Σήμερα από τη στήλη αυτή θα αναφερθώ σε πρόσφατες εξελίξεις στην οικονομία της Ελλάδας, και στις αρνητικές επιπτώσεις τους σε ένα μεγάλο ποσοστό των συμπατριωτών μας στη γενέτειρα. 

Αλγεινή εντύπωση δημιουργεί το άρθρο της εφημερίδας Τα Νέα, 10/7/17, με τίτλο «Νεόπτωχοι με μηνιαίες αποδοχές €200 – €300», και υπότιτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεσμευόταν ότι θα επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, δημιουργεί μια νέα γενιά εργαζομένων με ετήσιο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας».

Σύμφωνα με το άρθρο αυτό οι εργαζόμενοι με αμοιβές 200-300 ευρώ τον μήνα είναι το νέο απογοητευτικό φαινόμενο που επικρατεί στην αγορά εργασίας, όπου γίνονται προσλήψεις με ευέλικτες μορφές απασχόλησης, κυρίως νέων μεταξύ 20 και 29 ετών.

Στο ίδιο άρθρο ο Σάββας Ρομπόλης, Καθηγητής Οικονομικών και Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, παρατηρεί πως σταδιακά δημιουργείται μια νέα κατηγορία, οι λεγόμενοι εργαζόμενοι – φτωχοί, οι οποίοι εργάζονται με ευέλικτη μορφή απασχόλησης και αμοιβές από 200 έως 300 ευρώ το μήνα, δηλαδή πολύ πιο κάτω από 4.500 ευρώ ετησίως, που είναι το όριο της φτώχειας για μεμονωμένα άτομα. 

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) από έρευνα που διενέργησε για το «Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης των Νοικοκυριών» το 2016 διαπίστωσε ότι 3.789.300 άτομα, δηλαδή το 35,6% του πληθυσμού της Ελλάδας, βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας ή με τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Πάλι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σε κατάσταση φτώχειας βρίσκονται άτομα το ετήσιο εισόδημα των οποίων δεν υπερβαίνει τις 4.500 ευρώ ετησίως, και οικογένειες με δύο ενηλίκους και δύο εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14 ετών με εισόδημα μέχρι 9.450 ευρώ το χρόνο.

Οι οικονομολόγοι αποδίδουν το φαινόμενο αυτό στην ραγδαία επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης που κυριαρχούν πλέον στην ελληνική αγορά εργασίας. Σύμφωνα με αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, κατά το επτάμηνο Ιανουάριος – Ιούλιος 2017 οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης αντιστοιχούσαν στο 52,14% έναντι του 47,86% της πλήρους απασχόλησης, σπάζοντας κάθε ρεκόρ.

Το αντίστοιχο επτάμηνο του 2013 η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς η πλήρης απασχόληση κυριαρχούσε με 63,73% έναντι 36,27% των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

Αυτό που παρατηρείται στα τελευταία χρόνια είναι ότι οι εθνικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις υποκαθίστανται από υπηρεσιακές και ατομικές, αφήνοντας έτσι στην ευχέρεια του κάθε εργοδότη τον τρόπο διαμόρφωσης των όρων εργασίας και των μισθών. 

Ο νέοι συχνά παγιδεύονται στην προσωρινή εργασία, μετακινούμενοι από τη μια σύμβαση στην άλλη. Αυτό που διαπιστώνεται από τις εξελίξεις αυτές είναι ότι ο κόσμος της εργασίας βιώνει μια περίοδο ανασφάλειας, όπου ο εργασιακός κίνδυνος και η αστάθεια σε όρους και σε συνθήκες απασχόλησης είναι πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής.

Επιπρόσθετα, οι εργαζόμενοι σε ευέλικτες θέσεις εργασίας δεν προστατεύονται επαρκώς από τα συστήματα της ασφάλισης και της υγείας, καθώς αδυνατούν να μαζέψουν τα απαραίτητα ένσημα, ενώ δυσκολεύεται και η πρόσβασή τους σε σειρά κρατικών παροχών και επιδομάτων.

Οι εξελίξεις αυτές έχουν πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις με την εφαρμογή των μνημονίων και των ακραίων μορφών λιτότητας, καθώς με προσχήματα είτε το δημόσιο έλλειμα, είτε την ανάπτυξη, καταργούνται συστηματικά κεκτημένα δικαιώματα στο χώρο της εργασίας, και ιδιαίτερα μεταξύ των νέων.

Η αύξηση των ευέλικτων μορφών εργασίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια μπορεί εν μέρει να οφείλεται στην ανάγκη των επιχειρήσεων να περιορίσουν το κόστος της εργασίας, για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με ξένες επιχειρήσεις, σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από οικονομική στασιμότητα και ύφεση.

Όμως, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματά της, η πρακτική αυτή αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δεν έχουν συμβάλει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ούτε και στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Όταν λάβουμε υπόψη πως οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης επιπλέον επηρεάζουν αρνητικά ένα μεγάλο ποσοστό των νέων, από τους οποίους εξαρτάται το μέλλον της χώρας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αποτελούν όχι μόνον ένα αντικοινωνικό, αλλά και αντεθνικό φαινόμενο.

