ΤΟ βράδυ της περασμένης Δευτέρας, ήταν εκ πρώτης όψεως, ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα.

ΚΑΙ λέω «εκ πρώτης όψεως», γιατί υπάρχει και η αθέατη όψη της καθημερινότητας. 

ΑΥΤΗ δηλαδή, που λόγω της συχνής της επανάληψης, περνά εντελώς απαρατήρητη.

ΟΠΩΣ συμβαίνει με τα κλειδιά του αυτοκινήτου μας πολλές φορές, που ενώ είναι μπροστά μας, εμείς δεν τα βλέπουμε και συνεχίζουμε να τα ψάχνουμε…

ΕΙΝΑΙ και αυτό μια από τις παραδοξότητες της μνήμης, η οποία στην προκειμένη περίπτωση, λειτουργεί αφαιρετικά. 

ΔΕΝ καταγράφει, δηλαδή, ορισμένα γεγονότα ή κινήσεις που, λόγω της επαναληπτικότητάς τους, τα θεωρεί δεδομένα και οικεία.

ΓΙΑ να δεις και εμβαθύνεις σε πράγματα και γεγονότα που η μνήμη παρακάμπτει και δεν τα αρχειοθετεί, για να μην πελαγώνει από την υπερπληροφόρηση, θα πρέπει να έχεις διάθεση να το κάνεις και, βεβαίως, χρόνο για ξόδεμα.

ΚΑΙ εγώ την περασμένη Δευτέρα το βράδυ τα είχα και τα δυο: και διάθεση παρατηρητικότητας και χρόνο.

ΣΥΝΗΘΩΣ, χρόνο για «σκότωμα» φροντίζω να έχω πάντα. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με τη διάθεσή μου. Αυτή, όσο περνούν τα χρόνια λιγοστεύει…

ΤΗ Δευτέρα, λοιπόν, που τη βρήκα και αυτή διαθέσιμη, είπα να αξιοποιήσω την ευκαιρία που μου δόθηκε…

ΑΣ πάρω, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Την Κυριακή το βράδυ μου τηλεφώνησε η συγκάτοικός μου, που εδώ και ένα μήνα βρίσκεται στην Ελλάδα.

ΑΦΟΥ μιλήσαμε για πολλά και διάφορα, πριν κλείσει το τηλέφωνο, με ρώτησε «τι κάνεις αύριο»;

ΣΗΜΕΡΑ δούλευα (της λέω) που σημαίνει ότι αύριο δεν πάω στο γραφείο και θα καθίσω στο σπίτι να διαβάσω καμιά Ραψωδία της Ιλιάδας και να δω και καμιά ταινία.

«ΔΕΝ θα πας», μου λέει, «στη διάλεξη που θα δώσει ο Αλιβιζάτος, στο Κέντρο της Κοινότητας»; 

«ΟΧΙ», της απαντώ, «δεν θα πάω γιατί δεν με πολυενδιαφέρει το θέμα στο οποίο θα αναφερθεί. Δηλαδή, αν “Λογοδοτούν οι Έλληνες πολιτικοί για τις πράξεις τους”».

«ΔΕΝ έχεις δίκιο» μου λέει. «Αν είναι μια διάλεξη, που λόγω των ενδιαφερόντων σου και της δουλειάς σου θα πρέπει να πας οπωσδήποτε, είναι αυτή του Αλιβιζάτου, ο οποίος είναι ένας από τους κορυφαίους συνταγματολόγους της πατρίδας μας και συγγραφέας πολλών σχετικών και σημαντικών βιβλίων».

ΜΟΥ είπε και άλλα πολλά για τον πανεπιστημιακό καθηγητή, Νίκο Αλιβιζάτο, που έχει διατελέσει και υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Κώστα Σημίτη το 2004 και προτάθηκε το 2015 για πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. 

