Φιλότιμο: Η ελληνική λέξη που δεν μεταφράζεται

«Ένας Έλληνας δεν είναι Έλληνας χωρίς φιλότιμο» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι

Ένα αφιέρωμα σε μια από τις δημοφιλέστερες ελληνικές λέξεις που διαχρονικά χαρακτηρίζουν την Ελλάδα και παραδοσιακά αποδίδεται ως βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κουλτούρας και νοοτροπίας, δημοσίευσε πριν λίγες ημέρες το βρετανικό BBC, σε άρθρο του με τίτλο ‘The Greek word that cant ‘t be translated’. 

Σύμφωνα με την αρθρογράφο Σταβ Δημητροπούλου και την έρευνα που η ίδια διεξήγαγε, απευθυνόμενη ως επί το πλείστον στο βρετανικό αναγνωστικό κοινό, οι ρίζες της λέξης φιλότιμο, έχουν τα ίχνη τους στην εποχή της κλασσικής Ελλάδας. 

«Η ακριβής έννοια της λέξεως αποτελεί ανέκαθεν φλέγον ζήτημα αφού το φιλότιμο ανήκει στο πάνθεον της ελληνικής γλώσσας που αψηφά κάποιες φορές τους λεξικούς νόμους της ετυμολογίας» εξηγεί η αρθρογράφος, που αρχικά αρκείται στην ετυμολογική ανάλυση της λέξης, η οποία συνοψίζεται ως «αγάπη για την τιμή» οστόσο, η ίδια παραδέχεται ότι η μετάφραση δεν είναι επαρκής για να περιγράψει το πραγματικό νόημα της συγκεκριμένης λέξης. Και αυτό γιατί μέσα σε μόνο τέσσερις συλλαβές, η λέξη φιλότιμο συμπυκνώνει τόσες αρετές, που απλά είναι αδύνατο να μεταφραστεί αυτολεξεί. 

Ξεφυλλίζοντας κανείς τα εγκυρότερα διεθνή λεξικά συμπεραίνει αβίαστα πως η σημασία της συγκεκριμένης λέξης είναι σαφώς πολυδιάστατη και, συνεπώς, είναι δύσκολο να της αποδοθεί μια παραδοσιακή ερμηνεία, αφού περικλείει βασικές έννοιες όπως αυτή της τιμής, της περηφάνιας, της αξιοπρέπειας, της ιδανικής και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς, της φιλοξενίας, του δεσμού και της ευθύνης των διαπροσωπικών σχέσεων. 

«Κατά την άποψή μου, οι Έλληνες και όσοι από εμάς συναναστρέφονται μαζί τους, έχουμε υποσυνείδητα απόλυτη επίγνωση της έννοιας του φιλότιμου» εξηγεί στο ‘Νέο Κόσμο’ ο μεταφραστής, διερμηνέας και ταξιδιωτικός συγγραφέας Paul Hellander. 

«Παρ’ ότι η ετυμολογία είναι εύκολο να αναλυθεί, το να ερμηνεύσει κανείς το φιλότιμο ως έννοια, σε ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες, είναι εξαιρετικά δύσκολο δεδομένου ότι η ίδια έννοια και λέξη δεν συναντάται σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Βέβαια, αυτό συμβαίνει και με λέξεις που «γεννιούνται» σε άλλες χώρες, τις οποίες και πάλι οι γλωσσολόγοι αδυνατούν να προσδιορίσουν. Καταλήγω, λοιπόν, στο ότι η λέξη φιλότιμο αφορά ουσιαστικά την έννοια της «αφιλοκερδούς αλτρουϊστικής προσφοράς», δηλαδή της προθυμίας ενός ατόμου να κάνει μια καλή πράξη για τον συνάνθρωπό του χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα» καταλήγει ο Hellander. 

Είναι γεγονός ότι ορισμένες λέξεις έχουν πολύ μεγαλύτερη δυναμική από άλλες και ως δια μαγείας αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου και την αναπόφευκτη γλωσσολογική εξέλιξη μέσα στους αιώνες.

Ο γέροντας Παΐσιος είχε πει κάποτε ότι οι Έλληνες ενδεχομένως να έχουν μια «οκά» ελαττώματα, όμως έχουν συνάμα και ένα πολύτιμο θεϊκό δώρο. 

«Άλλοι λαοί δεν έχουν αυτήν την ευλογία να έχουν τέτοιες λέξεις στο λεξιλόγιό τους όπως τις λέξεις λεβεντιά και φιλότιμο» έλεγε ο Γέροντας. 

