ΜΟΥ αρέσει η Βόρεια Αυστραλία για πάρα πολλούς λόγους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο σουρεαλισμός της.

ΣΥΝΑΝΤΑΣ διάφορες περίεργες κατασκευές, επινοήσεις, ντεκόρ και ξεχασμένα (από τον πολιτισμό μας) πράγματα, που ανήκουν σε άλλες εποχές.

ΕΔΩ ο χρόνος ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς, οι αποστάσεις έχουν άλλο νόημα και η θερμοκρασία (πάντα) ανοδικές τάσεις.

ΣΕ θερμοκρασίες στις οποίες εμείς οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων «παραδίνουμε» το πνεύμα, στη τηλεοπτική αποχαύνωση και το σώμα στο ερκοντίσιον, αυτοί αρχίζουν να ζουν.

ΤΗ θερμοκρασία στην ενδοχώρα τις Δυτικής Αυστραλίας (όπου βρίσκομαι) αρχίζουν να την μετρούν από τους 38 βαθμούς Κελσίου και πάνω.

ΕΔΩ τα δύσκολα αρχίζουν μετά τους 45 βαθμούς, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές, που (κατά τόπους) το θερμόμετρο σκαρφαλώνει στους 50!

ΟΣΟ για τις αποστάσεις; Αυτές και αν έχουν εξευτελιστεί χάνοντας κάθε συμβατική αξία. Γείτονες εδώ αποκαλούν άτομα που μένουν 50, 100 ή και 200 χιλιόμετρα μακριά.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, μιλάμε για μια πραγματική διαστολή, όχι μόνο της θερμοκρασίας, αλλά και του χώρου και του χρόνου που και αυτός «τρέχει» διαφορετικά.

ΤΟ «τρέχει», βέβαια, είναι μια κουβέντα, αφού ορισμένοι εδώ έχουν ακόμα… Χριστούγεννα!

ΦΤΑΝΟΥΜΕ απόγευμα στη Meekatharra, ένα μικρό χωριουδάκι που βρίσκεται περίπου 1000 χιλιόμετρα βόρεια του Περθ. Έξω «έβραζε» ο τόπος με το θερμόμετρο κολλημένο (όλη σχεδόν τη μέρα) στους 47 βαθμούς.

ΤΟ ερκοντίσιον του αυτοκινήτου αγωνιζόταν όλη την ημέρα, να κρατήσει μια αξιοπρεπή θερμοκρασία, που ώς ένα βαθμό (και με λίγο ιδρώτα) ήταν υποφερτή.

ΕΙΧΑ κάπως εγκλιματιστεί στην ατμόσφαιρα του αυτοκινήτου, οπότε όταν άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω νόμισα ότι μπήκα σε καμίνι. Οι 47 βαθμοί μου φάνηκαν… 67!

ΜΟΥ κόπηκε η ανάσα και είχα την εντύπωση ότι θα εξατμιζόμουν αν έμενα εκτεθειμένος στον ήλιο για 10 λεπτά. Σε λίγο, βέβαια, εξοικειώθηκα, αλλά και πάλι η αποπνικτική ατμόσφαιρα δεν αντεχόταν.

ΤΟ δωμάτιο του ξενοδοχείου είχε ερκοντίσιον, το οποίο, επίσης, αγωνιζόταν (στο φουλ) να κάνει τη δουλειά του και να φανεί αντάξιο του ονόματός του.

ΜΠΗΚΑ στο μπάνιο για να… δροσιστώ, αν και από πείρα ήξερα ότι το νερό θα ήταν χλιαρό. Το νερό όμως έκαιγε!

ΣΚΕΦΤΗΚΑ ότι θα είναι από τις σωλήνες που ήταν εκτεθειμένες στον ήλιο και αν το άφηνα λίγο να τρέξει θα δρόσιζε. Το άφησε για ένα δύο λεπτά, αλλά καμιά αλλαγή.
ΔΙΑΒΟΛΕ, λέω, αποκλείεται να είναι τόσο καυτό. Μάλλον θα ήταν Τούρκος ο υδραυλικός και θα έβαλε τις βρύσες ανάποδα! (Μου είχε τύχει κάτι παρόμοιο πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια σε ένα ταξίδι στην Τουρκία).

