Η μονοπωλιακή θέση που έχουν τα μεγάλα αεροδρόμια στην αγορά της Αυστραλίας και το γεγονός ότι κατά την ιδιωτικοποίησή τους η Πολιτεία δεν φρόντισε να θεσπίσει τους κατάλληλους ελεγκτικούς μηχανισμούς ώστε να μπορεί να επεμβαίνει όταν αυτά την εκμεταλλεύονται σε βάρος των επιβατών, ευθύνονται σύμφωνα με την Αυστραλιανή Επιτροπή Προστασίας του Καταναλωτή και Θεμιτού Ανταγωνισμού (Australian Competition and Consumer Commission – ΑCCC), για την αισχροκέρδεια στην οποία επιδίδονται.

Σε έκθεση της ACCC, αναφέρεται ότι τα τέσσερα μεγάλα αεροδρόμια (Μελβούρνης, Σίδνεϊ, Περθ και Μπρίσμπαν) μέσα από τις υπερβολικές τους αυξήσεις στις χρεώσεις τους αισχροκερδούν σε βάρος των καταναλωτών και το μέγεθος αυτής της αισχροκέρδειας ξεπερνά το ενάμισι δισεκατομμύριο.

Η έκθεση αναφέρει ότι τα αεροδρόμια αυτά έχουν ποσοστό κέρδους τόσο μεγάλο που θα το ζήλευαν ακόμα και οι μεγαλύτερες εταιρίες της χώρας. Το ποσοστό κέρδους για το αεροδρόμιο του Σίδνεϊ είναι 46,7%, για το αεροδρόμιο του Μπρίσμπαν φτάνει το 44,9% ενώ τα ποσοστά κέρδους για τα αεροδρόμια της Μελβούρνης και του Περθ δεν πέφτουν κάτω από το 43%. 

Οι βασικές χρεώσεις που τα αεροδρόμια αυξάνουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, αφορούν αυτά που επιβάλλουν στις αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες με τη σειρά τους, τις περνούν στους επιβάτες. Το γεγονός ότι παρά τις όποιες υπερβολικές αυξήσεις των χρεώσεων στις αεροπορικές εταιρίες, αυτές συνεχίζουν να απολαμβάνουν υγιή αύξηση των κερδών τους, αποδεικνύει ότι τελικά, τα «θύματα» της αισχροκέρδειας των αεροδρομίων είναι οι επιβάτες. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι τα τελευταία χρόνια, όπως αναφέρει η έκθεση, οι φόροι που πληρώνουμε στα αεροπορικά μας εισιτήρια, χρήματα που πάνε κατευθείαν στην τσέπη των ιδιοκτητών εταιριών των αεροδρομίων, έχουν αυξηθεί έως και 75% σε κάποιες περιπτώσεις.

Το αεροδρόμιο Σίδνεϊ είναι το ακριβότερο της χώρας και ο κάθε επιβάτης που περνά από την πόρτα του, πληρώνει τουλάχιστον $18 είτε το θέλει είτε όχι. 

Το μέγεθος της αισχροκέρδειας στην οποία επιδίδονται τα μεγάλα αεροδρόμια της χώρας «εκτοξεύεται» στα ύψη, σύμφωνα με την έκθεση, όταν εξεταστούν οι χρεώσεις που επιβάλλουν στους χώρους στάθμευσης.

«Η αύξηση των κερδών τους από τους χώρους στάθμευσης και από τις χρεώσεις που επιβάλλουν σε ταξί, ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, λεωφορεία και άλλα μέσα μεταφοράς προκειμένου αυτά να έχουν πρόσβαση στους χώρους του αεροδρομίου είναι πρωτοφανής» είπε χαρακτηριστικά ο προεδρεύων σύμβουλος της Επιτροπής Προστασίας Καταναλωτή Ροντ Σιμς.

Ο κ. Σιμς δεν κατηγόρησε άμεσα τις εκάστοτε κυβερνήσεις για την αισχροκέρδεια των αεροδρομίων, αλλά τόνισε ότι έχουν συμβάλει σημαντικά στην σημερινή κατάσταση. «Μετά την απόφαση της Πολιτείας να πουλήσει τα αεροδρόμια, οι εκάστοτε κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερα από την πώλησή τους, υποσχέθηκαν στους εταιρικούς ομίλους που ενδιαφέρονταν για μία σειρά από προνόμια, όπως η εξασφάλιση της μονοπωλιακής θέσης τους στην αγορά, αλλά και την μικρότερη δυνατή κρατική επέμβαση στη λειτουργία τους» είπε ο κ. Σιμς. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι η πρακτική αυτή εκ μέρους των κυβερνήσεων όταν προσπαθούν να ιδιωτικοποιήσουν περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου είναι και ο βασικός λόγος που οι πολίτες της χώρας αντιτάσσονται στην πώληση της κρατικής περιουσίας. 

Για την περίπτωση των αεροδρομίων, η ACCC θεωρεί ότι η Πολιτεία πρέπει να επέμβει καθώς ακόμα και οι αεροπορικές εταιρίες θεωρούν ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί ως έχει γιατί δεν είναι βιώσιμη. 

Μάλιστα, ο κ. Σιμς αποκάλυψε ότι ενώ η Επιτροπή έχει ζητήσει επανειλημμένως, αλλά ανεπιτυχώς από την κυβέρνηση να της παραχωρήσει μία σειρά εξουσιών προκειμένου να σταματήσει την ασυδοσία των ομίλων και να βάλει φρένο στην ανεξέλεγκτη αύξηση των χρεώσεων στα αεροδρόμια.