Από την άλλη, αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι η ερμηνεία που δίνουν οι ίδιοι οι Έλληνες, όταν τους ζητά κανείς να περιγράψουν τι σημαίνει η λέξη για τους ίδιους. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι καθένας αντιλαμβάνεται την ίδια έννοια εντελώς διαφορετικά από τον άλλον, γεγονός που σηματοδοτεί το πολυδιάστατο νόημα μιας και μόνο λέξης. Τότε γίνεται εμφανές ότι η λέξη αυτή όχι μόνο παραμένει αμετάφραστη προς τις ξένες γλώσσες, αλλά είναι αυταπόδεικτο ότι και οι ίδιοι οι Έλληνες δυσκολεύονται να συμφωνήσουν σε έναν ενιαίο ορισμό.

Κατά κοινή ομολογία, στο άκουσμα της λέξης ο Έλληνας συνειρμικά συνδέει το φιλότιμο με την αγάπη για την οικογένεια, την πατρίδα και το κοινωνικό σύνολο γενικότερα. 

«Εμείς οι Έλληνες θεωρούμε το φιλότιμο ως αρετή και οι λέξεις που το προσδιορίζουν περικλείουν έναν συνδυασμό ειλικρινούς και αγνής αγάπης, ευγένειας και γενναιοδωρίας. Είναι οι αρετές που καθρεφτίζονται και πηγάζουν μέσα από την ψυχή του ανθρώπου» λέει στο Νέο Κόσμο η ομογενής Άννα Στρουμπή, η οποία παραδέχεται ότι για την ίδια δεν υπάρχει ευτυχισμένη ζωή όταν απουσιάζει από την ψυχή ενός ανθρώπου το φιλότιμο, ως αρετή. 

«Κατά την ταπεινή μου άποψη το να ζεις και να πορεύεσαι με φιλότιμο είναι προσωπική επιλογή αλλά εγώ όσες φορές αμφισβήτησα την αξία του στη ζωή μου, ένιωσα ότι έχασα τον εαυτό μου. Για μένα η έννοια αυτή μεταφράζεται σε καλοσύνη, σε προσφορά χωρίς ανταλλάγματα, στην προθυμία να ανοίξει κανείς το σπίτι του και να αγκαλιάσει τους άλλους δίχως υποκρύπτουσες σκοπιμότητες και ανταλλάγματα» λέει. 

Ουσιαστικά, το φιλότιμο συνεπάγεται καλοσύνη, έλλειψη εγωισμού και απαιτεί από τον καθένα μας να συναισθανθεί, να αποδεχθεί και κατά συνέπεια να σεβαστεί τον συνάνθρωπο του και τα πιστεύω του. Εξ ου και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η έννοια αυτή γεννήθηκε και άνθισε στη χώρα που γέννησε την σημαντικότερη αξία της ανθρωπότητας. Την δημοκρατία. 

«Η μυθολογία που συνοδεύει αυτήν την αόριστη έννοια δεν έχει προηγούμενο. Πράγματι, η λέξη είναι αδύνατο να μεταφραστεί με ακρίβεια σε οποιαδήποτε γλώσσα αλλά σίγουρα το φιλότιμο αποτελεί δομικό στοιχείο της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, ειδικά αν συμμεριστούμε την στάση της Ελλάδας σε σχέση με αυτό που αποκαλούμε Δύση» εξηγεί ο Βασίλειος Π. Βερτουδάκης, λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος, επιχειρώντας να διεισδύσει πιο βαθιά στην γλωσσολογική προέλευση της αμφιλεγόμενης αυτής λέξης, είπε ότι το φιλότιμο προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «φιλοτιμία» και η πρώτη της γραπτή αναφορά μπορεί να βρεθεί στα γραπτά του λυρικού ποιητή Πίνδαρου.

Ο φιλόλογος εξηγεί στα γραπτά του, ότι κατά τον 15ο αιώνα μ.Χ. η έννοια του φιλότιμου αναζωογονήθηκε και απέκτησε μεγάλη σημασία καθώς οι Οθωμανοί είχαν αποκόψει τους Έλληνες από την επικοινωνία που έως τότε είχαν με την Δύση.

«Οι υποταγμένοι Έλληνες άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε έννοιες όπως αυτή της υπερηφάνειας, της τοπικής κοινότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων. Αντί να αναπτύξουν μια θεσμική συνείδηση όπως συνέβη στη Δυτική Ευρώπη, οι ελληνικές κοινότητες διαποτίστηκαν από το φιλότιμο, το οποίο δεν ήρθε ως αποτέλεσμα του νόμου ή της λογικής αλλά από το έντονο συναίσθημα και ως έναν βαθμό από την οικειότητα» εξηγεί ο Βερτουδάκης. 

