Όλοι το ξέραμε πως μόλις γυρίζαμε στο σχολείο, η δασκάλα, η γεροντοκόρη όπως την έλεγε ο μπαμπάς μου, θα μας έβαζε να γράψουμε έκθεση, με θέμα, τις απόκριες και την Καθαρή Δευτέρα.

Η μαμά λεει πως όταν οι δάσκαλοι βάζουν πρόχειρο διαγώνισμα ή έκθεση να γράψεις στο σχολείο βαριόνται να κάνουν μάθημα. 
Αυτά τα έλεγε στον μπαμπά γιατί εμείς τα παιδιά, δηλαδή ο αδελφός μου και εγώ, δεν πρέπει να άκουμε τέτοια πράγματα, γιατί χάνουμε τον σεβασμό  που δεν έχουμε, προς τους δασκάλους μας.

Ο μπαμπάς λεει την δασκάλα γεροντοκόρη γιατί μοιάζει, στο σουλούπι, της κ. Σοφίας, που μένει απέναντί μας, και που δεν παντρεύτηκε ποτέ και η μαμά τη λεει τυχερή.

Όταν η μαμά λεει την κ. Σοφία τυχερή, ο μπαμπάς νευριάζει και τη ρωτάει:  Εσύ τι έπαθες που παντρεύτηκες;  Κακόπεσες;
Και η μαμά, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, φωνάζει:  Μπα που να ήταν μαύρη η ώρα και η στιγμή, να έσπαγα το πόδι μου να μην έσωνα να ερχόμουνα στην εκκλησία.
Εγώ, δυστυχώς, δεν ξέρω να πω στον μικρό μου αδελφό, που ρωτάει, τι είναι και πως είναι η «μαύρη ώρα και η στιγμή».
Πάντως, όταν η μαμά αναφέρει την μαύρη ώρα και τη στιγμή, γίνεται μεγάλη φασαρία γιατί μέχρι τη γεωγραφία ανακατεύουν στον καυγά. 
Ο μπαμπάς μιλάει για το χωριό της μαμάς, η μαμά απαντάει για τη βρωμο-Αθήνα του και του λεει ποίος ξέρει από ποίο κατσικοχώρι κατεβήκανε η μάνα σου και ο πατέρας σου.

Ο μπαμπάς φωνάζει «μην πιάνεις τη μάνα μου και τον πατέρα μου στο στόμα σου» και εγώ πάλι δεν μπορώ να εξηγήσω στον μικρό μου αδελφό πως γίνεται να… «πιάνεις τη μητέρα και τον πατέρα στο στόμα σου»

Ενώ όταν με είχε ρωτήσει πως έπιασε ο θείος ο Τάκης (ο αδελφός του μπαμπά) ένα χταπόδι του εξήγησα πως βάζεις αγκίστρι  και πετονιά και το πιάνεις.
Τώρα που είπα για το χταπόδι που έφερε ο θείος ο Τάκης, θυμήθηκα που είπε ο μπαμπάς «ωραίο χταπόδι μας έφερε ο Τάκης» και η μαμά είπε πως ήταν μια μπουκιά και μπορεί να ήταν και κατεψυγμένο.

Ξανά φώναζαν και ανακάτεψαν τη γιαγιά, τον παππού τον θείο Τάκη, όλη την οικογένεια, την Αθήνα, το χωριό της μαμάς και την εξαδέλφη της, την θεία την Πόπη, «που έφαγε τον πρώτο της άνδρα και πάει να φαει και τον δεύτερο.»

Και πάλι δεν μπόρεσα να απαντήσω στον μικρό μου αδελφό και να του εξηγήσω πως έφαγε η θεία η Πόπη, η ανθρωποφάγος, τον πρώτο της τον άνδρα.
Οι φωνές σταματάνε για λίγο όταν η μαμά κοιτάζει τον μπαμπά και τον ρωτάει, με χαμηλή φωνή και με λίγο κλαμένα μάτια:
«Δεν ντρέπεσαι βρε να μιλάς έτσι για τη γυναίκα σου μπροστά στα παιδιά μας;  Μπροστά στα αγγελούδια που σου χάρισα;»
Τότε ο μπαμπάς τη λεει με ένα άλλο όνομα και επώνυμο, αντί να την πει Μαρία μου, όπως όταν είναι στα καλά τους, τη λεει Μάρθα Βούρτση.
Είχα μάθει γι’ αυτή την κυρία πως ήταν καλή κυρία του «παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου» όπως  έλεγε η μαμά και σε όλα τα έργα που έπαιζε «γάνιαζε» στο κλάμα.

