ΜΕΤΑ σχεδόν από ένα μήνα, επέστρεψα (με βαριά καρδιά) στη βάση μου.

ΚΑΙ λέω με βαριά καρδιά, γιατί πάντα δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ (στην πολυκοσμία) μετά από τέτοια ταξίδια.

ΕΠΕΙΔΗ τα καλά πράγματα συνηθίζονται εύκολα, ψιλοζορίζομαι να αποδεχτώ τη δολοφονική (για την ψυχική μου υγεία) ρουτίνα της καθημερινότητας.

ΤΗΝ απορρίπτει ο οργανισμός μου, σας λέω. Δεν αντέχω πια να βιώνω τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Μου χαλάνε τη διάθεση.

ΑΣΕ που περνά ο καιρός και οι μέρες χωρίς να τις καταλάβω. Εκτός των άλλων συμφορών, η ρουτίνα σκοτώνει και τη μνήμη. Την αχρηστεύει εντελώς.

ΤΑ ταξίδια, όπως έχω ξαναγράψει, έχουν επιπλέον και την ευεργετική ικανότητα να «φρενάρουν» το χρόνο.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ και ως στίγματα. Ως άγκυρες στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου που ισοπεδώνει τα πάντα και κάνει τις μέρες να μην ξεχωρίζει η μια από τις άλλες.

ΟΤΑΝ ζεις καθημερινά τα ίδια πράγματα και βλέπεις τα ίδια πρόσωπα, δεν έχει κανένα λόγο ο μηχανισμός της μνήμης να τα καταγράψει.

ΑΛΛΟ είναι να βλέπεις καινούργια πράγματα και πρόσωπα κάθε μέρα και άλλο τα ίδια και τα ίδια καθημερινά.

ΗΔΗ έχω ξεχάσει τι είδα και τι έφαγα προχθές, ενώ θυμάμαι τι έκανα και πού βρισκόμουν οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ακόμα και τις (λίγες) φάτσες των ανθρώπων που συνάντησα θυμάμαι.

ΑΥΤΑ τα λίγα έτσι σαν ψυχοθεραπεία και άσκηση προσαρμογής στο «τίποτα» της καθημερινής μας ζωής.

ΤΑ σχετιζόμενα με το ταξίδι και πώς περνούσα τις μέρες μου, τα ανάφερα «ζωντανά» στα προηγούμενα «Ξυράφια».

ΣΗΜΕΡΑ θα πούμε δυο κουβέντες για το πώς περνούσα και τις ερημικές νύχτες μου. Μιλάμε για δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα σχιζοφρενικών αντιθέσεων.

ΜΕ δυο κουβέντες: την ημέρα απολάμβανα (φλεγόμενος) την ομορφιά και την απόλυτη γαλήνη της ερημικής (αλλά τόσο ζωντανής) φύσης και τις νύχτες έκανα καμιά βόλτα στην έρημο και στον ασφυκτιούντα (από τον συνωστισμό!) διαδικτυακό κυβερνοχώρο.

ΑΣ πιάσουμε το νήμα εκεί που ακριβώς τελείωνε η εργάσιμη (για τον γιό μου βέβαια) μέρα. Εγώ απλώς παρατηρούσα (ρεμβάζοντας) από τη θέση του συνοδηγού μάλιστα.

ΓΥΡΩ στις 6 το απόγευμα πηγαίναμε στο ξενοδοχείο που μέναμε και αφού κάναμε ένα μπάνιο, πηγαίναμε για φαγητό.

ΤΟ βραδινό φαγητό, που για άλλα ταξίδια ήταν μια ξεχωριστή απόλαυση λόγω και των συχνών αλλαγών κουζίνας, στη Βόρεια Αυστραλία (όπου και αν βρίσκεσαι) συνεχίζει να αντιστέκεται παραμένοντας μια επίπονη ( και βασανιστική) διαδικασία.

ΤΟ φαγητό, με τα δικά μας (γευστικά) στάνταρ πάντοτε, δεν τρώγεται. Όταν οι μπριτζόλες, η «ραχοκοκαλιά» της αυστραλιανής κουζίνας του Βορά δεν τρώγονται, σκεφτείτε τι γινόταν με τα άλλα, που έχουν και κάποιες απαιτήσεις.

ΤΑ βράδια, δηλαδή, άρχιζαν συνήθως αρνητικά. Ό,τι έχανες όμως σε γεύση, το αναπλήρωνες (και με το παραπάνω), σε αίσθηση.

ΜΕΤΑ το φαγητό και έχοντας (χωρίς τις επιλογές του… πολιτισμού) όλο τον χρόνο δικό μας, κάναμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο στην έρημο, ακολουθώντας το δρόμο της επόμενης μέρας.

ΑΛΛΟ τοπίο και άλλος κόσμος. Τα αιθέρια όντα παρέδιναν τη σκυτάλη στα επίγεια. Οι πολύχρωμοι παπαγάλοι στα καγκουρό διαφόρων μεγεθών.