ΛΙΓΟ η συγκάτοικός μου και από κοντά ο συνάδελφος, Σωτήρης Χατζημανώλης, που λίγες ώρες πριν έμεινε έκπληκτος όταν του είπα ότι δεν θα πάω στη διάλεξη, με έκαναν να αλλάξω γνώμη. 

ΕΤΣΙ, αργά τη Δευτέρα το απόγευμα, ξεκίνησα να πάω στο Σίτι και πριν τη διάλεξη, μπήκα να φάω κάτι σε ένα κινέζικο εστιατόριο στο Russel Street, όπου πηγαίνω συνήθως.

ΣΤΟ μαγαζί κάθονταν τέσσερις νεαρές παρέες Κινέζων, εκ των οποίων οι δύο έτρωγαν και οι άλλες δύο περίμεναν να σερβιριστούν, ενώ όλοι χάζευαν στα κινητά τους.

ΑΚΟΜΑ και αυτοί που έτρωγαν είχαν ανοιχτά τα κινητά τους και με το ένα χέρι κρατούσαν τα ξυλάκια και το άλλο ρολάριζαν στην οθόνη του κινητού τους. 

ΤΩΡΑ θα μου πείτε, ότι εδώ, στο δρόμο περπατούν πια παρά πολλοί χαζεύοντας στα κινητά τους, δεν θα το έκαναν στο εστιατόριο; 

ΓΙΑ να μη χαλάσω την ατμόσφαιρα, έβγαλα και εγώ το κινητό μου για να δω την ώρα, έφαγα, πλήρωσα και κατευθύνθηκα στο κτίριο της Κοινότητας για να παρακολουθήσω τη διάλεξη.

ΕΠΕΙΔΗ μέχρι να αρχίσει είχα 45 λεπτά για ξόδεμα, αποφάσισα να ανέβω στον 13ο όροφο να πιω έναν καφέ στο καφεστιατόριο «Μελίνα».

ΜΠΗΚΑ στο ασανσέρ και πριν ξεκινήσει μπήκε πίσω μου και μια τετραμελής οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά και οι δύο τους κόρες, κρατώντας ανοιχτά τα κινητά τους. 

Η μια ήταν γύρω στα δώδεκα και η άλλη δυοπ-τρία χρόνια μεγαλύτερη, ενώ και οι δύο μπήκαν και βγήκαν στο ασανσέρ σαν υπνωτισμένες, χαζεύοντας τις οθόνες των τηλεφώνων τους.

Η οικογένεια κάθισε σε ένα τραπέζι του εστιατορίου και εγώ στον προθάλαμο όπου (ακόμα…) επιτρέπεται το κάπνισμα.

ΣΤΟΝ προθάλαμο έπιναν καφέ και κάπνιζαν κρατώντας τα κινητά τους, άλλες δύο παρέες, η μια από τις οποίες θα πρέπει να ήταν νεοφερμένοι συμπατριώτες μας, αν κρίνω από τα ελληνικά τους.

ΝΑ προσθέσω εδώ -γιατί παρακολουθούσα τα διαδραματιζόμενα- ότι τα κοριτσάκια δεν σήκωσαν τα μάτια τους από τα τηλεφωνά τους, ενώ μετά από ένα πεντάλεπτο, ενδεχομένως επειδή δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν και να πουν, άνοιξαν τα κινητά τους και οι γονείς… 

ΑΚΡΙΒΩΣ μπροστά μου καθόταν η μεγάλη αδελφή, η οποία τη μισή ώρα που έμεινα και την παρακολουθούσα «κυλούσε» μόνιμα και γρήγορα την οθόνη του τηλεφώνου και πού και πού σταματούσε και έδειχνε τι έβλεπε στη μικρότερη αδελφή της.

ΣΕ πιο αραιά διαστήματα το ίδιο έκανε και η μικρή και ενίοτε έστρεφαν τις οθόνες και προς το μέρος των γωνιών τους, οι οποίοι κάτι έλεγαν και επέστρεφαν στις δικές τους οθόνες.

