Απόφαση-σταθμό για τις περιουσίες Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα, η οποία μάλιστα βάζει φρένο στις παράνομες αγοραπωλησίες των περιουσιών, εξέδωσε χθες το βρετανικό Εφετείο στην υπόθεση του Μελέτη Αποστολίδη εναντίον του ζεύγους Όραμς. Απεφάνθη κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο ότι η απόφαση δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να εκτελεστεί.

Στην απόφαση του βρετανικού Εφετείου τονίζεται ότι το ζεύγος Όραμς θα πρέπει να καταβάλει αποζημιώσεις στον Μελέτη Αποστολίδη, να κατεδαφίσει την παράνομη ανάπτυξη στην περιουσία του στην κατεχόμενη Λάπηθο, να τερματίσει τις επεμβάσεις σε αυτήν και να την παραδώσει στον νόμιμο ιδιοκτήτη της.

Η απόφαση αναμενόταν με εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς οι συνέπειές της είναι μεγάλες τόσο σε σχέση με την παράνομη εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα όσο και με το θέμα των περιουσιών, όπως αυτό συζητείται στις απευθείας διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού.

Το ζεύγος Όραμς από την Αγγλία έκτισε πολυτελή έπαυλη στη Λάπηθο σε γη που ανήκει στον κ. Μελέτη Αποστολίδη. Πριν από έξι χρόνια ο κ. Αποστολίδης προσέφυγε σε κυπριακό δικαστήριο και πήρε θετική απόφαση. Στη συνέχεια προσέφυγε σε αγγλικό δικαστήριο εναντίον του ζεύγους Όραμς, το οποίο είχε προσλάβει δικηγόρο την κ. Σερί Μπλερ, σύζυγο του Βρετανού τότε πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, ζητώντας να εκτελεστεί η απόφαση του κυπριακού δικαστηρίου, αλλά το βρετανικό δικαστήριο απέρριψε πρωτοδικώς την αίτηση.

«ΝΙΚΗ ΘΕΣΜΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΩΝ»

Επόμενος σταθμός της δικαστικής μάχης του κ. Μ. Αποστολίδη και των δικηγόρων του ήταν το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από το οποίο ζήτησε να αποφανθεί κατά πόσον αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων είναι εκτελεστές στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επομένως και στη Βρετανία. Το ΕΔΑΔ έκρινε θετικά και χθες την απόφαση αποδέχθηκε και το βρετανικό Εφετείο δικαιώνοντας τον κ. Μελέτη Αποστολίδη. «Η απόφαση αποτελεί νίκη των θεσμών και αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» δήλωσε ο κ. Αποστολίδης και διατύπωσε την εκτίμηση πως η απόφαση αφορά όλες τις πτυχές του περιουσιακού.

Ο δικηγόρος του κ. Αποστολίδη κ. Κ. Καντούνας, τόνισε πως είναι σημαντικό το ότι η απόφαση είναι «οριστική και αμετάκλητη, χωρίς περιθώριο για έφεση» και δεν μπορεί να ανατραπεί. Σημειώνεται ότι ούτε το ζεύγος Όραμς αλλά ούτε και η κ. Σερί Μπλερ βρισκόταν στο δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία ανακοίνωσης της απόφασης.

ΧΡΙΣΤΟΦΙΑΣ: ΈΔΩΣΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δ. Χριστόφιας και η πολιτική ηγεσία χαιρέτισαν την απόφαση. Ο κ. Χριστόφιας δήλωσε πως η απόφαση έχει σημαντική νομική και πολιτική σημασία, επειδή «το βρετανικό δικαστήριο συμπεριφέρθηκε με βάση τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ανθρώπινα δικαιώματα και γιατί δίνει απάντηση στην πλευρά που θέλει να αρνηθεί το δικαίωμα της χρήσης της ιδιοκτησίας». Το θέμα των περιουσιών θα περιλαμβάνεται στην δεύτερη φάση των εντατικών διαπραγματεύσεων Χριστόφια-Ταλάτ για την επίλυση του Κυπριακού που αρχίζει στις 25 Ιανουαρίου. Η ελληνοκυπριακή πλευρά υποστηρίζει ότι ο ιδιοκτήτης πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο ως προς το μέλλον της περιουσίας του, ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά δίνει προτεραιότητα σε αυτόν που την κατέλαβε (παράνομα) και τη χρησιμοποιεί. Η απόφαση θα έχει αντίκτυπο όμως και στη Βρετανία, καθώς χιλιάδες είναι οι Βρετανοί που αγόρασαν ελληνοκυπριακές περιουσίες στα κατεχόμενα και έκτισαν σπίτια ή τις εκμεταλλεύονται με άλλον τρόπο.