Η πραγματική ζωή στην έρημο αρχίζει το βράδυ. Για τους επίγειους κατοίκους της ο μεγαλύτερος (και πιο θανατηφόρος) εχθρός είναι ο ήλιος!

ΔΕΝ θα ξεχάσω ένα βράδυ στο Exmouth (τη δυτικότερη στεριά της Αυστραλίας) τα καγκουρό να είναι παρατεταγμένα στην άκρη του δρόμου κατά δεκάδες.

ΚΑΘΙΣΜΕΝΑ στα πισινά τους πόδια και με τα (μικρά) μπροστινά προτεταμένα στο στήθος, έμοιαζαν με διμοιρίες στρατιωτικών αγημάτων που παρουσιάζουν όπλα στη διέλευση των επισήμων.

ΜΙΛΑΜΕ για εκατοντάδες καγκουρό κάθε μεγέθους. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα δει τόσα καγκουρό. Έντονη ήταν επίσης (νύχτα και μέρα) η παρουσία στρουθοκαμήλων.

ΜΙΚΡΑ κοπάδια «έκοβαν» βόλτες στην μικρή αγορά του χωριού, όπως τα αδέσποτα σκυλιά κάποτε στο κέντρο της Αθήνας.

ΤΟ εγερτήριο σάλπισμα, δηλαδή, δινόταν με τη δύση του ηλίου και το σιωπητήριο με την ανατολή. Άλλες ανάγκες και ρυθμοί, με το δικό τους βιολί.

ΤΑ φώτα των (λιγοστών) αυτοκινήτων στην έρημο μοιάζουν από μακριά με καράβια που ταξιδεύουν καταμεσής του ωκεανού. Οι οπτικοί «περιορισμοί» γενούν (και δωρίζουν) νέες δυνατότητες στις αισθήσεις.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ακούς. Δεν βλέπεις. Σιωπάς, αντί για να μιλάς. Έχεις τη δυνατότητα να ταξιδεύεις (παράλληλα) και αλλού! Σε άλλους τόπους…

ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΣ κρίκος όλων αυτών, ο ατελείωτος ορίζοντας και ο έναστρος θόλος του ουρανού που «ξεκουράζονταν» στηριζόμενος πάνω του.

ΚΑΙ που δεν «ταξίδεψα» ορισμένα βράδια: Από τις ερήμους της Αργεντινής και το ηλιοβασίλεμα των Άνδεων, στο δρόμο από τη Κόρντοβα στο Τουκουμάν, μέχρι την πανσέληνο στο φαράγγι των Καρπαθίων στην Ρουμανία, κοντά στον πύργο του κόμη Δράκουλα.

ΘΥΜΗΘΗΚΑ όταν στη μέση του δάσους χάλασε η μοτοσυκλέτα. Άντε να την φτιάξεις μέσα στο σκοτάδι. Άσε που σε χειρότερη κατάσταση βρίσκονταν η διάθεση της Τζουλιάνας.

ΤΙ να μαστορέψεις και τι να «πρωτο-επισκευάσεις» όταν έχεις (και για τα δύο) ακόμα πιο… μαύρα μεσάνυχτα.

ΜΕΧΡΙ και τις μεσονύχτιες επισκέψεις στην Πατημένη, για να χαζέψω με τις ώρες τον ουρανό θυμήθηκα.

Η Πατημένη, είναι μια τοποθεσία πάνω από τον Εγρηγόρο, το χωριό του Σωτήρη Χατζημανώλη στη Βόρεια Χίο, που δεσπόζει του Αιγαίου..

ΣΥΜΦΩΝΑ με την τοπική παράδοση, την οποία (στο ακέραιο!) ασπάζεται και ο Σωτήρης, στην Πατημένη έχουν την έδρα τους τα φαντάσματα του νησιού.

Ο ουρανός της Πατημένης είναι από τους καλύτερους που έχω δει στην πατρίδα και, πιστέψτε με, έχω με τις ώρες χαζέψει πάρα πολλούς, από την Μάνη μέχρι τη Σαμοθράκη.

ΑΠΟ τη Χίο στο (χιονισμένο) Κιότο της Ιαπωνίας πήγαινα πιο γρήγορα και από την τηλεμεταφορά. Τέτοιες παράλληλες επισκέψεις, έκανα στις νυχτερινές βόλτες στους δρόμους της ερήμου.

ΚΑΙ όλες αυτές οι «βόλτες», σε άλλους τόπους ήταν μόνο η… αρχή. Τα μεγάλα «ταξίδια» άρχιζαν όταν επέστρεφα στο δωμάτιό μου, στο… ξενοδοχείο.

ΟΠΟΥ έβρισκα ιντερνετική σύνδεση άρχιζα το σερφάρισμα στον ατελείωτο κυβερνοχώρο. Περισσότερα και από τα άστρα του ουρανού οι διαδικτυακοί τόποι.