ΟΙ έξω παρέες ήταν πιο αφοσιωμένες και σπάνια διέκοπτε η μια την άλλη για να κάνουν κάποιο σχόλιο. 

ΔΕΝ αναρωτήθηκα τι έβλεπαν μιας και δεν είχε καμιά σημασία, αφού μετά ένα εικοσάλεπτο θα το είχαν και οι ίδιοι ξεχάσει.

ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΚΑ, όμως, αν ο Προυστ, ο Ναμπόκοφ και ο Όμηρος, για να αναφερθώ μόνο στους πρωτομάστορες, που έκαναν τέχνη τον πλούτο των αναμνήσεών τους και των γνώσεών τους, τι θα έγραφαν αν μεγάλωναν στις μέρες μας κρατώντας ένα «έξυπνο» τηλέφωνο στο χέρι.

ΔΥΣΚΟΛΗ η απάντηση, αφού για την ώρα τουλάχιστον, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, τι απ’ όλα αυτά που βλέπουν στα κινητά τους οι άνθρωποι καταγράφονται από τη μνήμη τους ως αναμνήσεις και γνώσεις.

ΤΙ, άραγε, να απέμεινε ως καταστάλαγμα στα παιδιά αυτά από τη χθεσινή τους βόλτα στην πόλη και το φαγητό τους στο «Μελίνα», αφού δεν σήκωσαν τα μάτια τους από τις εικόνες των τηλεφώνων τους.

ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ, δεν κατάλαβα γιατί βγήκαν έξω να φάνε και δεν κάθονταν στο σπίτι τους να χαζέψουν στα κινητά τους έχοντας μάλιστα ανοιχτή και την τηλεόραση για να ξεκουράζεται η όρασή τους…

ΜΕΤΑ και από αυτή τη σκέψη, τους άφησα όλους εκεί να… διασκεδάσουν και να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και κατέβηκα στην αίθουσα των διαλέξεων για να εμπλουτίσω και εγώ τις δικές μου.

ΜΕ το που ανοίγει το ασανσέρ και μπαίνω στην αίθουσα, δεν θα σας κρύψω ότι σοκαρίστηκα. Αν και η διάλεξη άρχιζε σε ένα δεκάλεπτο βρήκα μόνο τον καθηγητή Αλιβιζάτο και τέσσερα-πέντε άτομα όλα και όλα…

ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ άλλα 40 λεπτά μέχρι να αρχίσει η διάλεξη και να ξεπεράσουν τους 40 αυτοί που ήλθα να τον ακούσουν…

ΠΟΙΟΣ να πιστέψει μετά τόσο διαφημιστικό ντόρο στις εφημερίδες, το internet και τα social media, σε μια παροικία των 200.000 δεν θα βρίσκονταν 200 άνθρωποι να ακούσουν ένα τέτοιο επιστήμονα.

ΚΑΙ όλα αυτά που λέμε, για τον πολιτισμό μας, τη γλώσσα μας, το ενδιαφέρον μας για την Ελλάδα και τον πολυθρύλητο αριθμητικό όγκο της παροικίας μας;

ΡΕ, παιδιά, μήπως όλα αυτά τα απίστευτα τα λέμε μεταξύ μας για να κολακεύει ο ένας τα αυτιά του άλλου…

ΜΗΠΩΣ η μικρή σχετικά αίθουσα, μας φτάνει και μας περισσεύει και τζάμπα ξοδεύτηκε η Κοινότητα Μελβούρνης για την ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου;

ΜΗΠΩΣ, τελικά, οι άνθρωποι που πραγματικά ενδιαφέρονται για όλα αυτά, δεν ξεπερνούν τον αριθμό εκείνων που παραβρέθηκαν στην ομιλία του Αλιβιζάτου; 

ΠΟΛΛΑ περνούν από το μυαλό μου με την ίδια ταχύτητα που αλλάζουν οι ειδήσεις και οι φωτογραφίες στις οθόνες των κινητών μας…