Οι λέξεις «θρησκεία» και «θάνατος» αρχίζουν με το ίδιο γράμμα. Αλλά ο θάνατος είναι πατέρας της θρησκείας. Λίγοι είμαστε εμείς οι τυχεροί ελληνοθρεμμένοι θνητοί που, ακολουθώντας τους σοφούς προγόνους μας, νικήσαμε τον τρόμο του θανάτου κι ελευθερωθήκαμε από της θρησκείας τα θεία ψεύδη.

Ποια είναι τα θεία ψεύδη; Ω, μα είναι πολλά. Είναι λ.χ. αυτό που λέει ότι ο άνθρωπος είναι προνομιούχο ζώο και ότι η ζωή του έχει περισσότερη αξία από αυτή του δεινόσαυρου. Είναι το ψεύδος που λέει ότι η Γη είναι το κέντρο του Σύμπαντος και ότι υπάρχει κάποιος αρσενικός Πατέρας-Θεός που κατοικεί στους ανύπαρκτους ουρανούς («Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»), ο οποίος ασχολείται με τα σκελετωμένα παιδιά της Αφρικής και με την αποκατάσταση των κομμένων χεριών και ποδιών των βετεράνων που πολέμησαν στους «υπέρ πίστεως» πολέμους.

Αύριο οι χριστιανοί γιορτάζουν τη γέννηση του Θεανδρίτη, κάποιου Θεού-άνδρα από την Παλαιστίνη, που κανένας δεν ξέρει πότε γεννήθηκε. Συνήθως τον ονομάζουν «Θεάνθρωπο», παρότι ο όρος «άνθρωπος» καλύπτει και τη γυναίκα – και ο Θεός εξ ορισμού δεν είναι γυναίκα. Του Θεανδρίτη τη μητέρα την ονομάζουν «Θεοτόκο», παρότι κανένας άναρχος Θεός δεν έχει μητέρα – και η μητέρα εξ ορισμού χρειάζεται πατέρα. Αν σας ξαφνιάζουν αυτές οι λογικές αντινομίες, είναι επειδή δεν είχατε την τύχη να βαφτιστείτε στην κολυμπήθρα της ελληνικής φιλοσοφίας.

ΔΕΝ ΦΤΑΙΤΕ ΕΣΕΙΣ

Όμως δεν φταίτε εσείς που ζείτε τον ανεξέταστο βίο. Πέσατε θύματα μιας κουτσής παιδείας, που στηρίζεται στα εύθραυστα δεκανίκια της τυφλής πίστης. Αν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος δεν ερχόταν σε σας θλιβερά κομματιασμένος, αν η πνευματική κληρονομιά των σοφών προγόνων σας δεν έφτανε σε σας απελπιστικά «ακρωτηριασμένη», «παρεξηγημένη» και «παραμορφωμένη» (για να θυμηθώ εδώ τον καθηγητή Χαράλαμπο Θεοδωρίδη), σήμερα θα διαθέτατε κριτικό νου και θα βάζατε τον κάθε κατεργάρη ελπιδέμπορο στον πάγκο του.

Κάποτε ήμουν κι εγώ ένας από σας – θρήσκος. Με αδικούσαν οι άλλοι κι έτρεχα στην εικόνα της Παναγιάς με δάκρυ κορόμηλο και την παρακαλούσα να τους τιμωρήσει. Όλες οι ελπίδες μου ριγμένες στην ποδιά της. Γιατί ήμουν θρήσκος; Διότι το πρώτο ποίημα που έμαθα ποτέ στη ζωή μου ήταν αυτό που μου έμαθε η μητέρα μου κάτω από τον ίσκιο μιας αμυγδαλιάς. Ακόμη το θυμάμαι: «Ω, Παναγιά μου Δέσποινα και του Θεού μητέρα, σε σένα παραδίνομαι τη νύχτα και τη μέρα».
Όμως το αφτί της Παναγιάς δεν ίδρωνε για μένα. Εκείνη είχε άλλες σκοτούρες στο κεφάλι της: στενοχωριόταν που ο Θεός αρνιόταν να καταργήσει την Κόλαση, έκλεγε που καθυστερούσε η «δεύτερη παρουσία» του γιου της, ψυχοπονούσε που οι μωαμεθανοί ακολουθούν περισσότερο τον Μωάμεθ απ’ ό,τι οι χριστιανοί τον Χριστό.
Ωστόσο, στάθηκα τυχερός. Έτυχε να γεννηθώ Έλληνας κι έτυχε να γνωρίσω την ελληνική σκέψη μέσα από τη γλώσσα των θεών. Έτσι, κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους να φοβούνται τον θάνατο και να τρέχουν στα υποκαταστήματα της Εκκλησίας ν’ αγοράσουν λίγη ελπίδα, χτυπώ την πόρτα του Επίκουρου και με ανείπωτη χαρά μπαίνω στον κήπο των σοφών.

ΜΠΕΙΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ

Αγαπητοί ομογάλακτοι Έλληνες κι Ελληνίδες: Σβήστε για λίγο τα κεριά και τα καντήλια, παραμερίστε τους αγέλαστους «άγιους» και προσέξτε τα σοφά ετούτα λόγια:
Ο κόσμος γύρω μας είναι «αΐδιος», δηλ. δεν τον έφτιαξε κανένας Θεός ή άνθρωπος. Ο κόσμος «ήν αιεί και έστιν και έσται» (υπήρχε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει). Η ύλη ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται, αλλάζει μόνο μορφή. Η σύνθετη λέξη «δημιουργός» είναι ελληνική και σημαίνει «αυτός που εργάζεται για τον δήμο» («δήμος» είναι το σύνολο των πολιτών). Οι πρώιμοι χριστιανοί άρπαξαν τη λέξη αυτή και την κατέστρεψαν (όπως κατέστρεψαν και τη θαυμάσια λέξη «εκκλησία», που σημαίνει «γενική συνέλευση του λαού»). Θεός-Δημιουργός του κόσμου δεν υπάρχει, γιατί ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από το τίποτα («εκ του μηδενός μηδέν»). Κόσμοι δημιουργούνται κάθε μέρα, αλλά πάντα από κάτι άλλο. Η Επιστήμη μιλά για «Μεγάλη Έκρηξη» (Big Bang), αλλά τίποτε δεν εκρήγνυται χωρίς το εκρηκτικό.  
Η ζωή μας είναι συμπόσιο και τραγούδι, όχι νηστεία και προσευχές. Είναι χαμόγελο ανοιξιάτικο, όχι ψυχοπλάκωμα φθινοπωρινό. Το ανελέητο «Κύριε ελέησον» και το παζάρεμα της ελπίδας δεν έχουν θέση στις καρδιές ελεύθερων ανθρώπων. Μόνο οι κιοτήδες ελπίζουν. Μόνο οι κενόσοφοι λατρεύονται σαν θεοί. Ο μόνος Θεός που αξίζει το αλάτι του είναι ο «αλειτούργητος» Θεός, αυτός που δεν χώνεται στα πόδια των ανθρώπων και στα ελπιδοπαζαρέματα των κιοτήδων. Ο Θεός των σοφών είναι «πάντων αγαθών αδώρητός τε και αμέτοχος . . . μήτε επιμελείσθαι των ανθρωπίνων μήτε όλως τα γιγνόμενα επισκοπείν». Με άλλα λόγια, ο Θεός των σοφών δεν δέχεται θυσίες ούτε μετέχει στα μαλλιοτραβήγματα των ανθρώπων.

Τέλος, οι σοφοί αποδίδουν τα ατυχήματά τους στη σύμπτωση, οι δεισιδαίμονες σε κάποιον Θεό που τιμωρεί αυτούς που δεν τηρούν τις «θείες» εντολές του. Έτσι, οι δεισιδαίμονες τα βάζουν με τον εαυτό τους και σέρνονται με τα γόνατα ζητώντας συγνώμη. Αλλά και όταν ακόμη είναι απαλλαγμένοι από ατυχήματα, πάλι τους κυριεύει ο τρόμος του θανάτου. Σκέφτονται ότι σε λίγο θα στερηθούν αυτό εδώ το φως και τ’ άλλα αγαθά της ζωής, ότι το σταφιδιασμένο κορμί τους θα είναι κάπου πεταμένο και θα σαπίζει. Η σκέψη αυτή τους βασανίζει και τρέχουν να βρουν ελπίδα – και τη βρίσκουν σ’ έναν προσωπικό Θεό που σεργιανίζει στα σκοτεινά στενορύμια του μυαλού τους.  

Όμως εμείς οι ελληνοθρεμμένοι Έλληνες τι λέμε; Λέμε: «Ο θάνατος ουθέν προς ημάς». Κάθε καλό και κακό βρίσκεται στην αίσθηση. Αλλά θάνατος και αίσθηση δεν πάνε μαζί. Κι αφού θάνατος σημαίνει έλλειψη αίσθησης, ο θάνατος δεν είναι τίποτε το φοβερό που μπορεί κανείς να το αισθανθεί. Είναι επιστροφή στη σκοτεινή τρύπα. Ψυχή και σώμα χάνονται μαζί, λέει ο σοφός Αριστοτέλης. Χαρείτε τη ζωή, όσο αυτή υπάρχει.