Τις προηγούμενες δύο εβδομάδες αναφέρθηκα στις εξελίξεις αναφορικά με την ελληνική γλώσσα, με τη δημιουργία της καθαρεύουσας από τον Αδαμάντιο Κοραή, η οποία υιοθετήθηκε από το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος το 1830, και μέχρι το 1880 ήταν η γλώσσα της διοίκησης, των εφημερίδων και των σχολείων.

Κατά την εικοσαετία 1880 – 1900 παρατηρήθηκε μια τάση για την αντικατάσταση της καθαρεύουσας από τη δημοτική, η οποία ενισχύθηκε από το γλωσσολογικό έργο του Γιάννη Ψυχάρη, και κυρίως από το βιβλίο του «Το ταξίδι μου». Και άλλοι πεζογράφοι της εποχής εκείνης άρχισαν να γράφουν τα έργα τους στη δημοτική, για να τα καταστήσουν προσιτά στη μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, για τους οποίους η καθαρεύουσα ήταν δυσνόητη, καθώς δεν ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στις μεταξύ τους επαφές.

Στις αρχές του 20ού αιώνα το γλωσσικό ζήτημα, αντί να εκτονωθεί, πήρε κοινωνικές, καθώς και πολιτικές διαστάσεις, που οδήγησαν σε σοβαρά επεισόδια στην Αθήνα.

Η δημοσίευση το 1901 της Αγίας Γραφής σε μετάφραση στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη προκάλεσε βίαιες διαμαρτυρίες από πανεπιστημιακούς καθηγητές και από φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αποτέλεσμα να λάβουν χώρα αιματηρά επεισόδια, γνωστά ως «Ευαγγελικά».

Το 1903, μετά από παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου «Ορέστεια» στη δημοτική από το Εθνικό Θέατρο, δημιουργήθηκαν νέα επεισόδια από τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας, και οι δημοτικιστές χαρακτηρίσθηκαν ως «μαλλιαροί», «χυδαίοι» και «αναρχικοί». 

Το 1910 στην Αθήνα ιδρύθηκε ο Εκπαιδευτικός Όμιλος από λογοτέχνες, εκπαιδευτικούς και πολιτικούς, στόχος του οποίου ήταν η συγγραφή διδακτικών βιβλίων στη δημοτική, καθώς και η σύσταση πρότυπου δημοτικού σχολείου για την εφαρμογή των παιδαγωγικών ιδεών του δημοτικιστικού κινήματος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Υπό την πίεση των πανεπιστημιακών και άλλων λογίων της εποχής εκείνης, η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου περιέλαβε στο Σύνταγμα του 1911 διάταξη η οποία όριζε επίσημη γλώσσα του κράτους την καθαρεύουσα, και καθιστούσε αξιόποινη πράξη την απόπειρα μεταβολής του γλωσσικού ζητήματος.

Παρόλα αυτά, μετά από έντονες κινητοποιήσεις του Εκπαιδευτικού Ομίλου, το 1913 έγινε για πρώτη φορά εισαγωγή κειμένων της δημοτικής στα σχολικά αναγνώσματα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. 

Από τη Θεσσαλονίκη το 1917, όπου ο Ε. Βενιζέλος το 1916 είχε σχηματίσει δεύτερη Ελληνική Κυβέρνηση, μετά από τη διαφωνία του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Βενιζέλος επιχείρησε την πρώτη καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η απόφαση εκείνη ακυρώθηκε το 1920 από τη νέα Κυβέρνηση, στην οποία δεν συμμετείχε ο Βενιζέλος.

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1940

Το 1941, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό την κατοχή των γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων, το γλωσσικό ζήτημα μπήκε σε μια νέα περίοδο εξελίξεων. Την χρονιά εκείνη Ι. Θ. Κακριδής, διακεκριμένος Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, τιμωρήθηκε με προσωρινή απόλυση από τη διδακτική του έδρα, γιατί είχε δημοσιεύσει άρθρο γραμμένο με το «μονοτονικό σύστημα».

Την ίδια όμως χρονιά κυκλοφόρησε η Νεοελληνική Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, η οποία προώθησε την υπόθεση της δημοτικής σημαντικά. Το παράδοξο είναι ότι στην έκδοση της Νεοελληνικής Γραμματικής είχε συμβάλει και ο τότε δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς!

Το 1964 η Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, με Πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, αναγνώρισε τη δημοτική ως γλώσσα της εκπαίδευσης σε ισοτιμία με την καθαρεύουσα. 

Όμως η μεταρρύθμιση εκείνη δεν διήρκεσε για πολύ, καθότι το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 επανάφερε την καθαρεύουσα, και στο Σύνταγμα του 1968 καθιέρωσε την καθαρεύουσα όχι μόνο ως επίσημη γλώσσα του κράτους, αλλά και της παιδείας, από την Δ΄ του Δημοτικού ως τις ανώτερες σχολές.

Όμως με την ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974, και με τη μεταπολίτευση που ακολούθησε, με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, το 1976 η Βουλή των Ελλήνων ενέκρινε παμψηφεί τον νέο εκπαιδευτικό νόμο, με τον οποίο η δημοτική καθιερώθηκε σε όλες τις βαθμίδες των σχολείων της γενικής Εκπαίδευσης.

Η «Νεοελληνική», όπως ονομάζεται τελικά η δημοτική, που επισημοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, και που χρησιμοποιείται ως σήμερα, είναι πολύ διαφορετική από την ακραία δημοτική του Ψυχάρη, καθώς δεν περιέχει ιδιωματισμούς και ακρότητες, αλλά έχει ενσωματώσει και στοιχεία της καθαρεύουσας, προσαρμοσμένα όμως στη γραμματική και στη σύνταξή της. 

Από τα παραπάνω προκύπτει πως τις τελευταίες δεκαετίες, για πρώτη φορά στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, έχει επικρατήσει μια γλωσσική ομοιογένεια, αφού η Νεοελληνική (δημοτική) χρησιμοποιείται από όλους τους Έλληνες, για όλες τις περιστάσεις. 

Οι προσδιορισμοί, όπως «τα Αρχαία Ελληνικά», «η Ελληνιστική Κοινή», «η Μεσαιωνική Ελληνική» και «η Νεοελληνική» σηματοδοτούν τα κύρια χρονολογικά στάδια στη διαμόρφωση της ελληνικής, όπως μιλιέται στις ημέρες μας.

Μετά την εκλογή του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την εισαγωγή του μονοτονικού συστήματος τόσο στα σχολεία, όσο και στη διοίκηση, οι οποίες συνέβαλαν στην ακώλυτη χρήση, αλλά και τη συστηματική διδασκαλία, της Νεοελληνικής γλώσσας.

Συγκεκριμένα, τον Νοέμβριο του 1981 πάρθηκε η απόφαση για την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος, και τον Ιανουάριο του 1982 σε μια θυελλώδη συνεδρίαση ψηφίστηκε από τη Βουλή η απόφαση εκείνη, γεγονός που καθιστά τη διδασκαλία και την εκμάθηση της Νεοελληνικής κατά πολύ ευκολότερη, και ως εκ τούτου παρέχει στους δασκάλους και στους φιλολόγους τη δυνατότητα να καλύψουν σε μεγαλύτερο βάθος πτυχές της ελληνικής ιστορίας, του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του κ. Γιώργου Μπαμπινιώτη, Καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε πληροφορίες που δίνει ο Γ. Χατζιδάκης σε μελέτη του για τη σύγχρονη ελληνική γλώσσα σε σχέση με την Καινή Διαθήκη. Ακολουθεί το απόσπασμα από τη μελέτη του Γ. Χατζιδάκη, όπως το δίνει ο κ. Μπαμπινιώτης:

«Εκ των 4.900 περίπου λέξεων της Καινής Διαθήκης σχεδόν αι ημίσειαι, ήτοι 2.280, λέγονται και σήμερον έτι εν τη κοινή λαλιά, των δε λοιπών αι πλείσται μεν, 2.200, νοούνται καλώς υπό πάντων των Ελλήνων αναγιγνωσκόμεναι ή ακουόμεναι, ολίγαι δε μόνον, περί τας 400, είναι αληθώς ακατανόητοι υπό του ελληνικού λαού». (Πηγή: «Η μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας», Καθημερινή «Επτά Ημέρες, 3/10/1999.

