Στο ταξίδι που πραγματοποιήσαμε πρόσφατα στην Γαλλία, μας δόθηκε η ευκαιρία να το συνδυάσουμε με την επίσκεψη στην πατρίδα και τον τόπο που έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει, το Νεστόριο Καστοριάς. Τον τόπο που δεν τον έχουμε χορτάσει όσο θέλαμε, που δεν μας δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να τον απολαύσαμε, να τον ζήσουμε ακόμη περισσότερο. Έτσι τον κρατάμε σφιχτά στην αγκαλιά μας, βαθιά στην καρδιά μας και δύσκολα τον αποχωριζόμαστε…

Δεν θα συγχωρούσαμε τον εαυτό μας, εγώ και η σύζυγός μου, αν με αφορμή το μακρινό ταξίδι στην Γαλλία, δεν είχαμε αδράξει την ευκαιρία να επισκεφθούμε τις καταπράσινες βουνοκορφές της πατρίδας, τον ποταμό Αλιάκμονα, το επιβλητικό Κάστρο, τον Γράμμο, με τις τόσες γραφικές και, συνάμα, τραγικές ιστορίες του, τους ανθρώπους του και τους καλούς συγγενείς και φίλους μας. Είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας, ένα μέρος της ζωής μας, ένας τόπος όπου διαδραματίστηκαν τόσα τραγικά γεγονότα, αλλά και τόσο ευχάριστα και δημιουργικά, τα οποία ακόμα και σήμερα έχουν να μας διδάξουν πολλά για τον τόπο μας. Πολλοί μένουν βουβοί, άλαλοι και δυσκολεύονται να διηγηθούν τις τραγικές ιστορίες τους, ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει περισσότερα από εβδομήντα χρόνια. Κάποιοι, όμως, μας διηγούνται τις προσωπικές τους τραγικές, αληθινές ιστορίες τους. Κάποιοι «άλαλοι», αζήτητοι, βρίσκονται σε νεκροταφεία, άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους. Παρ’ όλα αυτά είναι το καμάρι της περιοχής. Είναι τιμή για το Νεστόριο να τους φιλοξενεί στον τόπο του, είναι τα παιδιά που θυσιάστηκαν για την ελευθερία μας, τη ζωή μας. Ένας από τους «άλαλους» είναι και το πρώτο θύμα στο Νεστόριο από τον βομβαρδισμό των Ιταλών το 1940.

Επισκεφθήκαμε το τοπικό νεκροταφείο για να εναποθέσουμε πάνω στο μνήμα των γονιών το χώμα του Δημήτρη, το χώμα που φέραμε από το ταξίδι μας στην Γαλλία. Περνώντας από τον τάφο του ξεχασμένου πρώτου θύματος του 1940 που έγραφε στο μνήμα: “Κώστας Παπαδάκης, δημοσιογράφος έφεδρος αξιωματικός, γεννήθηκε στο Βαίο Ρεθύμνου, σκοτώθηκε στο Νεστόριο στις 4-11-1940” και από τότε έχει γίνει, μαζί με άλλους 400 νέους που έχασαν την ζωή τους μεταξύ 1946-1949, παιδιά και αυτά του Νεστορίου, μια και οι κάτοικοι τους φροντίζουν και τους κλαίνε κάθε χρόνο.

Η επίσκεψη αυτή, αν και δεν ήταν προγραμματισμένη, ίσως να είναι και η τελευταία μας προσπάθεια να δούμε την πατρίδα, το χωριό μας που είναι πολύ όμορφο και να συναντήσουμε τον λίγο κόσμο που έχει απομείνει εκεί. Έτσι αναζωογονήθηκαν παλιές αναμνήσεις, άλλες πάλι ξετυλίχθηκαν απρόσμενα με ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Στο καφενείο του χωριού, μετά τις συνηθισμένες συστάσεις και γνωριμίες, που αρκετοί από αυτούς δεν είχαν γεννηθεί όταν εμείς αφήσαμε το χωριό για τη μακρινή Αυστραλία, ένας συνομήλικός μου, μου έδωσε το χέρι του για να σφίξει το δικό μου και να με καλωσορίσει. “Εμένα δεν με θυμάσαι;” με ρώτησε. Εκείνη την στιγμή παρεμβαίνει κάποιος άλλος και μου διευκρινίζει: “Είναι ο Γιώργος, ο άλλοτε γείτονάς σου” ο οποίος μου ξετύλιξε τη ζωή του από το 1947, που τον είδα για τελευταία φορά.

“Τα χρόνια του 1947-1949 ήμουν στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι και μετά την ήττα μας, βρέθηκα στην Τασκένδη και σε άλλες χώρες της Σοβιετικής Ένωσης, όπου και μείναμε με τη λαχτάρα της επιστροφής μας”.

