Είσαστε παντρεμένος; Τι αστεία ερώτηση. Είναι γνωστό πως δεν είναι πολλοί της γενιάς μας που είναι ανύπανδροι. Μπορεί ένας στους χίλιους να αποφάσισε, κάποτε, πριν σαράντα ή πενήντα χρόνια να… κρατήσει την ελευθερία του και δεν ξέρουμε αν έχει μετανιώσει ή γλεντάει ακόμη τη… μοναξιά του. Βέβαια υπάρχει και μια άλλη μερίδα ανδρών που παντρεύτηκαν και μετά από λίγα χρόνια, για κάποιο λόγο, έμειναν μόνοι. Δεν θα τολμήσω να τους χαρακτηρίσω τυχερούς ή άτυχους γιατί αυτά είναι κρίσεις υποκειμενικές και εξαρτώνται από παράγοντες όπως η τύχη και άλλες συγκυρίες. Αν όμως είσαι μιας κάποιας ηλικίας, εξακολουθείς και δουλεύεις και πλησιάζει το Σαββατοκύριακο, η σύζυγος σου την έχει… στήσει. Δεν έχει σημασία αν εσύ έχεις κάνει πρόγραμμα και δεν την ενδιαφέρει καθόλου (την σύζυγο) αν εσύ έχεις μπροστά σου ένα φορτωμένο Σαββάτο και μια κουραστική Κυριακή. Υπάρχει κάτι, μια λίστα μικρή ή μεγάλη, εργασιών που πρέπει να τις κάνει ο… άνδρας του σπιτιού. Θυμάμαι κάτι που είχα διαβάσει πριν χρόνια για κάποιον Θωμά, που στο όμορφο χωριό του, είχε στήσει το σπιτικό του, το άνετο νοικοκυριό του και κάθε πρωί, χωρίς να τον σπρώχνει κανείς, ξυπνούσε τάιζε και πότιζε τα ζώα. Τη Κυριακή, σαν όλες τις άλλες ημέρες, ξύπναγε σαν ξυπνητήρι και επαναλάμβανε την καθημερινή δουλειά της ρουτίνας, εκνευρισμένος. Αιτία του εκνευρισμού του; Η γυναίκα του που, μόνο την Κυριακή, τον ξυπνούσε πέντε λεπτά νωρίτερα απ’ ό,τι ξυπνούσε κάθε ημέρα, σπρώχνοντας και φωνάζοντας στο αυτί του: «Θωμά ξύπνα να ποτίσεις τη φοράδα.» Ο Θωμάς, υπάκουος, σηκωνόταν μουρμουρίζοντας: «Καλά ρε Σοφία σαρδέλες έφαγε η φοράδα και δίψασε το ξημέρωμα;» Εμένα δεν μου μιλάει για φοράδα το ξημέρωμα, μια και ξεχάσαμε να πάρουμε φοράδα τον καιρό που ήταν της μόδας. Περιμένει με την δέουσα ευγένεια να τελειώσουμε το πρωινό μας μια και γνωρίζει, εδώ και κάποιες δεκαετίες, πως αν δεν πιω δυο γουλιές καφέ το πρωί δεν ανοίγει ούτε το μάτι μου, ούτε το στόμα μου. Επίσης γνωρίζει πως είμαι σκληρός άνδρας, από γεννησιμιού μου και μόνο με ευγένεια και γλύκα στη φωνή γίνομαι… μαντολάτο. 

-Θα μου κάνεις μια δύο δουλίτσες πριν αρχίσεις να κάνεις τα δικά σου ή πριν φύγεις; Θα τα έκανα μόνη μου αλλά δεν πιάνουν τα χέρια μου. Εσύ μπορείς. Εγώ παίρνω ύφος και απαντώ: «Δεν ξέρω τι θέλεις αλλά και μένα οι δυνάμεις μου δεν είναι πια στο 100%. Με τα χρόνια που κουβαλάω στην πλάτη μου οι δυνάμεις μου έχουν περιοριστεί στο 97% .»

