Τα 1,66 τρισ. δολάρια φτάνει το έλλειμμα του προσχεδίου του προϋπολογισμού των ΗΠΑ που παρουσίασε τη Δευτέρα ο Λευκός Οίκος, με την «τρύπα-ρεκόρ» να οφείλεται στα επιπλέον μέτρα της Ουάσιγκτον για την αναθέρμανση της οικονομίας -όπως τα φορολογικά κίνητρα κόστους 100 δισ. δολαρίων για την αύξηση προσλήψεων και μείωση του διψήφιου ποσοστού ανεργίας.

Το αμερικανικό έλλειμμα είχε φτάσει ήδη το 2009 σε επίπεδα πρωτόγνωρα τις τελευταίες έξι δεκαετίες, και «υπό κανονικές συνθήκες, ο στόχος θα ήταν να το μειώσουμε, αλλά η σωτηρία μίας οικονομίας σε ελεύθερη πτώση κοστίζει» σημείωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα.

Προβλέποντας αντιδράσεις από βουλευτές και γερουσιαστές, τους κάλεσε προκαταβολικά «να μην καταφύγουν σε λαϊκισμό», ενώ χρέωσε την αναγκαστική αύξηση του ελλείμματος στις πολιτικές της κυβέρνησης Μπους «φοροαπαλλαγών πλουσίων» και στην οικονομική κρίση.

Εν μέρει, το «άλμα» θα χρηματοδοτηθεί από αυξημένους φόρους στα υψηλά εισοδήματα (άνω των 250.000 δολαρίων ετησίως), σχεδιάζοντας την σταδιακή απόσυρση φοροαπαλλαγών που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση Μπους. Παράλληλα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προχωρήσει σε πάγωμα δαπανών, εξαιρώντας τους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας και υγείας, αλλά και ασφάλειας.

Η διαδοχή ελλειμμάτων ρεκόρ στους ετήσιους προϋπολογισμούς των ΗΠΑ αντανακλά τις συνεχείς «ενέσεις» για τη σωτηρία της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και την προσπάθεια των Δημοκρατικών ενόψει των εκλογών του φθινοπώρου να ανακτήσουν τη λαοφιλία που απολάμβαναν όταν εξελέγη ο Μπ. Ομπάμα -και φάνηκε να έχουν χάσει μετά τις πρόσφατες εκλογές στη Μασαχουσέτη.

Το προσχέδιο του Λευκού Οίκου για τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ κάθε οικονομικού έτους, που ξεκινά κάθε Οκτώβριο, παρουσιάζεται την πρώτη Δευτέρα του Φεβρουαρίου. Το Κογκρέσσο επεξεργάζεται το προσχέδιο, καταλήγει σε δική του πρόταση (μέχρι τα μέσα Απριλίου), η οποία περνάει μετά σε ξεχωριστές επιτροπές. Η προθεσμία για την τελική ψήφιση του προϋπολογισμού, που σπάνια τηρείται, είναι η 1η Οκτωβρίου κάθε χρόνου.

Εν τω μεταξύ σε υψηλά επίπεδα διατηρούνται οι πολεμικές δαπάνες των ΗΠΑ βάσει του προσχεδίου προϋπολογισμού που κατέθεσε στο Κογκρέσο ο Μπαράκ Ομπάμα, ζητώντας πρόσθετη χρηματοδότηση 33 δισ. δολαρίων για το Αφγανιστάν και το Ιράκ το τρέχον οικονομικό έτος και συνολικά 160 δισ. δολάρια για το 2011.
Οι πολεμικές δαπάνες για το μέτωπο του Ιράκ και του Αφγανιστάν παρουσιάζουν πολύ μικρή μείωση συγκριτικά με τα δύο τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Μπους, και έχουν σοβαρό πολιτικό ρίσκο για τον Δημοκρατικό πρόεδρο που ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ το 2009, σημειώνει το Reuters.

Ο Μπαράκ Ομπάμα πραγματοποίησε εκστρατεία για τον τερματισμό του πολέμου στο Ιράκ, και το Δημοκρατικό Κόμμα -το οποίο διατηρεί πλειοψηφία σε αμφότερα τα σώματα του Κογκρέσου- έχει στους κόλπους του μεγάλη αντι-πολεμική πτέρυγα που είναι επιφυλακτική απέναντι σε νέες δαπάνες στο πεδίο της μάχης.
Τα αμερικανικά στρατεύματα σχεδιάζεται να αποχωρήσουν από το Ιράκ έως τα τέλη του 2011, ωστόσο ο Ομπάμα ενισχύει την παρουσία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν κατά 33.000 στρατιώτες αυτό το χρόνο κόντρα στους Ταλιμπάν και την Αλ Κάιντα. Ευελπιστεί, όμως, ότι θα μπορέσει να αρχίσει η σταδιακή αποχώρηση στρατιωτών από το Αφγανιστάν στα μέσα του 2011.

Στο προσχέδιο προϋπολογισμού που κατέθεσε τη Δευτέρα ο Αμερικανός πρόεδρος ζητά από το Κογκρέσο να εγκρίνει για το τρέχον οικονομικό έτος άλλα 33 δισεκατομμύρια δολάρια για τη χρηματοδότηση της στρατηγικής στο Αφγανιστάν. Ο τρέχον προϋπολογισμός (2009-10) προέβλεπε ήδη τη χορήγηση περίπου 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, που από το 2001 έχουν ήδη στοιχίσει 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Συνεπώς τα κονδύλια για τα πολεμικά μέτωπα στο εξωτερικό φθάνουν για το οικονομικό έτος του 2010 τα 160 δισ. δολάρια.

Την έγκριση του ίδιου ποσού, 160. δισ. δολάρια, ζητά ο Μπαράκ Ομπάμα και για το οικονομικό έτος 2011.

Επίσης, ο Αμερικανός πρόεδρος θα ζητήσει να χορηγηθούν 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των πακιστανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Πέρυσι για τον σκοπό αυτό είχαν δοθεί 700 εκατομμύρια δολάρια.
Φέτος είναι η πρώτη χρονιά που το μεγαλύτερο μέρος των πολεμικών δαπανών των ΗΠΑ κατανέμεται στο Αφγανιστάν.