 «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ»

«Η απόφαση του βρετανικού Εφετείου επιβεβαιώνει, όπως και η προηγούμενη του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το ίδιο θέμα, ότι η αρχική ετυμηγορία της κυπριακής Δικαιοσύνης για την υπόθεση Αποστολίδη-Όραμς πρέπει να τύχει εφαρμογής στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Γρηγόρης Δελαβέκουρας, ο οποίος άφησε αιχμές για τις προτάσεις που έχουν καταθέσει στις εντατικές συνομιλίες οι Τουρκοκύπριοι: «Ελπίζουμε ότι η απόφαση αυτή θα αποτελέσει το έναυσμα για να επανεξετάσουν τις θέσεις τους εκείνοι που στις συνομιλίες στην Κύπρο, αμφισβητούν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας», σημειώνει χαρακτηριστικά. «Ανησυχητική από πολλές απόψεις» χαρακτηρίζει από την πλευρά του την απόφαση το τουρκικό ΥΠΕΞ, το οποίο σε ανακοίνωσή του υποστηρίζει ότι η απόφαση μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στην επίλυση του Κυπριακού, ενώ μιλά για «εξαιρετικά ατυχή» χρονική στιγμή κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση. Καταλήγει μάλιστα υπογραμμίζοντας ότι η απόφαση δεν θα επηρεάσει τα όσα συζητούνται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και προϊδεάζει για μέτρα που θα ληφθούν «και θα αξιολογηθούν από κοινού με τους Τουρκοκύπριους».

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας χαιρετίζει την έκδοση της τελικής απόφασης του Αγγλικού Εφετείου, σήμερα, στην υπόθεση του Μελέτη Αποστολίδη κατά του ζεύγους Charles και Linda Orams.

Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση αυτή αφορούσε στο αίτημα του κ. Αποστολίδη να αναγνωριστούν και εκτελεστούν στην Αγγλία οι αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με τις οποίες, το εν λόγω Δικαστήριο, διαπίστωσε την παράνομη επέμβαση του ζεύγους Οραμς σε ακίνητη περιουσία του κ. Αποστολίδη στη Λάπηθο. Διέταξε το εν λόγω ζεύγος να καταβάλει αποζημίωση, να προχωρήσει σε κατεδάφιση και να παραδώσει ελεύθερη κατοχή του ακινήτου στον κ. Αποστολίδη. Πρωτόδικο Αγγλικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι οι αποφάσεις του Κυπριακού Δικαστηρίου δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν στην Αγγλία καθότι ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001, βάση του οποίου επιδιωκόταν η εν λόγω αναγνώριση, είχε ανασταλεί μαζί με το υπόλοιπο κεκτημένο της ΕΕ «σε σχέση με» τις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας όπου η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Εξάλλου το εν λόγω πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την άποψη ότι, ακόμα και αν ο Κοινοτικός Κανονισμός είχε εφαρμογή, η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στην εξαίρεση που διατυπώνεται στην παράγραφο 34(2) αυτού σε σχέση με δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ερήμην.

Ο κ. Αποστολίδης άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης και, για διασαφήνιση των πολλαπλών ζητημάτων Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου που ετίθεντο στην υπόθεση, το Εφετείο απέστειλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Στις 18 Δεκεμβρίου 2008, η Γενική Εισαγγελέας του ΔΕΚ κ. Kokott εξέδωσε τις προτάσεις της προς το Δικαστήριο. Ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΚ είναι να βοηθά το Δικαστήριο, διατυπώνοντας προτάσεις, οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές αλλά τις οποίες το Δικαστήριο λαμβάνει σοβαρά υπόψη. Οι προτάσεις της κ. Kokott υποστήριζαν πλήρως τις θέσεις που υποστήριξαν ενώπιον του ΔΕΚ τόσον ο κ. Αποστολίδης, όσο και η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ως κράτος μέλος της ΕΕ αυτοδικαίως παρενέβη ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στις 29.4.2009 το ΔΕΚ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως) εξέδωσε την απόφασή του επί των προδικαστικών ερωτημάτων, ανατρέποντας πλήρως τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Αγγλικού Δικαστηρίου, αναγνωρίζοντας την ορθότητα των θέσεων του κ. Αποστολίδη και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Απέμενε, συνεπώς, να εκδοθεί η τελική απόφαση του Αγγλικού Εφετείου επί της ουσίας της έφεσης του κ. Αποστολίδη κατά της πρωτόδικης αγγλικής απόφασης. Τα εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του ΔΕΚ επί προδικαστικών ερωτημάτων που τα ίδια παραπέμπουν. Συνεπώς, το ζεύγος Οραμς δεν επεδίωξε να αμφισβητήσει την ουσία της απόφασης του ΔΕΚ, αλλά έθεσε ενώπιον του Εφετείου τα εξής δύο θέματα:
 (Ι) Κατά πόσον οι αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εμποδίζονται από του να αναγνωριστούν και εκτελεστούν στην Αγγλία διότι η εκτέλεση αυτή θα ήταν αντίθετη προς μια ισχυριζόμενη «διεθνή δημόσια τάξη» (θέμα που κατά τους Οραμς δεν εξετάστηκε από το ΔΕΚ).
 (ΙΙ) Κατά πόσον η απόφαση του ΔΕΚ επί των προδικαστικών ερωτημάτων που είχαν διατυπωθεί επηρεάζεται από ισχυριζόμενη «αντικειμενική εμφάνιση μεροληψίας» του Προέδρου του ΔΕΚ κ. Βασίλειου Σκουρή.