ΕΚΛΕΙΣΑ τη βρύση με την ένδειξη του κρύου και άνοιξα την άλλη. Καμιά διαφορά! Η θερμοκρασία του νερού σχεδόν ίδια. Ζεστό και κρύο ένα πράγμα!

ΕΚΑΝΑ μπάνιο τελικά και, στη συνέχεια, πήγαμε στο Hotel του χωριού να φάμε κάτι. Δυο-τρία πράγματα είχε όλα και όλα το μενού και αυτά δεν τρώγονταν.

ΦΑΓΑΜΕ, όμως, γιατί έπρεπε να φάμε, όπως κάναμε και μπάνιο για να απαλλαγούμε από τη μυρωδιά του ιδρώτα. Οι σερβιτόρες ήταν τουρίστριες από την Ουαλία και οι ντόπιοι γύρω από τη μπάρα, προσπαθούσαν να σβήσουν με μπύρες τη δίψα τους και να αναπληρώσουν (με τα μάτια) τη στέρηση από γυναίκες.

ΠΟΥ και που έμπαινε και κανένας Αμπορίτζινι, και αφού άδειαζε τις τσέπες του, έπαιρνε με τα τελευταία ψιλά που είχε ένα κουτάκι μπύρα.

ΤΑ χρήματα που παίρνουν οι Αμπορίτζινις από τα διάφορα κυβερνητικά επιδόματα, τα ξοδεύουν μέσα σε λίγες μέρες και, στη συνέχεια, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με πενταροδεκάρες.

ΤΟΥΣ Αμπορίτζινις τους σέρβιρε ένας τύπος που κούτσαινε και ήταν μόνιμα αραγμένος για να δροσίζεται δίπλα στην μισάνοιχτη πόρτα ενός μεγάλου ψυγείου.

Ο ίδιος μετρούσε και τα ψιλά των Αμπορίτζινι πελατών και έδιωχνε όσους δεν είχαν το απαιτούμενο ποσό. Περιττό να πω ότι και το Hotel ήταν ερείπιο, όπως και ολόκληρο το χωριό.

ΜΕΤΑ το φαγητό, κάναμε μια βόλτα στην έρημο να δούμε το ηλιοβασίλεμα (το μόνο αξιοθέατο) σε αυτούς τους τόπους και επιστρέψαμε βραδιάζοντας στο ξενοδοχείο.

ΧΑΖΕΨΑ λίγο στην τηλεόραση και σε κάποια στιγμή βγήκα έξω από το δωμάτιο να καπνίσω ένα τσιγάρο. Η γη ήταν ακόμα πυρωμένη. Έκαιγαν τα πάντα.

Η μόνη αίσθηση δροσιάς ένα ξεχασμένο και… χιονισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, γεμάτο με φωτάκια που αναβόσβηναν, ακριβώς απέναντί μου, στην είσοδο μιας τραπεζαρίας!

ΜΕΤΑ από λίγο και για να έλθει να δέσει το σουρεαλιστικό σκηνικό, εμφανίστηκε και μια μικρή ομάδα Γιαπωνέζων, με έναν από αυτούς να τραγουδά ένα σκοπό στη γλώσσα του.

ΤΗ Βορειοδυτική Αυστραλία την έχω επισκεφθεί τρεις φορές μέχρι σήμερα, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι το εσωτερικό της ατελείωτης αυτής Πολιτείας, που είναι η μισή σχεδόν Αυστραλία.

ΠΑΡΑ το γεγονός ότι έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε που είχα περάσει (ανατολικότερα) τελευταία φορά, τίποτα δεν έχει αλλάξει τουλάχιστον όσον αφορά την ποιότητα και την ποικιλία των φαγητών, των ξενοδοχείων και του σέρβις. Σχεδόν πρωτόγονα.