ΘΗΣΑΥΡΟΣ πληροφοριών, γνώσεων και σκουπιδιών. Εδώ ένα «κλικ» έκανε τη διαφορά και χώριζε το μέλι από τα… σκατά.

ΚΑΙ τι τόπους δεν επισκέφτηκα; Από τα (ελληνόφωνα) χωριά της Magna Grecia στην Καλαβρία μέχρι τη λίμνη Ατιτλάν στη Γουατεμάλα της Κεντρικής Αμερικής.

ΠΗΓΑ από την Κούβα μέχρι την Ινδονησία και με κάθε ευκαιρία, περνούσα και από την πατρίδα, που παραμένει από τους ομορφότερους τόπους του ταξιδιωτικού μου χάρτη.

ΕΙΝΑΙ άλλο πράγμα σας λέω να ακούς καταμεσής της αυστραλιανής ερήμου (στην κυριολεξία στο πουθενά) ταγκό από ένα ραδιοφωνικό σταθμό του Μπουένος Άιρες και τζαζ από σταθμό της Νέας Ορλεάνης.

ΜΕΧΡΙ και ροκ άκουσα ένα βράδυ από το ραδιοφωνικό σταθμό της Villia Maria, μια μικρή πόλη στην κεντρική Αργεντινή που ήταν πνιγμένη (και ευτυχισμένη), όταν περάσαμε, μέσα στη σκόνη και τα σκουπίδια της.

ΟΛΑ τα… λεφτά, όμως, ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αμαλιάδας και ιδιαίτερα όταν έπεφτες πάνω σε… σκυλάδικο πρόγραμμα. Η διασκέδαση!

ΤΟΝ ίδιο σταθμό άκουγα και με το φίλο μου τον Κώστα, όταν την είχαμε αράξει με τα sleeping bag στην ερημική παραλία του Καϊάφα όπου βγαίνουν και γεννούν οι χελώνες. (Έγραψα πριν δύο χρόνια για τις βραδιές εκείνες «παρέα» με τον συγκεκριμένο σταθμό).

ΕΙΧΑ πάνω από δέκα χρόνια να σερφάρω με τις ώρες στο διαδίκτυο. Άλλο κόσμο άφησε και εδώ και άλλον βρήκα. Και τι κόσμο; Οπτικοακουστικό και πολύχρωμο.

ΑΞΕΧΑΣΤΗ θα μου μείνει και η βραδιά που περάσαμε στο «σπίτι» του Γιάννη στο Port Hedland.

ΚΑΙ όταν λέω «σπίτι» αναφέρομαι σε ένα αμερικάνικο χίπικο λεωφορείο της δεκαετίας του 1960 που χρησιμοποιεί ο Γιάννης για σπίτι του. Μέχρι και ερκοντίσιον είχε!

ΤΟ λεωφορεία, από την μια του δίνει την άνεση να κινείται κοντά σε κάθε δουλειά του (είναι υδραυλικός) και από την άλλη γλυτώνει και το ενοίκιο. Πάνω απ’ όλα όμως είναι τρόπος ζωής.

ΕΚΤΟΣ από το κρεβάτι του (στη μέση του λεωφορείου) που το σκέπαζε μια λευκή κουνουπιέρα, σαν αυτή που χρησιμοποιούσαν τον 19ο αιώνα οι ιεραπόστολοι στην Αφρική για να γλυτώσουν από την ελονοσία, είχε καναπέδες σαλονιού (δύο!), κουζίνα, τραπεζαρία, απλώστρες για ρούχα, μπαταρίες ψυγείο, σάκους με γύψο και τσιμέντο και όλα τα απαραίτητα της δουλειάς του.

ΜΙΛΑΜΕ σπίτι, γραφείο, εργαστήριο και μέσο μεταφοράς, σε ένα πολυτελές, ανέξοδο (και άνετο) πακέτο. Το πλυντήριο και η μπανιέρα βρίσκονται ακόμα απέξω. Όλα τα άλλα τα έχει στεγάσει.

ΣΤΟΥΣ Αμπορίτζινις του South Hedland ο Γιάννης είναι γνωστός ως Γουγκαρίτζινι (δηλαδή λίγο Wog και λίγο Αμπορίτζινι!). Από τότε που τους εξήγησε ότι «εχθροί» όλων είναι οι redneck’s, σύναψε μόνιμη ειρήνη μαζί τους και δεν επισκέπτονται το… νοικοκυριό του, στις νυχτερινές εξόδους κατά τη διάρκεια των οποίων «απαλλοτριώνουν» ορισμένα ψιλοπράγματα.

ΚΑΠΩΣ έτσι ήταν οι νύχτες στην έρημο. Διαφορετικές και πιο… ανήσυχες, από τις μέρες. Τώρα τι κάνουμε; Αυτά και γεια χαρά.