Και επειδή μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, ενδεχομένως ο πιο ανώδυνος και εύκολος τρόπος να κατανοήσουν οι «ξένοι» την έννοια του φιλότιμου, να καθρεφτίζεται μέσα στις φωτογραφίες των κατοίκων της Λέσβου, της Χίου και της Κω, που τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλες τις οικονομικές -και όχι μόνο- δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, δεν διστάζουν να πηδήξουν στα παγωμένα νερά του Αιγαίου για να σώσουν τους Σύρους πρόσφυγες που καταφτάνουν κρυφά με τρύπιες βάρκες, σε μια απέλπιδα απόπειρα να σώσουν την ζωή, τα παιδιά και την αξιοπρέπειά τους. 

«Το φιλότιμο δένει μαζί δυο από τις σημαντικότερες ελληνικές λέξεις: τη φιλία και την τιμή. Και οι δυο, από τα ομηρικά χρόνια αποτελούσαν την αδιάψευστη πυξίδα ηθικού, αισθητικού και πρακτικού κανόνα ζωής» εξηγεί στο Νέο Κόσμο ο πανεπιστημιακός καθηγητής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας Λόγος, Μιχάλης Τσιανίκας. 

«Σε αυτό θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει και την ομορφιά, τη θεία πύλη που οδηγούσε μόνο στο υψηλό και ωραίο. Η «τριλογία» αυτή χαρακτήριζε τον ιδεώδη κλασικό άνθρωπο. Τα ιδεώδη αυτά θα υιοθετήσουν αργότερα και άλλοι λαοί, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ελλήνων. Ποτέ, όμως, δεν θα μπορέσουν να εκφράσουν με μια μόνο λέξη και τα δυο μαζί, φιλία και τιμή, και ίσως εδώ οφείλεται η μοναδική και αναντικατάστατη δύναμη αυτής της σύνθετης λέξης, καθώς η μια πυροδοτεί την άλλη με κάτι τόσο ανθρώπινο (φιλία) και με κάτι τόσο αφηρημένο (τιμή). 

«Η λέξη φιλότιμο δεν συναντάται στα αρχαία κείμενα, αλλά αρχίζει να εμφανίζεται πριν από χίλια περίπου χρόνια, σε κείμενα βυζαντινά. Το πέρασμα από τη φιλοτιμία στο φιλότιμο είναι αξιοπρόσεκτη και σημαντική, αν και δεν ξέρουμε γιατί έγινε. Να εικάσουμε μόνο μπορούμε και να υποθέσουμε ότι η λέξη αρχίζει να αποκτά μια καινούρια χρήση, πιο πρακτική. Απομακρυνόμαστε από τον κλασικό κόσμο που θεωρούσε τη ζωή μέσα από το πρίσμα των αφηρημένων ιδεών. Η φιλοτιμία για τους αρχαίους δεν ήταν απλώς τρόπος ζωής, ήταν άμεση επαφή με τον κόσμο των ιδεών. Καθώς ο μεσαιωνικός άνθρωπος χάνει σιγά σιγά τη σχέση αυτή και προσανατολίζεται σε πιο πρακτική θεώρηση του βίου, η φιλοτιμία γίνεται φιλότιμο και μαγνητίζει έτσι πολλές άλλες σημασίες. Τόσες πολλές που δεν ξέρει κάποιος ποιες να αφήσει απέξω. 

«Το φιλότιμο γίνεται έτσι το λάβαρο μιας πρακτικής ηθικής που πάει χέρι-χέρι με την καλοσύνη και το φως της καθημερινότητας, ένας αρχαίος ναός μέσα σε ένα αιγαιοπελαγίτικο σπίτι» καταλήγει ο καθηγητής Τσιανίκας. 

Εν κατακλείδι, στρέφοντας και πάλι το βλέμμα πίσω στην ιστορία, ίσως τελικά ο προσωκρατικός Έλληνας φιλόσοφος Θαλής ο Μιλήσιος να ήταν εκείνος που προσδιόρισε την αφηρημένη, αλλά συνάμα καθοριστική για έναν λαό, έννοια του φιλότιμου καλύτερα από τον καθένα. 

«Το φιλότιμο για τους Έλληνες είναι σαν την αναπνοή. Ένας Έλληνας δεν είναι Έλληνας χωρίς αυτό. Δεν αναπνέει. Θα μπορούσε κάλλιστα να μην είναι ζωντανός» είπε.