Όδυνε όρος, αλλά απέβαλε την ημέρα του τοκετού η Υπηρεσία Δεοντολογίας (Office of Police Integrity) της πολιτειακής αστυνομίας.

Τρία χρόνια η Υπηρεσία Δεοντολογίας, κοινώς δραγάτης των μελών του αστυνομικού σώματος, ερευνούσε επιλήψιμες καταγγελίες σε βάρος υψηλόβαθμων αστυνομικών και του γραμματέα της Ένωσης Αστυνομικών Βικτωρίας. Αλλά δεν ευτύχησε να απολαύσει το προϊόν του «απαιτητικού», σε κόπο,  χρόνο και χρήμα, ερευνητικού έργου της.

Την ημέρα της κρίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο Βικτωρίας τίναξε στον αέρα την προσπάθεια της αμφιλεγόμενης Υπηρεσίας και της ηγεσίας της αστυνομίας «να εξυγιάνουν» το σώμα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε, ότι η μέθοδος συγκέντρωσης των τεκμηρίων ενοχής των «ύποπτων» για παρανομίες μελών του σώματος και η ανάκριση από την Υπηρεσία των κατηγορουμένων, πρώην υπαρχηγού της αστυνομίας, Νολ Άσμπι, Στίβεν Λινέλ, πρώην Διευθυντή της Υπηρεσίας Επικοινωνιών, Πολ Μάλετ, πρώην γραμματέα της Ένωσης Αστυνομικών, «δεν συνάδουν» με τους σχετικούς νόμους της πολιτείας, κατά συνέπεια οι κατηγορίες καταπίπτουν. Άρα, στα σκουπίδια καταθέσεις και μαρτυρίες σε βάρος των υπόπτων. Άρα, στα σκουπίδια η αξιοπιστία, το γόητρο της Υπηρεσίας Δεοντολογίας και, φυσικά, το σχέδιο «εξυγίανσης» του σώματος.
Το μόνο  «λάφυρο» από τον πόλεμο της Υπηρεσίας Δεοντολογίας με τη διαφθορά είναι ο Στίβεν Λινέλ, ο οποίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση οκτώ μηνών με αναστολή δύο ετών για «ψευδομαρτυρία» – που ομολόγησε ο ίδιος.

Η απόρριψη, άνευ αμφιβολιών, από το δικαστήριο της τριετούς έρευνας δικαιολογεί απόλυτα τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, ότι η Υπηρεσία Δεοντολογίας δεν είναι σοβαρό, αξιόπιστο όργανο ανίχνευσης και πάταξης της διαφθοράς στο αστυνομικό σώμα. Είναι ένα “kangaroo Court” – παρωδία δικαστηρίου – που διαφεντεύεται και κατευθύνεται από την εκάστοτε ηγεσία του σώματος και την πολιτική εξουσία, για να διεκπεραιώνει – σοβαροφανώς – υποθέσεις άσχετες προς τη σωστή αστυνόμευση της πολιτείας και την εξυγίανση του σώματος από διεφθαρμένους αστυνομικούς. Για να αναλαμβάνει, με απλά λόγια, την εξόντωση ανταγωνιστών της ηγεσίας του σώματος ή των κυβερνώντων.

Κοντολογίς, η γελιοποίηση της Υπηρεσίας Δεοντολογίας από το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ορθότητα της άποψης, ότι η χρήση τέτοιων υπηρεσιών για τη διαλεύκανση υποθέσεων που αφορούν το ήθος, τον τρόπο λειτουργίας και τις σχέσεις της εκάστοτε ηγεσίας της αστυνομίας με την πολιτική εξουσία είναι αναποτελεσματική.
Κρίνοντας, δε από τους μετασεισμούς που προκαλεί η αποτυχημένη έρευνα στο σώμα και την πολιτική εξουσία, τέτοιες Υπηρεσίες δεν λύνουν υφιστάμενα προβλήματα, δημιουργούν περισσότερα στην προσπάθειά τους να υπηρετήσουν τους αφέντες τους.

Θυμίζω, ότι οι κυβερνήσεις άλλων πολιτειών εκτίμησαν έγκαιρα την αδυναμία τέτοιων υπηρεσιών να διαγνώσουν τη διαφθορά και τις αντικατέστησαν με Ανεξάρτητες Επιτροπές Κατά της Διαφθοράς, με εντολές και εξουσίες να ελέγχουν τη διαφθορά σε όλο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης, την αστυνομία και την πολιτική εξουσία.
Μόνον η κυβέρνηση της Βικτωρίας επιμένει να «κουκουλώνει» ή να  ξύνει επιδερμικά τη διαφθορά στην αστυνομία με «ενδελεχείς» έρευνες από την Υπηρεσία Δεοντολογίας του σώματος. Μόνον η κυβέρνηση της Βικτωρίας επιμένει – προφανώς για να επιτυγχάνει τα αποτελέσματα που τη συμφέρουν πολιτικά – στη διερεύνηση σοβαρών καταγγελιών για διαφθορά στο σώμα από μία Υπηρεσία που αγνοεί ακόμη και στοιχειώδεις νόμους συλλογής μαρτυριών σε βάρος «διεφθαρμένων» μελών της αστυνομίας. Μόνο η κυβέρνηση της Βικτωρίας επιμένει στη συγκάλυψη των σχέσεων μελών της με την αστυνομία, αντί να διατάσσει τη διερεύνηση σε βάθος τέτοιων σχέσεων. Μόνο η κυβέρνηση της Βικτωρίας αρνείται να διατάξει τη διερεύνηση των καταγγελιών από το Νολ Άσμπι, για το ρόλο του υπουργού της, Τιμ Πάλλας, στην έρευνα.

Η τεκμηριωμένη, πλέον, ανεπάρκεια της Υπηρεσίας Δεοντολογίας υποχρεώνει την κυβέρνηση Μπράμπι να αποβάλει το στρουθοκαμηλισμό, να διαλύσει την προβληματική Υπηρεσία και να την αντικαταστήσει με Ανεξάρτητη Επιτροπή Κατά της Διαφθοράς (Independent Commission Against Corruption) – κατά το πρότυπο άλλων πολιτειών. Οτιδήποτε λιγότερο θα ερμηνευτεί – δικαιολογημένα – ως απροθυμία της πολιτειακής κυβέρνησης να πατάξει τη διαφθορά σε όλους τους χώρους και σε όλες τις βαθμίδες εξουσίας.

Η κυβέρνηση γνωρίζει, ότι η δημόσια ασφάλεια θα είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα της προεκλογικής εκστρατείας για τις πολιτειακές εκλογές του Νοεμβρίου. Η αδιάφθορη αστυνομία είναι το μέσον προστασίας του πολίτη. Αν  μέχρι την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας δεν ληφθούν μέτρα για την απαλλαγή του σώματος από διεφθαρμένα μέλη του η κυβέρνηση θα πληρώσει το τίμημα της αλαζονικής αντιμετώπισης του πολίτη και της υπόθαλψης της διαφθοράς.

Αν, κατά την κρίση της κυβέρνησης, ο χρόνος μέχρι τις εκλογές δεν είναι αρκετός για την αντικατάσταση ενός θεσμικού οργάνου από άλλο, ας διατάξει τη διερεύνηση των καταγγελιών του κ. Άσμπι από δικαστικούς, ώστε να μάθει το εκλογικό σώμα τα κέντρα της διαφθοράς και να τα «πληρώσει» ανάλογα στις εκλογές.