Το χρέος που έχουν συσσωρεύσει οι 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη (G20) ανήλθε στα τέλη του 2016 στα 135 τρισ. δολάρια, ξεπερνώντας το επίπεδο όπου είχε φτάσει πριν από την κρίση του 2007, και θα μπορούσε να πυροδοτήσει την επόμενη κρίση, προειδοποίησε το ΔΝΤ, παρουσιάζοντας την εξαμηνιαία έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ηδη, εταιρείες και καταναλωτές δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και η κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς βρισκόμαστε σε φάση ανόδου των επιτοκίων δανεισμού.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ σε δύσκολη θέση θα βρεθεί και η Αυστραλία.

Πριν λίγες μέρες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρόβλεψε επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της αυστραλιανής οικονομίας.

Πριν από έξι μόλις μήνες, το ΔΝΤ προέβλεπε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας μας, το 2017 θα έφτανε το 3%, αλλά λόγω της μείωσης των εξαγωγών μεταλλευμάτων και των επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, εκτιμά τώρα ότι δεν θα ξεπεράσει το 2,2%.

Εντούτοις, τα νέα για την αυστραλιανή οικονομία δεν είναι άσχημα και αυτό γιατί το ΔΝΤ θεωρεί ότι το 2018 θα ανακάμψει, προβλέποντας ότι την επόμενη χρονιά ο ρυθμός ανάπτυξής της θα κυμανθεί στο 2,9%.

Αναφορικά τώρα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη (G20) ο Τομπίας Άντριαν, επικεφαλής του τμήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας του ΔΝΤ λέει:

«Ενώ η θάλασσα φαίνεται ακύμαντη, κάτω από την επιφάνειά της υπάρχουν προβλήματα που αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα, θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την ανάκαμψη».

Οι καλές εποχές έχουν καλλιεργήσει έναν «εφησυχασμό» που οδήγησε σε υπερβολές, πρόσθεσε ο Άντριαν, αναφερόμενος στη χαλαρή νομισματική πολιτική των τραπεζών, στην προσπάθεια των επενδυτών να βρουν υψηλότερες αποδόσεις μέσω πιο παράτολμων επενδύσεων και στην απουσία μεταβλητότητας στις αγορές. Αν συνεχιστεί η συσσώρευση χρεών, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση που θα περιόριζε το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 1,7% (για το 2017, το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας κατά 3,6%, οπότε ενδεχόμενη μείωση της ανάπτυξης στο 2,1% θα σήμαινε πως η παγκόσμια οικονομία θα έπεφτε σε βαθιά ύφεση), αν υποχωρούσαν τα χρηματιστήρια κατά 15% και αν μειωνόταν η αξία των κατοικιών κατά 9%, προειδοποιεί το ΔΝΤ. Μια τέτοια κρίση θα ήταν «ευρεία και σημαντική», αν και ήταν λιγότερο σφοδρή από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, πιστεύει το ΔΝΤ. Οι ΗΠΑ πιθανότητα θα είχαν περισσότερα περιθώρια κινήσεων και δεν θα δέχονταν τόσο ισχυρό πλήγμα όσο η Ευρώπη και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες θα είχαν εκροές κεφαλαίων 100 δισ. δολαρίων.

ΧΑΜΗΛΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ

Στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την οικονομία, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες μείωσαν σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο (ή και σε αρνητικό σε ορισμένες περιπτώσεις) τα επιτόκια δανεισμού και, πραγματικά, κατάφεραν να οδηγήσουν σε ανάκαμψη τις τιμές των μετοχών και των ακινήτων. Ωστόσο, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού αποτέλεσαν ευκαιρία για τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά αλλά και τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τον δανεισμό τους. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν σε μεγάλο βαθμό ο σκοπός της ποσοτικής χαλάρωσης, ωστόσο οδήγησε στην αύξηση του χρέους μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, νοικοκυριών και κυβερνήσεων στις χώρες του G20 στο επίπεδο των 135 τρισ. δολαρίων ή στο 235% του ΑΕΠ, δηλαδή υψηλότερο απ’ ό,τι ήταν το 2006. Κατά το ΔΝΤ οι ανεπτυγμένες οικονομίες και η Κίνα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την αύξηση του χρέους, ενώ το 1/3 των 80 τρισ. δολαρίων που προστέθηκαν στο χρέος του G20 από το 2006 προήλθε από τις ΗΠΑ και από την Κίνα.

Η διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έχει καταστήσει σχετικά εύκολη την εξυπηρέτηση του νέου χρέους, ωστόσο στις περισσότερες χώρες του G20, εταιρείες και νοικοκυριά είναι τόσο χρεωμένα, ώστε πλέον η κατάσταση έχει αρχίσει να επιδεινώνεται. Μεταξύ των χωρών του G20 σε πιο δύσκολη θέση βρίσκονται η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Κίνα, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Όσον αφορά τις μεγάλες συστημικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, το ΔΝΤ κρίνει πως βρίσκονται γενικά σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι πριν από την κρίση.