 (Ι) «ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ»

Στο πλαίσιο του πρώτου αυτού ζητήματος, το Αγγλικό Εφετείο, εκτός από τις θέσεις των Οραμς, είχε ενώπιον του και τη γραπτή παρέμβαση που είχε επιτραπεί εκ μέρους επηρεαζόμενης ομάδας Βρετανών «αγοραστών» (British Residents Society – BRS), οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι οι αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αντίκεινται στο εθιμικό διεθνές δίκαιο, το οποίο δήθεν δεν αναγνωρίζει κρατική δικαιοδοσία επί εδάφους σε σχέση με το οποίο δεν ασκείται από το κράτος αποτελεσματικός έλεγχος. Προτού επιληφθεί των θέσεων των Οραμς, το Δικαστήριο αφιέρωσε μια παράγραφο της απόφασης του για να απορρίψει τις εισηγήσεις στην παρέμβαση του BRS. Κατά το Δικαστήριο, αυτές δεν προσθέτουν το παραμικρό στις τοποθετήσεις των Οραμς και, στην έκταση που προσβάλλουν την απόφαση του ΔΕΚ επί των προδικαστικών ερωτημάτων, δεν μπορούν να επιτύχουν εφόσον η απόφαση αυτή δεσμεύει το Αγγλικό Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο στη συνέχεια στράφηκε στα επιχειρήματα των Οραμς, η ουσία των οποίων είναι πως οι δικαστικές διαμάχες αναφορικά σε ζητήματα ακίνητης ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα δημιουργούν ένταση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και θέτουν σε κίνδυνο τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, τα οποία όλα τα κράτη έχουν υποχρέωση, δυνάμει του διεθνούς δικαίου να υποστηρίξουν. Άρα, η αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιων αποφάσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο θα ήταν, κατά τους Οραμς, αντίθετη προς τη διεθνή υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να στηρίξει τις προσπάθειες ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού προβλήματος.
Εστιάζοντας την προσοχή στις θέσεις των Οραμς, το Δικαστήριο κατέγραψε πρωτίστως τη διαφωνία του με τον χαρακτηρισμό της απόφασης του ΔΕΚ ως «επιφανειακής» (“thin”), σχολιάζοντας, με πλήρη σεβασμό προς το ΔΕΚ, ότι αυτό πραγματεύεται με καθαρότητα και σαφήνεια τα ερωτήματα που τέθηκαν ενώπιον του.

Επί της ουσίας των θέσεων των Οραμς, το Δικαστήριο αποφαίνεται τα εξής:
Αποδεχόμενο ότι υπάρχει μια κοινή θέση διεθνώς, ότι θα πρέπει να παρέχεται κάθε ενθάρρυνση για την επίτευξη ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ της αποδοχής αυτής της θέσης και της εισήγησης ότι θα ήταν πρόδηλα αντίθετο προς τη δημόσια τάξη στο Ηνωμένο Βασίλειο να αναγνωριστούν στη χώρα αυτή αποφάσεις των Δικαστηρίων της Κύπρου. Υπενθυμίζοντας ότι ο ρόλος των Δικαστηρίων είναι να εφαρμόζουν το δίκαιο, προσθέτει ότι η διεθνής υποστήριξη προς τις προσπάθειες για επίτευξη λύσης του Κυπριακού δεν έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεούται ένα Αγγλικό Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον μια δικαστική απόφαση είναι ή όχι υποβοηθητική για την προσπάθεια ειρήνευσης στο νησί.

