Η ιδιωτική περιουσία προστατεύεται από το Σύνταγμα και τους νόμους στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι όταν το κράτος απαλλοτριώσει κάποιο ακίνητο ενός ιδιώτη, ο τελευταίος δικαιούται πλήρους αποζημιώσεως, που να ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του ακινήτου που χάνει.

Μερικές φορές δεν απαλλοτριώνεται ολόκληρο το ακίνητο, αλλά μόνον ένα τμήμα αυτού. Τότε, ο ιδιώτης μπορεί να δικαιούται πρόσθετης αποζημιώσεως. Δηλαδή, εκτός από την αποζημίωση που θα λάβει για το τμήμα του ακινήτου που του παίρνει το κράτος, μπορεί να διεκδικήσει και επιπλέον αποζημίωση, εάν αποδείξει ότι το εναπομένον τμήμα του ακινήτου του, που δεν του παίρνει το κράτος, χάνει μεγάλο μέρος της αξίας του, λόγω της απαλλοτριώσεως, ή καθίσταται άχρηστο.
Κατά το νόμο, εάν ο ιδιώτης θελήσει να ζητήσει, εκτός από την κανονική και την πρόσθετη αποζημίωση, που αφορά την μείωση της αξίας του εναπομένοντος ακινήτου του, πρέπει να το πράξει με την ίδια αίτηση με την οποία ζητάει την κανονική αποζημίωση.

Εάν ο ιδιώτης, αντιθέτως, ζητήσει την πρόσθετη αποζημίωση όχι με την αρχική αίτηση για την κανονική αποζημίωση, αλλά αργότερα, με ιδιαίτερη αίτηση, η αίτησή του αυτή απορρίπτεται, κατά το νόμο, διότι δεν ασκήθηκε μαζί με την αρχική αίτηση.

Η αιτιολογία για την παραπάνω διάταξη είναι ότι τα ζητήματα και κυρίως το ύψος της αποζημιώσεως για την απαλλοτρίωση πρέπει να ρυθμίζονται με ενιαίο και σύντομο τρόπο, ώστε αυτός που θα καταβάλει την αποζημίωση να γνωρίζει ακριβώς το ποσό που θα καταβάλει και να μην εκκρεμούν στο μέλλον πρόσθετες αιτήσεις για πρόσθετη αποζημίωση για το εναπομένον τμήμα του ακινήτου, το οποίο μπορεί να μην απαλλοτριώνεται, χάνει όμως την αξία του λόγω ακριβώς της απαλλοτριώσεως του υπολοίπου ακινήτου.

Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι εάν ο ιδιώτης ασκήσει την αίτηση για πρόσθετη αποζημίωση με ξεχωριστό δικόγραφο από εκείνο με το οποίο ζητάει την βασική αποζημίωση, η αίτηση του ιδιώτη απορρίπτεται.

Ωστόσο, αρκετοί νομικοί εκφράζουν την αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η απόρριψή της αιτήσεως για την πρόσθετη αποζημίωση, εξ αιτίας μόνου του δικονομικού – τυπικού λόγου ότι δεν ασκήθηκε μαζί με την αίτηση για την βασική αποζημίωση, παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει η Ελλάδα, οι οποίες κατά το Σύνταγμα έχουν ανώτερη ισχύ από το νόμο που ορίζει ότι οι δύο αυτές αιτήσεις πρέπει να ασκούνται μαζί.
Συγκεκριμένα, ισχύουν στην Ελλάδα τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όσο και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, που προστατεύουν την ιδιωτική περιουσία, περιλαμβανομένου του δικαιώματος αποζημιώσεως για προσγενόμενη ζημία στην ιδιωτική περιουσία.

Οι εν λόγω διεθνείς συνθήκες υπερισχύουν του ελληνικού νόμου, που ορίζει ότι η αίτηση για πρόσθετη αποζημίωση για την μείωση αξίας του εναπομένοντος τμήματος ακινήτου μετά από απαλλοτρίωση πρέπει να ασκείται μαζί με την αίτηση για αποζημίωση του τμήματος που απαλλοτριώνεται, άλλως η αίτηση για πρόσθετη αποζημίωση απορρίπτεται.  

Με απλά λόγια, σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων νομικών, η προστασία της ιδιωτικής περιουσίας, άρα και η δυνατότητα του ιδιώτη να ασκήσει μεταγενέστερα ιδιαίτερη αίτηση για πρόσθεση αποζημίωση λόγω μείωσης της αξίας του εναπομένοντος ακινήτου, υπερισχύει της ανάγκης η συνολική αποζημίωση να καθορίζεται με την ίδια αίτηση, που πρέπει να περιλαμβάνει τόσο την βασική, όσο και την πρόσθετη αποζημίωση.

Εάν η γνώμη αυτή γίνει κάποια στιγμή δεκτή από τον Άρειο Πάγο, ίσως μετά από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που θα καταδικάζει την Ελλάδα, θα επιτρέπεται πλέον στον ιδιώτη να ασκεί ιδιαίτερη αίτηση για πρόσθετη αποζημίωση για μείωση αξίας ή αχρήστευση του εναπομένοντος ακινήτου του, ακόμα και εάν δεν είχε ζητήσει την πρόσθετη αυτή αποζημίωση με την αρχική αίτησή του για αποζημίωση του απαλλοτριούμενου τμήματος. 


* Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. bm-bioxoi@otenet.gr και ktimatologiolaw@yahoo.gr