Σε δύο σημαντικές κινήσεις προχωρά η κυβέρνηση της Βικτώριας, δημιουργώντας κίνητρα εισόδου στην αγορά ακινήτων για νέους αγοραστές, οι οποίοι αδυνατούν να προχωρήσουν στην αγορά, με τις παρούσες συνθήκες. Αφενός, καταργεί τον φόρο ‘χαρτοσήμου’ (stamp duty) για ακίνητα αξίας μέχρι 600 χιλιάδων δολαρίων και αφετέρου θεσπίζει ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα συμμετέχοντας με 25% στο δάνειο πρώτης κατοικίας αγοραστών με χαμηλό εισόδημα. 

Ειδικά το πρώτο μέτρο -το οποίο θα ισχύει τόσο για νεόδμητα όσο και για ήδη υπάρχοντα ακίνητα- υπόσχεται να ανακουφίσει δεκάδες χιλιάδες αγοραστές πρώτης κατοικίας, οι οποίοι θα εξοικονομήσουν μέχρι και 15 χιλιάδες δολάρια. Η συγκεκριμένη φοροαπαλλαγή είναι η τελευταία από μία σειρά μεταρρυθμίσεων στην αγορά κατοικίας, οι οποίες ανακοινώθηκαν πρόσφατα και περιλαμβάνουν την δημιουργία 17 νέων προαστίων σε καίριες αναπτυσσόμενες περιοχές της Μελβούρνης, αλλά και τον διπλασιασμό των επιχορηγήσεων για πρώτη κατοικία στην περιφέρεια της Βικτώριας. 

Η ρύθμιση προβλέπει την πλήρη κατάργηση του φόρου υπέρ της Πολιτείας για ακίνητα αξίας μέχρι 600 χιλιάδων δολαρίων και τη μείωση του φόρου για ακίνητα αξίας μέχρι 750 χιλιάδων δολαρίων. Βάσει της ισχύουσας φορολογίας, ένας αγοραστής σήμερα καταβάλλει $5685 για ακίνητο αξίας 300 χιλιάδων και $15.535 για ακίνητο αξίας 600 χιλιάδων. 

Με το νέο σύστημα, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιουλίου, περίπου 25 χιλιάδες αγοραστές κάθε χρόνο θα ανακουφιστούν από αυτήν την φορολογία, εξοικονομώντας κατά μέσο όρο $8.000 από το συνολικό κόστος της πρώτης κατοικίας. Επιπλέον, οι ίδιοι αγοραστές θα έχουν την δυνατότητα να διεκδικήσουν και επιχορήγηση πρώτης κατοικίας, απολαμβάνοντας ακόμη μεγαλύτερης ενίσχυσης από την Πολιτεία (για ακίνητα αξίας μέχρι 600 χιλιάδων, αυτή η επιχορήγηση ανέρχεται σε δέκα χιλιάδες δολάρια). 

Παράλληλα, το πιλοτικό πρόγραμμα ‘Homes Vic’ -συνολικού ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων- θα δώσει την ευκαιρία σε περίπου 400 αγοραστές να μπουν στην αγορά ακινήτων, χάρη στην συμμετοχή της κυβέρνησης της Βικτώριας. Το πρόγραμμα συμμετοχικού κεφαλαίου, το οποίο θα ενισχύει ζευγάρια με ετήσιο εισόδημα μέχρι 95 χιλιάδες δολάρια και μεμονωμένους αγοραστές με εισόδημα μέχρι 75 χιλιάδες δολάρια, θα μειώνει στο 5% το ύψος της προκαταβολής που θα καλούνται να πληρώσουν προκειμένου να εγκριθεί το δάνειό τους. Μετά την πώληση του ακινήτου, θα ενεργοποιούνται οι διαδικασίες για την είσπραξη από την κυβέρνηση του μεριδίου της. Έτσι, ένας νέος ιδιοκτήτης που θα αγοράσει νεόδμητη κατοικία αξίας 650 χιλιάδων, θα εξοικονομεί περισσότερα από 30 χιλιάδες δολάρια. 

ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ Η ΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

«Οι αγοραστές πρώτης κατοικίας αντιμετωπίζουν περισσότερα εμπόδια από ποτέ» δήλωσε ο Πολιτειακός Πρωθυπουργός Daniel Andrews, παρουσιάζοντας τα νέα μέτρα. «Παλεύουν με την άνοδο των τιμών, βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τους επενδυτές και έχουν απέναντί τους και τις πολιτικές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που ευνοούν αυτούς που είναι ήδη ιδιοκτήτες. Αυτές οι αλλαγές θα τους βοηθήσουν να αποκτήσουν ένα προβάδισμα». 

Ακόμη και πριν από την επίσημη εξαγγελία, οι μεταρρυθμίσεις αυτές της κυβέρνησης Andrews έχουν αποσπάσει ιδιαίτερα θετικά σχόλια και αναμένεται να γίνουν δεκτές με ενθουσιασμό από τους πολίτες, ως μία ευπρόσδεκτη και δραστική απάντηση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι νέοι αγοραστές ακινήτων. 

Ωστόσο, η κατάργηση του φόρου θα σημαίνει απώλεια εσόδων 800 εκατομμυρίων σε ορίζοντα τετραετίας για την Πολιτεία της Βικτώριας, κάτι που θα έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό. Παράλληλα, δεδομένου ότι η μέση τιμή κατοικίας στην Μελβούρνη έχει ήδη αγγίξει το ποσό-ρεκόρ των 795 χιλιάδων δολαρίων, η ιδιοκτησία θα παραμείνει άπιαστο όνειρο για τους νέους, αν τα κρατικά κίνητρα δεν συνοδευτούν από μία γενναία πτώση στις τιμές των ακινήτων. Η εκτίμηση αυτή δεν αφορά μόνο την αγορά της Μελβούρνης. Η αγορά ακινήτων στην Αυστραλία είναι μία οικονομία με τζίρο 6,5 τρισ. δολάρια, η οποία όμως θεωρείται ιδιαίτερα ευαίσθητη στις αλλαγές επιτοκίων. 

Αυτήν την στιγμή, τα επίσημα επιτόκια που έχει ορίσει η Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, βρίσκονται στο 1,5%, κάτι που στην πράξη σημαίνει ότι τα ετήσια επιτόκια αποπληρωμής δανείων είναι 4-5% επί του συνολικού ύψους του δανείου. Αν τα επιτόκια αυξηθούν, ακόμη και κατά τρεις μονάδες βάσης, αυτό θα προκαλέσει σοβαρούς κλυδωνισμούς στην αγορά, δυσκολεύοντας την αποπληρωμή των δανείων και απειλώντας να βυθίσει το σύστημα σε κρίση. Αυτός ο φόβος κάνει πολλούς αναλυτές να πιστεύουν ότι, αν η Αποθεματική Τράπεζα δεν εφαρμόσει μία πολύ αυστηρή πολιτική διατήρησης χαμηλών επιτοκίων, ένα στα τρία νοικοκυριά της Βικτώριας, της Τασμανίας και της Δυτικής Αυστραλίας θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα στο μέλλον.