-Να μου σηκώσεις τη μεγάλη γλάστρα της ορτανσίας και να την βάλεις στον ίσκιο. Θα την κάψει ο ήλιος. Επίσης, να μου κουβαλήσεις το χώμα που έχουμε στην αυλή να το ρίξω στις τριανταφυλλιές και…

Το κακό που έχω είναι πως είμαι ένας σκληρός άνδρας γεμάτος καλοσύνη. Είμαι και λυπησιάρης. Θα σας εκπλήξει το γεγονός και θα ζηλέψετε αν σας πω ότι τα λίγα, ανδρικά, πραγματάκια που ήθελε η σύζυγος για τον κήπο, κάτι λίγα που θυμήθηκε για το γκαράζ και για την αποθήκη που για να τακτοποιηθούν ήθελα δυνατά χέρια σκληρού άνδρα, μου έφαγαν μόνο πέντε ώρες. Τίποτα. Μπροστά στην αιωνιότητα, χρόνος μηδέν.

Πήγατε στη Γενική Συνέλευση της Κοινότητας; Μέχρι ο Τραμπ με πήρε και με ρώταγε για τ’ αποτελέσματα και πόσο κόσμο είχε. Με στόμφο στη φωνή, με δύναμη και πάθος του απάντησα: «Ντόναλντ τι ερώτηση είναι αυτή; Ολόκληρη Πρεσβεία έχεις στην Αυστραλία, CIA από μία δωδεκάδα έχεις σε κάθε πολιτεία, δεν διαβάζει κανένας τους Νέο Κόσμο;» Δεν θα σας πω για την κοσμοσυρροή ούτε και για αποτελέσματα. Τα γνωρίζετε. Θα ξεφύγω λίγο και θα μιλήσω, περιληπτικά για την άλλη πλευρά αυτών των… συναντήσεων, όπου μας δίδεται η ευκαιρία να δούμε φίλους και γνωστούς, πολλούς, που τους έχουμε χάσει για μήνες, για χρόνια. Κάθισα σε μιαν άκρη και παρακολουθούσα τοn κόσμο. Παλιοί φίλοι και γνωστοί περνούσαν χαμογελούσαν τυπικά και άλλοι σταματούσαν λέγοντας δύο λόγια απλά, δυο λόγια παραπάνω.

Πολλές φορές κάποια από τις συναντήσεις έμοιαζε σαν αυτές που έχουμε, συχνά-πυκνά, στις κηδείες. Εκεί με κάποια περίσσια σοβαρότητα και μια δόση θλίψης μιλάμε για τον… θανόντα. Σαν σμίγουμε όμως σε συναθροίσεις, πολυπληθείς, μας δίδεται η ευκαιρία να συγκρίνουμε και να μοιρολογήσουμε κρυφά τη νιότη μας, που πήρε το δρόμο του πεπρωμένου της. Παλιός φίλος που συναντούσα σε κοινωνικές και άλλου είδους εκδηλώσεις, δεν ήταν ποτέ μόνος. Πάντα μαζί με τηn γυναίκα του, αχώριστοι, εκδηλωτικοί, φιλικοί, έδειχναν χαρούμενοι και έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Το είχα μάθει όταν βρισκόμουνα στην Ελλάδα, και ζήτησα από συνάδελφο να βάλει ένα συλλυπητήριο, όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια η γυναίκα του.

Στη συνάντηση μας η συγκίνηση του ήταν εμφανής, η πίκρα του ζωγραφισμένη και η άλλοτε ευχάριστη μορφή του, γκριμάτσα. «Δεν ήταν μάχη απλή και συνηθισμένη αυτή που έδινε η γυναίκα μου με τον πόνο. Δεν ήταν πόνοι, αυτοί που όργωναν το λιγνό κορμί της γυναίκας μου. ήταν μαρτύριο, φρικτό μαρτύριο, ανείπωτης μορφής βασανιστήριο. Πρώτη και στερνή φορά που τη σκέφτηκα τόσο πολύ και πήγα τόσο κοντά στην ευθανασία που απέκλεια, κριτικάριζα και μισούσα. Λίγα μόνο λεπτά πριν φύγει από τη ζωή… ηρέμισε. Έπαψε να πονάει, χαμογέλασε και πέταξε η ψυχή της.» Δεν ήξερα τι να πω. Ήταν τόσος ο κόσμος γύρω μας, ήταν τόσος μεγάλος ο πόνος δίπλα μας. Θυμήθηκα κάτι που μου έλεγε ο συνάδελφος Μπάμπης από τη Μυθολογία μας και κοιτάζοντας τον φίλο μου, είπα: «Σε αρχόντισσες σαν τη γυναίκα σου, μία κάποια δύναμη, την ώρα που υποφέρουν τους στέλνει δώρο τον ύπνο και το θάνατο κι εκείνες διαλέγουν το καλύτερο.»