Τότε και το δικό μου υποσυνείδητο άρχισε να ξεκαθαρίζει την δική μου μνήμη.

” Ρε συ Γιώργο, θυμάσαι! Φεβρουάριος (αν δεν με απατά η μνήμη μου) χειμώνας και μισό μέτρο χιόνι στο Λόκβε (τοποθεσία του χωριού μας) με τον εξάδελφό μου Πασχάλη (πολύ μεγαλύτερός μας), προσπαθήσαμε να σταματήσουμε την φυγή σου δια της βίας, ενώ εσύ ήσουν ανένδοτος και παρά τα 50 εκατοστά χιόνι, προχώρησες και χάθηκες στην πιο πέρα στροφή.” .

“Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν το θυμάμαι” ήταν η απάντηση. “Το χιόνι, ναι, το θυμάμαι”.

Ο Γιώργος δεν φάνηκε να είναι μετανιωμένος για τον χρόνο που έχασε όλο αυτό το διάστημα στη Σοβιετική Ένωση. Μπράβο, πίστη που την έχει!

Οι απρόσμενες γνωριμίες συνεχίστηκαν. Γνωριμίες που ξετυλίγουν γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωής. Όταν μένεις σε ξενοδοχεία, ο καθένας μας μπορεί να γνωρίσει ανθρώπους που για πρώτη φορά τους συναντά -και ίσως είναι και η τελευταία- αλλά μπορεί μία γνωριμία να εξελιχθεί και να σε βοηθήσει να λάβεις απαντήσεις σε διάφορα ερωτηματικά που θέτεις κατά καιρούς στον εαυτό σου.

Να πώς ξετυλίχθηκε η επόμενη ιστορία, όταν ένα πρωινό, στο lobby του ξενοδοχείου στο Νεστόριο, καλημέρισα τον κύριο που ήταν απασχολημένος με τον ηλεκτρικό υπολογιστή του, καταλήγοντας σε θετικές γνωριμίες άκρως ενδιαφέρουσες.

“Εγώ είμαι Αρμένιος και μένω στην Αγγλία. Έχω παντρευτεί μια κοπέλα από το διπλανό χωριό”. (Τα ελληνικά του ήταν σχετικά καλά). “Έχει και κάποια συγγένεια με την Αμαλία που είναι από το χωριό σας. Η Αμαλία έχει κόρη στην Αυστραλία, το όνομά της δεν το θυμάμαι, δεν το γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχει έναν γιο που είναι δημοσιογράφος στην Αυστραλία”. “Ναι”, του απάντησα, “και πολύ καλός γιατί δούλευε για την εφημερίδα Αge και πολλές φορές μιλούσε στο ραδιόφωνο, ενώ τώρα συνεργάζεται με την εφημερίδα The Australian και ονομάζεται Μεγαλογένης”. “Ναι, αυτός είναι!” Η κοπέλα, αν και είχαμε τον Σύλλογο του χωριού μας στην Μελβούρνη, ποτέ δεν πλησίασε τους συγχωριανούς και είχε μείνει μακριά μας, από τότε που παντρεύτηκε.

Τι σύμπτωση! Με τον κύριο αφού συστηθήκαμε τυπικά.”Kοσμάς Ρεκάρης”, “Εdik Ohanndjanian”. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις και χαιρετηθήκαμε με την ελπίδα ότι θα τα ξαναπούμε μια εκ των ημερών.

Με τους καλούς μας συγγενείς και φίλους οι οποίοι μαζί με τους επισκέπτες το Δεκαπενταύγουστο δίνουν ζωή στο χωριό “το οποίο πάσχει από κόσμο”.

Στις 15 Αυγούστου η εκκλησία Κάτω Νεστορίου πανηγυρίζει και είναι η μόνη μέρα στην οποία προσέρχονται Νεστορίτες όχι μόνο από όλα τα μήκη και πλάτη τις Ελλάδας αλλά το ίδιο και τον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Βραζιλία, χώρες της Ευρώπης και της Αφρικής, ακόμα και από την μακρινή Αυστραλία. Όλοι αυτοί δίνουν μια φορά το χρόνο μια πολύ παλιά αίγλη, φέρνουν στον τόπο ζωντάνια, δίνουν ένα καινούριο χρώμα στο Νεστόριο, και αυτό για να τιμήσουν την Παναγία και το χωριό.