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΥΣ ΑΝΑΖΗΤΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Η εφημερίδα Τα Νέα, στην έκδοση της 12ης Ιουλίου 2017, σε άρθρο της με τίτλο «Ένας στους τρεις νέους αναζητά δουλειά στο εξωτερικό», μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα: «Η τάση φυγής προς το εξωτερικό που συνεχίζεται σταθερά, καταγράφεται σε νέα έρευνα της Adecco, σύμφωνα με την οποία ένας στους τρεις νέους ψάχνει για δουλειά εκτός Ελλάδας, ποσοστό που έχει τριπλασιαστεί μέσα σε δύο χρόνια. Πρόκειται για μία σταθερά ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια, καθώς το σχετικό ποσοστό ανήλθε σε 11% των ερωτώμενων το 2015, έφτασε το 28% το 2016 και άγγιξε φέτος, το 2017, το 33%».

Την τάση αυτή των νέων για αναζήτηση καριέρας σε κάποια άλλη χώρα την επιβεβαιώνουν και πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, τα οποία δείχνουν πως κατά το εξάμηνο Ιανουάριος-Ιούνιος 2017 στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν 1.197.696 θέσεις εργασίας, από τις οποίες 578.077 θέσεις, (ποσοστό 48,27%), ήταν για πλήρη απασχόληση και 619.619 θέσεις, (ποσοστό 51,73%), για μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση. 

Μια άλλη πτυχή της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, και της μετανάστευσης κυρίως νέων, σχετίζεται με την τάση μείωσης του πληθυσμού της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. 

Σύμφωνα με πίνακα που δημοσιεύει η αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή, στην έκδοση της 1ης Ιουλίου 2017, ο πληθυσμός των ελληνικής υπηκοότητας κατοίκων της Ελλάδας (οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν περιλαμβάνονται) το 2009 ήταν 10.167.161 άτομα, και το 2016 ήταν 9.992.371 άτομα, παρουσιάζοντας μια μείωση 174.790 ατόμων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού με βάση την ηλικία των κατοίκων. Ενώ από την νηπιακή ηλικία μέχρι την ηλικία των 44 ετών παρατηρείται μείωση του πληθυσμού, για τις ηλικίες 45 ετών και πάνω παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού. Αυτό δείχνει πως στην πρώτη κατηγορία από τη μια οι γεννήσεις μειώνονται, λόγω των οικονομικών συνθηκών που πλήττουν ιδιαίτερα σκληρά τα νεαρά ζευγάρια, ενώ από την άλλη ο αριθμός των νέων που μεταναστεύουν αυξάνεται. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στις ηλικίες 25 – 34 ετών, με άλλα λόγια μεταξύ των νέων, που παραδοσιακά αποτελούν τον πυρήνα των παραγωγικών κατοίκων.

Αν και στα επόμενα χρόνια ο πληθυσμός της Ελλάδας συνεχίσει να μειώνεται, και ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, οι αρνητικές επιπτώσεις δεν θα είναι απλώς δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές, αλλά θα επεκταθούν και στην ασφάλεια της χώρας, για ευνόητους λόγους.

Σε αντίθεση, ο αριθμός των πολιτών 65 ετών και πάνω αυξάνεται, γεγονός που σημαίνει ότι και τα έξοδα του δημοσίου θα συνεχίσουν να αυξάνονται, με τις συντάξεις που θα πληρώνονται, και τα επιπρόσθετα κοινωνικά προγράμματα που θα καταστούν αναγκαία, όπως οι οίκοι ευγηρίας, τα νοσοκομεία, κλπ.

Οι παραπάνω αριθμοί δείχνουν πως την μετανάστευση, λόγω της οικονομικής κατάστασης, δεν την επιλέγουν οι ηλικιωμένοι, αλλά οι νέοι που αναζητούν μια επαγγελματική ευκαιρία, καθώς και οι 40άρηδες που ψάχνουν καλύτερη τύχη για τους εαυτούς τους και ασφαλέστερο μέλλον για τα παιδιά τους. 

Η κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να βελτιώνεται, καθότι σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2017 οι εργαζόμενοι σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης αποτελούσαν το 52,14% των εργαζομένων, σε σύγκριση με το 47,86% των εργαζομένων σε θέσεις πλήρους απασχόλησης. Κατά την περίοδο αυτή για απασχόληση τεσσάρων ωρών την ημέρα οι αμοιβές κυμαίνονταν στα 400 ευρώ τον μήνα, μισθός που δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών αναγκών των πολιτών.

Η επιδείνωση της κατάστασης γίνεται αντιληπτή όταν γίνει σύγκριση με το αντίστοιχο επτάμηνο του 2013, κατά τη διάρκεια του οποίου η πλήρης απασχόληση κυριαρχούσε με 63,73%, έναντι 36,27% των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην περίπτωση των άνεργων εκπαιδευτικών, ο αριθμός των οποίων κυμαίνεται γύρω στις 90.000. Σε κάποιους από αυτούς προσφέρεται διορισμός με 4 ώρες απασχόλησης την ημέρα, και με αμοιβή 400 ευρώ τον μήνα.

Μια ‘δυναμωτική ένεση’ για την ελληνική οικονομία φέτος αποτελεί το γεγονός ότι ο αριθμός των τουριστών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ήταν μεγαλύτερος από τις περασμένες χρονιές. Αυτό οφείλεται κυρίως στους απόδημους Έλληνες, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό δείχνουν, αλλά και ανανεώνουν, τους δεσμούς τους με τη γενέτειρα.