Μετά ο μπαμπάς φόραγε το σακάκι και έφευγε χτυπώντας την πόρτα.
Πριν φύγει κοίταξε την μαμά και έλεγε: «Φεύγω.  Πάω να πιω ένα καφέ, γιατί αν μείνω θα γίνουμε από δύο χωριών χωριά».
Και πάλι δεν πήρε απάντηση ο μικρός μου αδελφός όταν με ρώτησε: «Πως είναι να είσαι από δύο χωριών χωριά;» 
Ο μπαμπάς γύριζε σε καμία ώρα.  Εγώ που είμαι η μεγάλη κόρη και το μόνο μου ελάττωμα είναι πως είμαι … ίδιος ο πατέρας μου στο χαρακτήρα (έτσι λεει η μαμά) και καταλαβαίνω, γιατί εκτός από τα μούτρα πήρα και την πονηριά της μάνας μου, (όπως λεει ο μπαμπάς) γνωρίζω και τη συνέχεια.

  
Ο μπαμπάς θα κάτσει στο σαλόνι, θα πάρει την εφημερίδα και θα κάνει πως διαβάζει.  Σε λίγο θα ρωτήσει τη μαμά.
– Μαρία, έφαγες τίποτα;
– Μόνη μου θα έτρωγα Χριστιανέ μου.  Σε περίμενα.
– Ωραία.  Βάλε να φάμε μια μπουκιά.

 Σκέφτομαι να γράψω ψέματα στην έκθεση.  Δεν θέλω να πω ότι ντύθηκα ναυτάκι, θα πω ότι ντύθηκα Μαρία–Αντουανέτα (μπερδεμένη ιστορία και η κυρία Αντουανέτα, ακριβά τα ρούχα της και έφαγε και το κεφάλι της, όπως έλεγε η μαμά, χωρίς να μας εξηγήσει τι έγινε.)
Ντύθηκα ναυτάκι γιατί μου έχει χαρίσει από πέρσι, τη στολή, ο ξάδελφός μου, ο Αντώνης, ο γιος του θείου του Τάκη. Ήταν ναυτοπρόσκοπος και τώρα, όπως λεει η μαμά, σταμάτησε τον προσκοπισμό και όλη την ημέρα είναι στο κομπιούτερ και ψάχνει για… τσόντες                    
Με ρώτησε το αδελφάκι μου:  Τι είναι τσόντες και του είπα άλλα αντί άλλων.  Τι να πεις σε… μικρό παιδί και μάλιστα αγόρι, για τσόντες.
Ο μπαμπάς όταν ήταν μικρός, τις απόκριες, κάποια χρονιά, είχε ντυθεί.. αραπάκι.

Τότε δεν υπήρχαν αληθινά αραπάκια στην Αθήνα και επιτρεπόταν να ντυθείς έτσι.   Τώρα ,λεει, είναι κομμάτι δύσκολο γιατί όπως στη Αμερική έτσι και στην Ελλάδα θεωρείται …αντιποίηση αρχής.

Γι’ αυτό σταμάτησε να γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και το «πανόραμα».  Απ’ ότι έλεγε ο μπαμπάς, τότε που ήταν μικρός και η Ελλάδα είχε το ισχυρό νόμισμα που το έλεγαν δραχμή, έδινες λίγες δεκάρες, και κοιτούσες μέσα στους φακούς και έβλεπες τις εικόνες που παρουσίαζε ο ιδιοκτήτης του πανοράματος  και εξηγούσε με στόμφο τις εικόνες.
– Να οι άγριοι κροκόδειλοι στην άκρη του ποταμού.
– Να τ’ αραπάκια τη νύχτα στο Νείλο ποταμό.
– Δε βλέπω τίποτα μπάρμπα (φώναζε ο πιτσιρίκος)
– Τι να βλέπεις παιδί μου.  Νύχτα είναι, αραπάκια είναι, τι θέλεις να δεις.

Βρίσκομαι στην τάξη.  Οι απόκριες πέρασαν, Καθαρή Δευτέρα ήταν εχθές και η δασκάλα μας είπε, όπως το περιμέναμε, να γράψουμε έκθεση με θέμα  την «Συμβολή της Ελλάδος στη ισχυρή οικονομία της Ευρώπης».