Την παραμονή της 15ης Αυγούστου όταν ο κόσμος διασκέδαζε, η βουλευτής, Μαρία Αντωνίου, πήρε το μικρόφωνο και μας είπε τα συνηθισμένα ωραία λόγια τα οποία ακούει ο ψηφοφόρος. Δεν άκουσα ούτε μία λέξη για τους Νεστορίτες που ταξίδεψαν πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα για να ομορφύνουν τον ωραίο αυτό πανηγυρισμό. Μόλις πρόλαβα και συστήθηκα, την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια και στη συνέχεια της υπενθύμισα ότι πολλοί Νεστορίτες από το εξωτερικό βρίσκονται στην ωραία εκδήλωση, αλλά δεν ακούστηκε ούτε μια λέξη για τους μετανάστες που πονούν γι’ αυτόν εδώ τον τόπο. “Ναι, έπρεπε να αναφερθώ” μου είπε και ζήτησε συγνώμη. Αργότερα πήρε το μικρόφωνο και η επίσης βουλευτής Ολυμπία Τελιγιαρίδου, την οποία συνάντησα αργότερα.

Αυτό που μου έκανε κακή εντύπωση ήταν ότι ο δήμαρχος του τόπου δεν ήταν μαζί μας και δεν τον ακούσαμε να μας ευχηθεί για την γιορτή του χωριού μας, δεν ακούσαμε το «καλώς ορίσατε συμπατριώτες στο ωραίο μας χωριό». Με την απουσία του υποβίβασε όλη την εκδήλωση και αυτό για να κάνει τις διακοπές του. Τι κρίμα να εγκαταλείψει την πρώτη γραμμή…

Στη συνέχεια φεύγοντας για τη μακρινή μας πατρίδα πήραμε, δυστυχώς, μαζί μας και μερικές άλλες πικρίες από τον κλήρο μας. Ποτέ δεν πίστευα ότι και η Εκκλησία μας θα ήθελε να δικαιολογηθεί με το ψέμα. Και για να γίνω αντιληπτός, θα ήθελα να είμαι συγκεκριμένος.

Επισκέφθηκα τον πρωτοσύγκελο της Μητρόπολης Καστοριάς πατέρα Αθανάσιο, για κάποιες προσωπικές πληροφορίες αρχείων, που με διαβεβαίωσε ότι “εντός δυο τριών ημερών θα με εξυπηρετήσει”, αφού εκ των προτέρων μου εξήγησε ότι τα αρχεία καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς του 1940 (δεκτό εκ μέρος μου), αλλά μου υποσχέθηκε ότι θα ψάξει σε κάποια άλλα αρχεία που υπάρχουν. Οι δύο τρεις μέρες πέρασαν. Πέρασε και άλλη μια εβδομάδα. Επανειλημμένα κάλεσα στο προσωπικό του τηλέφωνο, χωρίς καμία απάντηση. Το ίδιο έκανα και με το τηλέφωνο του γραφείου του στην Ι. Μητρόπολη, τα ίδια και ίσως και χειρότερα, γιατί όταν καλούσα, η γραμμή-συσκευή τηλεφώνου, μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα λειτουργούσε ως φαξ. Στο τέλος αναγκάστηκα να αποστείλω ένα γραπτό (και ίσως σκληρό) μήνυμα, στο οποίο δεν πήρα και πάλι απάντηση. Στη συνέχεια όμως έστειλα και δεύτερο μήνυμα, στο οποίο εξέφρασα τις… ευχαριστίες μου για την εξυπηρέτηση. Σημείωσα, δε, ότι πλέον ταξιδεύω για την Αθήνα και στη συνέχεια για την Αυστραλία. Μόλις έστειλα το δεύτερο μήνυμα, η απάντηση ήταν άμεση: με δικαιολογία ότι δεν είχε το τηλέφωνό μου για να με καλέσει… Και αναρωτιέμαι, μετά από τόσες φορές που τηλεφώνησα από την ίδια συσκευή τηλεφώνου, του ήταν αδύνατον να με καλέσει αργότερα, για να μου πει ότι “δεν βρέθηκαν στοιχεία”; Ομολογουμένως, δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά, και με λύπησε αφάνταστα.

Και ένα τελευταίο περιστατικό, με τον εφημέριο Κάτω Νεστορίου, πατέρα Νικόλαο. Έκανα στις τρεις εκκλησίες ορισμένες δωρεές, με χρήματα τα οποία μου έδωσαν στην Αυστραλία άμεσοι συγγενείς και με την συμφωνία να γραφούν με μικρά γράμματα τα ονόματα των δωρητών. Στην Αθήνα, πριν πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής για την Αυστραλία, υπενθύμισα στον πατέρα Νικόλαο να μου στείλει μία φωτογραφία να την δείξω στους ομογενείς μου, έτσι ώστε να διαπιστώσουν ότι η επιθυμία τους και η δωρεά τους έπιασαν τόπο στην ιδιαίτερη πατρίδα μας. Ο πατέρας Νικόλαος, μου ζήτησε γι’ αυτό, άλλα 75 ευρώ! Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνθηκα ότι η Εκκλησία αν σε βρει, μπορεί και να σε εκμεταλλευτεί.