ΤΑ περισσότερα χωριά και εδώ δεν είναι παρά κουκκίδες πάνω στον χάρτη. Ένα βενζινάδικο, ένα μαγαζί (General Store!) με τα αυστηρώς στοιχειώδη και δυο-τρία σπιτάκια που πολεμούν να αντισταθούν στον χρόνο.

ΕΚΕΙΝΟ, όμως, που δεν έχει αλλάξει καθόλου είναι οι συνθήκες διαβίωσης των Αμπορίτζινις. Τα μέτρα που λαμβάνουν κατά καιρούς οι διάφορες κυβερνήσεις (ομοσπονδιακές και πολιτειακές), δείχνουν να μην αποδίδουν, αν κρίνω απ’ ότι βλέπω.

ΤΑ χωριά και οι μικρές κωμοπόλεις που έχω περάσει μέχρι τώρα και κατοικούν αυτόχθονες, μοιάζουν περισσότερο με τα χωριά των φτωχών χωρών της Κεντρικής Αμερικής.

ΤΗΝ Ονδούρα και τη Γουατεμάλα σας λέω μού θύμισαν. Τα παράθυρα και οι πόρτες όλων των καταστημάτων και των δημόσιων κτιρίων (όπου υπάρχουν) είναι φραγμένα με κάγκελα.

Ο λόγος, σύμφωνα με τους ντόπιους (που ρώτησα), είναι για να τα προστατεύσουν από τους μαύρους οι οποίοι τα σπάζουν για να κλέψουν ό,τι βρουν, όπως μου είπαν.

Η εικόνα ακόμα και σε μικρές πολιτείες, όπως το Newman, Tom Price, Paraburdoo και Port Hedland που ζουν και αρκετοί λευκοί είναι ίδια.

ΣΕ σχέση με τους Αμποριτζίνις της υπόλοιπης Αυστραλίας, αυτοί που κατοικούν εδώ αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα: ζουν, χωρίς να το επιλέξουν, (αφού εδώ γεννήθηκαν) στην πιο πλούσια περιοχή, όχι μόνο της Αυστραλίας, αλλά ολόκληρου του κόσμου!

ΤΑ πάντα είναι πανάκριβα. Φτάνει να σας πω, για να πάρετε μια ιδέα, ότι η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης πωλείται από $1,65 έως $1,75 το λίτρο, ενώ ένα μπουκαλάκι νερό έχει σχεδόν δύο δολάρια πάρα πάνω απ’ ό,τι στη Μελβούρνη. Από $3,50 μέχρι $4 το πληρώνω. Το ίδιο ισχύει και με τις τιμές των υπόλοιπων προϊόντων.

ΤΙΣ τιμές δεν τις επιβαρύνουν τόσο τα μεταφορικά (λόγω του ότι μεταφέρονται από τόσο μακριά) όσο οι υπερβολικά μεγάλοι μισθοί που παίρνουν αυτοί που εργάζονται στα ορυχεία.

ΜΙΛΑΜΕ για πολύ χοντρά λεφτά. Αυτό το γνωρίζουν οι μαγαζάτορες της περιοχής και εκμεταλλεύονται και αυτοί την ευκαιρία φουσκώνοντας τις τιμές.

ΝΑ σάς δώσω ένα ακόμα παράδειγμα για να αντιληφθείτε τι συμβαίνει σ’ αυτούς τους τόπους: ένα σπίτι (έτοιμο για κατεδάφιση!) που στη Μελβούρνη θα νοικιαζόταν γύρω στα $350 την εβδομάδα, στο Karrtha ενοικιάζεται πάνω από $1.500 και στο Port Hedland (που από την σκόνη δεν βλέπεται) $2.000!

