«Συμφωνία» μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Άγκυρας για το θέμα της Θεολογικής Σχολής υπήρξε το έτος 2000, δηλώνει ο άνθρωπος που είχε συναντηθεί τον Μάιο του 2000 με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο για να διαπραγματευτεί το θέμα.

 «Πρόκειται για τον τότε πρόεδρο του τουρκικού Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας Κεμάλ Γκιουρούζ.

Τον Γκιουρούζ είχε εξουσιοδοτήσει το 2000 ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Η συνάντηση έγινε σε κεντρικό ξενοδοχείο στην Άγκυρα και κατέληξε, όπως αναφέρει ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου, σε συμφωνία.

«ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΥΡΙΩΝ»

Το αποτέλεσμα της συνάντησης, λέει ο Γκιουρούζ, «προέβλεπε μία λύση στο πλαίσιο του ιερατικού τμήματος του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης, σε επίπεδο πανεπιστημιακών σπουδών, μεταπτυχιακού και διδακτορικού. Στο πλαίσιο του συστήματος επιλογής φοιτητών για τα πανεπιστήμια, εξετάσεις, εκτός από την Τουρκία, γίνονται και στο εξωτερικό. Και σε αυτή την περίπτωση θα γινόταν ένα είδος ειδικών εξετάσεων, όπως συμβαίνει στη Γυμναστική Ακαδημία. Ο κ. Βαρθολομαίος είχε χαρεί γι’ αυτό. Θα ήταν τμήμα ορθόδοξης ιερατικής σχολής. Επικεφαλής θα ήταν ένας τουρκικής υπηκοότητας Έλληνας, που θα είχε κάνει διδακτορικό. Η Σχολή στη Χάλκη θα ήταν το κέντρο εφαρμογών και ερευνών του τμήματος. Η συνομιλία μας ήταν αρκετά μεγάλη. Ωστόσο το θέμα δεν ολοκληρώθηκε όταν τελείωσε η θητεία του προέδρου Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ».

Σύμφωνα με τον Γκιουρούζ, «η συνάντηση και το αποτέλεσμα που υπήρξε ήταν συμφωνία κυρίων. Ο κ. Βαρθολομαίος μάλιστα με είχε ρωτήσει αν θα προεδρεύει στην τελετή των πτυχίων. Εγώ του είπα πως δεν γίνεται, αφού η τελετή θα γίνεται στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης μαζί με τις υπόλοιπες σχολές, αλλά τόνισα ότι θα μπορούσε να προεδρεύει στην τελετή με την οποία θα ξεκινούν το επάγγελμα οι απόφοιτοι και το δέχτηκε».

Ο Γκιουρούζ τονίζει ότι «ως προς τη θρησκευτική εκπαίδευση, το ίδιο ισχύει και για τους μουσουλμάνους, δηλαδή γίνεται στο πλαίσιο ενός κρατικού πανεπιστημίου που υπάγεται στο Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας. Η εκπαίδευση μετά το λύκειο, ακόμη και μιας μέρας να είναι, πρέπει να είναι εντός του Συμβουλίου αυτού και με βάση την τουρκική νομοθεσία περί παιδείας».

«ΑΝ ΕΜΕΝΕ Ο ΝΤΕΜΙΡΕΛ»

«Δεν υποστηρίζω ότι η συνάντηση και το αποτέλεσμα ήταν κάτι επίσημο. Ωστόσο ήταν μία σημαντική φάση. Κατά την άποψή μου, εάν ο κ. Ντεμιρέλ έμενε για άλλη μια θητεία ως πρόεδρος της δημοκρατίας, το θέμα θα είχε λυθεί. Πολύ λίγο καιρό μετά την συνάντησή μας με τον κ. Βαρθολομαίο, άλλαξε ο Πρόεδρος», λέει ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου και συνεχίζει:
 «Χάσαμε εκείνη την ευκαιρία. Διότι υπήρχε πολιτική βούληση. Αμέσως μετά τη συνάντηση, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών της εποχής, Μπουλέντ Ετζεβίτ και Ισμαήλ Τζεμ, μου είχαν εκφράσει την ικανοποίησή τους για τις εξελίξεις».

