Ο Π. Τόμσεν δυναμιτίζει για άλλη μια φορά το κλίμα στις σχέσεις Ευρωπαίων-ΔΝΤ για το ελληνικό ζήτημα, με το άρθρο του, μέσω του οποίου ουσιαστικά επιρρίπτει τις ευθύνες για τα πρόσθετα μέτρα που ζητά το Ταμείο στην ευρωπαϊκή πλευρά, καθώς αυτή επιμένει στους στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018. 

Κομισιόν, ESM και ευρωπαίοι αξιωματούχοι σπεύδουν ο ένας μετά τον άλλον να επιπλήξουν το Ταμείο, το οποίο, εκτός των άλλων, κατηγορούν και για αναξιόπιστα στοιχεία, συντασσόμενοι με την ελληνική πλευρά που εξέφρασε έντονη δυσαρέσκεια για το κείμενο Τόμσεν, με τον Ευ.Τσακαλώτο να τον κατηγορεί για φειδώ στην αλήθεια.

Η πρώτη αντίδραση ήρθε από την Κομισιόν, με την εκπρόσωπό της να σημειώνει ότι«οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιστεύουν ότι οι πολιτικές στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕSM είναι συμπαγείς και μπορούν να επιτρέψουν στην Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη και στις αγορές».

Συνεχίζοντας, και δεδομένου ότι ο Π.Τόμσεν κατέκρινε και τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην Ελλάδα, η εκπρόσωπος σημείωσε πως «η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και είναι εντός τροχιάς για να εκπληρώσει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους» υπογραμμίζοντας την ανάγκη «όλοι οι θεσμοί να αναγνωρίσουν αυτά τα επιτεύγματα».

Σε πιο αυστηρό ύφος εκπρόσωπος του ESM, αφού επισήμανε ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι έκπληκτοι από blog των Poul Thomsen και Maury Obstfeld για τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται με την Ελλάδα και ενώ ξεκινά νέος γύρος διαπραγματεύσεων στην Αθήνα, επέπληξε το Ταμείο για τη δημοσιοποίηση του άρθρου.

«Στηρίζουμε τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις απόψεις που εξέφρασαν χθες αξιωματούχοι του ΔΝΤ με ανάρτησή τους στο μπλογκ του Ταμείου», ανέφερε ο εκπρόσωπος του ESM. 

«Eλπίζουμε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην πρακτική διεξαγωγής διαπραγματεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση για το πρόγραμμα, κατ’ ιδίαν», τόνισε.

 

ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΝΤ

Η ευρωπαϊκή πλευρά, όμως, δεν κατακρίνει μόνο την πράξη του ΔΝΤ να δημοσιοποιήσει το κείμενο αυτό ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη δύσκολες διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα στο πλαίσιο της β’ αξιολόγησης, αλλά το κατηγορεί και για αναξιόπιστα στοιχεία.

Παραπέμποντας σε στοιχεία που είναι ήδη δημοσιευμένα ευρωπαϊκοί κύκλοι αμφισβητούν την αξιοπιστία των στοιχείων στα οποία βασίζει το ΔΝΤ την κριτική του προς το ελληνικό πρόγραμμα.

Ειδικότερα, χαρακτηρίζεται ως «παραπλανητικός» ο ισχυρισμός του ΔΝΤ ότι το 50% των Ελλήνων φορολογουμένων εξαιρούνται από τη φορολόγηση του εισοδήματος, καθώς εάν συνοψιστούν ο φόρος εισοδήματος και οι ασφαλιστικές εισφορές, η φορολόγηση στην Ελλάδα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

Με βάση, μάλιστα, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2015, ένα πρόσωπο με αποδοχές στο 67% του μέσου όρου και δύο παιδιά έχει φορολογική επιβάρυνση ύψους 15% στην Ελλάδα, η οποία είναι διπλάσια από αυτή της Πορτογαλίας και τουλάχιστον κατά τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή της Ισπανίας.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο, για τη μείωση του οποίου πιέζει το ΔΝΤ, σύμφωνα με κοινούς υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, κατά την πρώτη αξιολόγηση η φορολογική βάση διευρύνθηκε στην Ελλάδα, μειώνοντας το αφορολόγητο κατά 10% και ευθυγραμμίζοντάς το με άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία και η Γερμανία.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ΔΝΤ ότι η εισπραξιμότητα των φόρων στην Ελλάδα έχει μειωθεί από 75% στην αρχή του προγράμματος σε 50% τώρα, τονίζεται ότι δεν είναι σωστός, καθώς η φορολογική συμμόρφωση των Ελλήνων τους πρώτους εννιά μήνες του 2016 αυξήθηκε στο 81% για τους τέσσερις βασικούς φόρους, από 77% το 2015.

Τέλος, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα πληρώνει πολύ υψηλές συντάξεις στα επίπεδα της Γερμανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται από τα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της έκθεσης του 2015 για τη γήρανση, ο μέσος όρος των συντάξεων στη Γερμανία το 2013 ήταν 1.233 ευρώ το μήνα, ενώ στην Ελλάδα ανερχόταν σε 846 ευρώ το μήνα, δηλαδή κατά 45% χαμηλότερος. 

Αν, δε, προστεθούν και οι παροχές του κράτους προνοίας που στην περίπτωση της Γερμανίας είναι πολλαπλάσιες από αυτές του ελληνικού κράτους, τότε η διαφορά γίνεται δυσανάλογα μεγάλη.