ΜΙΛΑΜΕ για 1.500 και 2.000 δολάρια την εβδομάδα για ενοίκιο στο… πουθενά! Τα ίδια σπίτια στην επαρχιακή Βικτώρια ή το Κουίνσλαντ (για παράδειγμα) ενοικιάζονται με το ζόρι $100 την εβδομάδα και λένε και ευχαριστώ οι ιδιοκτήτες.

ΤΑ διπλά χρεώνουν για ένα δωμάτιο και τα περισσότερα ξενοδοχεία, που βρίσκονται κοντά στα ορυχεία. Σε άλλες περιοχές της Αυστραλίας τα ξενοδοχεία αυτά θα πλήρωναν να βρουν πελάτες!

ΟΙ μεγάλες εταιρίες, όμως, όπως η ΒΗΡ και η Rio Tinto, πληρώνουν ό,τι και ό,τι προκειμένου να βρουν δωμάτια στο προσωπικό τους και να κάνουν τη δουλειά τους.

ΣΕ τρισεκατομμύρια δολάρια ανέρχεται ο ετήσιος τζίρος των ορυχείων της Δυτικής Αυστραλίας, που έχει το πιο πλούσιο υπέδαφος, σε μεταλλεύματα, στον πλανήτη.

Ο,ΤΙ είναι η Wall Street για τα χρηματιστήρια του κόσμου είναι τα ορυχεία της Βορειοδυτικής Αυστραλίας για τα μεταλλεύματα. Εδώ χτυπά η καρδιά της παγκόσμιας βαριάς βιομηχανίες.

ΣΤΑ ορυχεία αυτά στηρίζει το αναπτυξιακό της μέλλον η (κομμουνιστική) Κίνα. Ο οικονομικός γίγαντας του αύριο που απειλεί να καταπιεί όλες τις ανταγωνιστικές οικονομίες.

ΣΤΟ χρυσοφόρο αυτό υπέδαφος στηρίζει και το μέλλον της η Αυστραλία. Σ’ αυτό οφείλουμε το γεγονός ότι ξεπεράσαμε ανώδυνα την τελευταία οικονομική κρίση.

ΠΡΕΠΕΙ να δει κανείς με τα μάτια του (από κοντά), τον τόπο αυτό και τα όσα συντελούνται για να πιστέψει τι πραγματικά γίνεται.

ΝΑ δει καταμεσής της ερήμου, τα ιδιωτικά αεροδρόμια των μεγάλων εταιριών, τα τεράστια Road Trains κατά φάλαγγες να ανεβοκατεβαίνουν στους δρόμους, μεταφέροντας διάφορα φορτία και τρένα πολλών χιλιομέτρων να κατευθύνονται σαν ποτάμια στα λιμάνια του Ινδικού Ωκεανού, για να γεμίσουν τα αμπάρια των πλοίων που περιμένουν υπομονετικά.

ΑΥΤΑ, από την μια, και, από την άλλη, τους Αμπορίτζινις να παρακολουθούν εγκαταλελειμμένοι, πεινασμένοι, μεθυσμένοι και αποχαυνωμένοι από τα ναρκωτικά, την Coca Cola και τις υπόλοιπες συμφορές του πολιτισμού, τα τραίνα φορτωμένα με τα σπλάχνα της γης τους να περνούν το ένα μετά το άλλο.

ΔΕΚΑΔΕΣ εκατομμύρια δολάρια σε σίδερο ή άλλα μεταλλεύματα, μεταφέρει κάθε τρένο. Χρήματα που είναι ικανά να αλλάξουν την τύχη πολλών ανθρώπων, αλλά όχι των Αμπορίτζινις.

ΓΙ’ αυτούς ο χρόνος και η ζωή σταμάτησαν πριν 222 χρόνια. Από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Και όσο περισσότερο πιέζονται για να «προσαρμοστούν», στον πολιτισμό μας, τόσο πιο πολύ επιταχύνει το χρονόμετρο.

ΓΙΑ όλα αυτά και πολλά άλλα θα μιλήσουμε την επόμενη Πέμπτη. Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά και γεια χαρά.