμε… Γνώρισα την καλή πλευρά της αυστραλιανής κοινωνίας και το θεωρώ σημαντικό.

– Πώς βλέπεις την σημερινή “επανάσταση” του Γιώργου Καλομπάρη;
“Του αξίζουν πολλά συγχαρητήρια γιατί ανεβάζει την Ελληνική κουζίνα πολύ ψηλά. Σήμερα αντίθετα με την δική μας εποχή, ο χρόνος έχει ωριμάσει και είναι πολύ ευχάριστο  το ότι η Ελληνική Κουζίνα διαπρέπει.
“Προσωπικά αισθάνομαι υπερήφανος και φαντάζομαι και οι τότε συνεργάτες μου, που παίξαμε έναν ρόλο πρωτοπόρων με τον “Διόνυσο” και τους μουσακάδες, στην ελίτ και σνομπ, Κόλλινς Στριτ περασμένων δεκαετιών”.

– Τι συμβουλή θα έδινες στους νέους Έλληνες εστιάτορες;
“Χωρίς να ντρέπονται να προβάλουν με κάθε τρόπο την Ελληνική Κουζίνα και τα Ελληνικά προϊόντα”.