Ο Γκιουρούζ εκφράζει και τη δυσαρέσκειά του για την πρόσφατη συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, όπου έκανε λόγο για «σταύρωση» του Πατριαρχείου από τις τουρκικές αρχές στα θέματά του.

 «Ο κ. Βαρθολομαίος είναι πολίτης της Τουρκίας. Αν βρίσκεται σε θέση σεβαστή από τη διεθνή κοινότητα, αυτό μας κάνει περήφανους. Αλλά όταν είσαι πολίτης, εκτός από δικαιώματα έχεις και υποχρεώσεις. Η τελευταία δήλωσή του, ενοχλεί τα υπόλοιπα μέλη του λαού μας. Το Πατριαρχείο και η Θεολογική Σχολή, είναι θέματα εσωτερικά της Τουρκίας, και όχι ελληνοτουρκικά. Υπάρχουν κάποιες ευαισθησίες στην Τουρκία και πρέπει να τις προσέχουμε».

Ο Γκιουρούζ όμως προβάλλει και ένα παράπονο σχετικά με όσα ακολούθησαν τη συνάντησή του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Λέει ότι «ο κ. Βαρθολομαίος δεν ανακοίνωσε ποτέ ότι υπήρξε μεταξύ μας συμφωνία. Αντιθέτως, όταν το 2006 εγώ δήλωσα κάποια πράγματα για τη συνάντηση αυτή, ανακοίνωσε πως υπήρξε μεν συνάντηση, αλλά όχι συμφωνία».

ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

Η τουρκική εφημερίδα «Μιλιέτ» στις 27 Απριλίου 2009 είχε αποκαλύψει ένα έγγραφο που αφορούσε συνεδρίαση της λεγόμενης «επιτροπής μειονοτικών υποθέσεων», η οποία στις 9 Μαΐου 2000 είχε απαντήσει προς την τότε κυβέρνηση Ετζεβίτ ότι «θα σημαίνει την αλλαγή της ακολουθούμενης εθνικής πολιτικής και του εγγράφου εθνικής πολιτικής».

Η εφημερίδα είχε δημοσιεύσει το πρακτικό της συνεδρίασης αυτής, σύμφωνα με το οποίο «το Τμήμα Παγκόσμιας Θρησκευτικής Κουλτούρας που λειτουργεί στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης λειτουργεί με βάση τη νομοθεσία του Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας και ότι «η ίδρυση οποιασδήποτε θεολογικής σχολής (όπως η Θεολογική Σχολή στη Χάλκη) εκτός του εν λόγω Τμήματος θα σημαίνει την αλλαγή της ακολουθούμενης εθνικής πολιτικής και του εγγράφου εθνικής πολιτικής και ως εκ τούτου αποφασίστηκε ομοφώνως, όπως το θέμα εξετασθεί στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας».

Το θέμα της επαναλειτουργίας της Σχολής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη ή απουσία πολιτικής βούλησης και το πώς επηρεάζεται ή καθορίζεται αυτή από τις σκοπιμότητες της τουρκικής «κρατικής ασφάλειας», νομικά έχει πάρει μέχρι σήμερα διάφορες μορφές.

Ειδικά κατά την περίοδο των κυβερνήσεων Ερντογάν, από το 2002 μέχρι σήμερα, έχουν συζητηθεί διάφορα ενδεχόμενα. Η υπαγωγή της Σχολής σε τμήμα του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης, η επαναλειτουργία υπό μορφήν επαγγελματικού λυκείου και η ίδρυση βακουφικού πανεπιστημίου είναι τα βασικά. Ως προς την τελευταία περίπτωση, βακουφικά-ιδιωτικά πανεπιστήμια υπάρχουν στην Τουρκία, αλλά για να συσταθούν απαιτείται η λειτουργία τουλάχιστον δύο σχολών.*