Στο βιβλίο του «Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ», (Εκδόσεις Πατάκη 1990), ο πανεπιστημιακός γλωσσολόγος P. Mackridge, κάνει τα ακόλουθα σχόλια για τη Νεοελληνική: «Αλλά νομίζω ότι η επίσημη καθιέρωση της Νέας Ελληνικής Κοινής σε όλους τους τομείς έδωσε επιτέλους στους Έλληνες τη δυνατότητα, μέσα από τον πλούτο των ποικίλων εναλλακτικών λέξεων και τύπων της γλώσσας τους, να κάνουν επιλογές ‘υφολογικά’ σταθμισμένες. Έτσι, μέσα στην ίδια γλώσσα, βλέπουμε να αναπτύσσεται σειρά από καινούριες δυνατότητες επιλογών ανάλογα με τις διάφορες εκφραστικές ανάγκες σε κάθε περίσταση, εκεί που πρώτα δεν είχε κανείς παρά να βασανίζεται με το αν θα προτιμήσει την καθαρεύουσα, τη δημοτική ή τη μεικτή».

Το γλωσσικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε το έθνος τα τελευταία 150 περίπου χρόνια, λύθηκε με τα μέτρα που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης, σε άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα με τίτλο «Δημοτική, Νέα Ελληνική ή Ελληνική είναι η σωστή ονομασία;», 5/12/1999, μεταξύ άλλων κάνει και τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

«Μόνιμο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όσοι μιλούμε ή γράφουμε για τη γλώσσα μας, ειδικοί και μη ειδικοί, είναι πώς πρέπει να την αποκαλούμε. Θα την ονομάζουμε Νέα Ελληνική ή Νεοελληνική, προσδιορίζοντάς την μάλιστα ως Κοινή (Κοινή Νέα Ελληνική, Νεοελληνική Κοινή, Κοινή Νεοελληνική), ή θα την ορίζουμε ειδικότερα ως Δημοτική ή μήπως ο απλός όρος Ελληνική θα έφτανε να την χαρακτηρίσει και να την διακρίνει από όλες τις άλλες γλώσσες;

{…} Η ιστορική διάκριση τού Ελληνισμού σε αρχαίο, μεσαιωνικό ή βυζαντινό και νέο (ενίοτε και νεότερο ή σύγχρονο) προσδιόρισε αντιστοίχως τον πολιτισμό και τη γλώσσα των Ελλήνων σε αρχαία ελληνική γλώσσα, σε ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή γλώσσα (η οποία συνήθως περιλαμβάνεται στον όρο αρχαία γλώσσα), σε μεσαιωνική Ελληνική ή βυζαντινή γλώσσα και σε νέα ελληνική γλώσσα.

{…} Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία ότι όλοι όσοι αναφερόμαστε στη γλώσσα (γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών και άλλοι) θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τους όρους δημοτική και κοινή νεοελληνική, όταν επιδιώκουμε εννοιολογικές ή ιστορικές διακρίσεις που μας είναι απαραίτητες. Ίσως όμως οι επόμενες γενιές, ανεπηρέαστες από τις μνήμες του γλωσσικού, υιοθετήσουν βαθμηδόν τον γενικό όρο Ελληνική, κρατώντας τους ειδικούς προσδιοριστικούς όρους (Αρχαία Ελληνική, Νέα Ελληνική, Κοινή Νέα Ελληνική, Δημοτική) για τις περιπτώσεις που θα χρειάζονται ειδική αναφορά ή αντιδιαστολή. Αυτό θα έφερνε την ονομασία τής ελληνικής γλώσσας σε απόλυτη αντιστοιχία με αυτό που συμβαίνει με τις περισσότερες άλλες εθνικές γλώσσες».

Πράγματι, στην εποχή μας ο όρος Ελληνική δηλώνει τη διαχρονικότητα της γλώσσας μας, και για το λόγο αυτό δεν χρειάζονται οι προσδιορισμοί Νέα ή Κοινή, ούτε και ο όρος Δημοτική, αφού πλέον η καθαρεύουσα δεν αποτελεί εναλλακτική μορφή.