Από την 1η Μαρτίου του 2002 ισχύει για όλα τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Κανονισμός 44/2001, που αντικατέστησε την προϋπάρχουσα Συνθήκη των Βρυξελλών (με εξαίρεση τη Δανία), για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων ως προς τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο Κανονισμός αυτός αντικατέστησε τις πολυάριθμες διεθνείς συμβάσεις μεταξύ των κρατών-μελών και έχει στόχο να απλουστεύσει τις διατυπώσεις που απαιτούνται για τη γρήγορη και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων των κρατών-μελών που δεσμεύονται από αυτή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός ρητά ορίζει ότι δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ρύθμισης περιουσιακών δικαιωμάτων που στηρίζονται σε διαθήκη, κληρονομική διαδοχή ή συζυγική σχέση, αλλά ούτε και σε περιπτώσεις που αφορούν την πτώχευση, ή εκκαθάριση νομικών προσώπων ή εταιριών υπό πτώχευση, και διαφορές που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση.

Ο Κανονισμός, σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο, επιτρέπει ρητά σε κάθε διάδικο να προβάλει την αναγνώριση της αλλοδαπής απόφασης ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα. Το τέταρτο κεφάλαιο του Κανονισμού, που αναφέρεται στις προϋποθέσεις της αναγνώρισης ή εκτέλεσης (άρθρα 57 και 58) προδιαγράφει τους όρους της κήρυξης εκτελεστών των δημόσιων εγγράφων και των δικαστικών συμβιβασμών. Ο Κανονισμός προσδιορίζει ως δημόσια έγγραφα, αυτά που φέρουν τα ακόλουθα τρία χαρακτηριστικά: 1) υπάρχει συμμετοχή κατά την έκδοσή τους δημόσιας ή άλλης αρχής από το κράτος της έκδοσής τους, η οποία συμμετοχή συνιστά και πιστοποίηση της γνησιότητάς τους, 2) τα έγγραφα να είναι γνήσια όχι μόνο ως προς την υπογραφή τους αλλά και ως προς το περιεχόμενό τους και 3) να είναι εκτελεστά και στο ίδιο το κράτος-μέλος όπου καταρτίστηκαν. Υπό την έννοια αυτή, δημόσια έγγραφα με βάση τον Κανονισμό είναι έγγραφα στη σύνταξη των οποίων έχουν συμμετάσχει δημόσιοι λειτουργοί, δικαστικοί γραμματείς, συμβολαιογράφοι, κλπ.

Ως μόνος λόγος μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης δημοσίων εγγράφων, κατά τον Κανονισμό, προβλέπεται αυτός της αντίθεσής τους προς τη δημόσια τάξη του κράτους-μέλους εκτέλεσης. Ωστόσο, ο λόγος αυτός εξετάζεται μόνο μετά από άσκηση προσφυγής ή ενδίκου μέσου και όχι αυτεπάγγελτα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός είναι αυστηρότερος στο θέμα αυτό από το ελληνικό δίκαιο, αφού απαιτεί η δημόσια τάξη να προσβάλλεται «προφανώς» με την αναγνώριση ή εκτέλεση της εν λόγω απόφασης.

Σε αντίθεση με τα όσα προβλέπει το ελληνικό δίκαιο, με βάση τον Κανονισμό επιτρέπεται και η αναγνώριση αποφάσεων που δεν έχουν (ή δεν μπορούν να έχουν) ισχύ δεδικασμένου, όπως για παράδειγμα προδικαστικές αποφάσεις ή αποφάσεις περί αποδείξεως. Εξάλλου, η απόφαση πρέπει να εκδίδεται στο όνομα κράτος μέλους. Επομένως, δεν μπορεί να αναγνωριστεί απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου ή φορολογικές, τελωνειακές και διοικητικές αποφάσεις. Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι ότι με βάση τον Κανονισμό το δικαστήριο της χώρας υποδοχής μπορεί να λάβει υπόψη και απόφαση που δεν έχει επιδοθεί κανονικά «εκτός αν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης ενώ θα μπορούσε να το πράξει στην πατρίδα του». Οι συντάκτες του Κανονισμού θεώρησαν ότι μία τυπική παρατυπία στην κοινοποίηση ή επίδοση δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αναγνώρισης ή εκτέλεσης, αν αυτή δεν είχε εμποδίσει τον οφειλέτη να διασφαλίσει την υπεράσπισή του.

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι ο Κανονισμός δεν επιτρέπει στο δικαστή της χώρας υποδοχής να ελέγξει τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους της προέλευσης της υπό αναγνώριση ή εκτέλεση απόφασης, σε αντίθεση με τα όσα προβλέπει το ελληνικό δίκαιο.