Παρά το γεγονός ότι με την πιο πάνω ανάλυση απορρίπτει το επιχείρημα των Οραμς, το Δικαστήριο προχωρεί και εξετάζει περαιτέρω κατά πόσον θα ήταν ορθό ή έστω βοηθητικό για την ειρηνευτική διαδικασία να μην αναγνωρίσει τις αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Σε σχέση με αυτό διαπιστώνει ότι η μη αναγνώριση μιας νόμιμης απόφασης ενός νόμιμου δικαστηρίου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μάλλον θα μπορούσε να πυροδοτήσει την κατάσταση.
Εξάλλου, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την υποχρέωση που πηγάζει από αριθμό Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για σεβασμό προς την εδαφική ακεραιότητα και ενιαία κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία σαφώς περιλαμβάνει την υποχρέωση επίδειξης σεβασμού προς τα Δικαστήρια, τα οποία αποτελούν βασικό βραχίονα του κυρίαρχου κράτους. Για το Ηνωμένο Βασίλειο, στην υποχρέωση αυτή το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι προστίθεται και η υποχρέωση που πηγάζει από τη Συνθήκη Εγγυήσεως.

Συνεπώς, καταλήγει το Δικαστήριο, εάν τα Αγγλικά Δικαστήρια είχαν υποχρέωση να κρίνουν τι απαιτεί η «διεθνής δημόσια τάξη» υπολογίζοντας αφενός τη σημασία της ειρηνευτικής διαδικασίας στην Κύπρο και αφετέρου την υποχρέωση που έχει το Ηνωμένο Βασίλειο, δυνάμει της Συνθήκης Εγγυήσεως και των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, να σεβαστεί την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τότε θα κατέληγαν ότι οι αποφάσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων πρέπει να εκτελούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο.

(ΙΙ) ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ «ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ»
ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΕΚ Κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΚΟΥΡΗ

Οι Οραμς, στην προσπάθεια τους να αποφύγουν την εφαρμογή της δυσμενούς γι΄ αυτούς απόφασης του ΔΕΚ, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι ο Πρόεδρος του εν λόγω Δικαστηρίου, κ. Βασίλειος Σκουρής, λόγω του ότι παρασημοφορήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία επισκέφθηκε επανειλημμένως την χώρα μας και συνάντησε τόσο στην Κύπρο όσο και στην έδρα του Δικαστηρίου, στο Λουξεμβούργο, Κύπριους πολιτικούς, δεν παρουσίαζε πλέον τα αντικειμενικά εχέγγυα της αμεροληψίας που θα του επέτρεπαν να προεδρεύσει της σύνθεσης του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υπόθεσής τους.

Το Αγγλικό Εφετείο, τονίζοντας τις ιδιαιτερότητες του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως κοινού Δικαστηρίου για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρίζοντας, επίσης, το ρόλο του Προέδρου του Δικαστηρίου αυτού, που είναι να μεριμνά για την όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση της γνώσης για το ρόλο και τη λειτουργία του Δικαστηρίου, εξέτασε μία προς μία τις αιτιάσεις των Οραμς κατά του κ. Σκουρή και τις απέρριψε. Καταλήγει δε, ότι ένας αντικειμενικός παρατηρητής θα έκρινε πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε πιθανότητα ο Πρόεδρος του ΔΕΚ να επηρεαστεί από την παρασημοφόρησή του και από τις άλλες επαφές που είχε με την Κύπρο. Ολοκληρώνοντας, το Εφετείο τονίζει ότι η παρούσα υπόθεση έπρεπε να κριθεί και κρίθηκε από το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του ΔΕΚ στη βάση νομικών αρχών και μόνον.
Η σημασία της σημερινής απόφασης του Αγγλικού Εφετείου τοποθετείται σε πολλαπλά επίπεδα. Πρωτίστως, το Δικαστήριο τονίζει την υποχρέωση που έχει το Ηνωμένο Βασίλειο να σέβεται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναγνωρίζεται πλέον, κατά τρόπο τελεσίδικο από το ανώτατο αρμόδιο Αγγλικό Δικαστήριο, η δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων να αποφαίνονται επί υποθέσεων που αφορούν σε ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στα κατεχόμενα και η υποχρέωση των Αγγλικών Αρχών να αναγνωρίζουν και να εκτελούν τις αποφάσεις αυτές. Επίσης, με την απόφαση αυτή προστατεύονται πιο αποτελεσματικά τα δικαιώματα περιουσίας των προσφύγων, καθότι κατοχυρώνονται πλήρως, δυνάμει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα αστικά τους δικαιώματα έναντι των ιδιωτών σφετεριστών της περιουσίας τους. Ως εκ τούτου, η εν λόγω απόφαση μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στοιχείο που θα αποθαρρύνει την περαιτέρω παράνομη εκμετάλλευση Ελληνοκυπριακών περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές.