Το άσχημο πρόσωπο της δεύτερης γενιάς

«Ο ένας στους είκοσι  ηλικιωμένους μας πέφτει θύμα, οικονομικής, συναισθηματικής  ή φυσικής βίας από τα ίδια του τα παιδιά. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα είναι γυναίκες, αφενός επειδή οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες και αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι είναι πιο ευάλωτες.

Οι θύτες είναι τα παιδιά τους κυρίως. Γιοί και κόρες, επαγγελματίες, μορφωμένοι άνθρωποι που αφού καταφέρουν τους γονείς τους να τους γράψουν την ακίνητη περιουσία τους, μετά τους φέρονται σαν να είναι βάρος, σε κάποιες περιπτώσεις τους διώχνουν από το σπίτι ή αν τους κρατήσουν εκεί τους παίρνουν ακόμα και την σύνταξη αφήνοντάς τους με ψίχουλα. Η κατάσταση είναι τραγική». Έτσι περιγράφει η ομογενής δικηγόρος και σθεναρή αγωνίστρια κατά της οικογενειακής βίας Μαρία Δημοπούλου, ένα πρόβλημα που κρύβεται πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες πολλών οικογενειών.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΡΑΓΙΚΕΣ

Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα στο τσαγκαράδικο του γνωστού στην παροικία Κοσμά Ρεκάρη. Εκεί ήταν που γεννήθηκε αυτή η μικρή έρευνα. Η αντροπαρέα του Κοσμά έπινε καφέ στο πίσω μέρος του μαγαζιού και συζητούσε. Το θέμα της συζήτησης, μία γιαγιά που βρέθηκε από την μια στιγμή στην άλλη από το δωμάτιό της, στο γκαράζ του σπιτιού της. Η γιαγιά Ελευθερία πριν από δύο χρόνια και αφού πέθανε ο άντρας της έγραψε το σπίτι στον γιό της. Μοναχογιός και οικογενειάρχης ο γιός της και ήθελε να κάνει ανακαίνιση στο σπίτι που μοιραζόταν με την οικογένειά του και την μητέρα του. Η γιαγιά Ελευθερία το δέχθηκε. Ποια μάνα δεν θέλει ό,τι καλύτερο για το παιδί της. Το σπίτι ανακαινίστηκε και προστέθηκαν σε αυτό δύο δωμάτια. Την μάνα του την έβαλε να μείνει στο γκαράζ στην αρχή. Πίστευε η γιαγιά ότι αυτή ήταν μία προσωρινή λύση έως ότου να γίνει η ανακαίνιση. Το προσωρινό όμως έγινε μόνιμο. Αφού τελείωσε η ανακαίνιση η γιαγιά περίμενε να επιστρέψει στην ζεστασιά του σπιτιού των παιδιών της. Τότε άρχισαν άλλα προβλήματα. Η γιαγιά ήταν ανεπιθύμητη από την νύφη. Μπλεκόταν στα πόδια της και δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Η είσοδος στο σπίτι της επιτρέπεται πλέον μόνο και εάν η οικογένεια είναι σπίτι για μία ώρα περίπου την ημέρα για να φάει ένα πιάτο φαΐ. Τον τελευταίο καιρό ο… μονάκριβος γιός της άρχισε να της βάζει χέρι και στην σύνταξη. «Γριά γυναίκα είσαι. Εδώ τρως, εδώ πίνεις, εμείς πληρώνουμε τα έξοδά σου, δεν σου χρειάζονται όλα αυτά τα χρήματα», της είπε ο γιός της. Η γιαγιά Ελευθερία ζει αυτές τις μέρες παρέα με την μοναξιά της και την πίκρα της μέσα σε ένα γκαράζ. Τόλμησε να πει το παράπονό της σε μία γειτόνισσα. Έτσι έφτασε στα αυτιά μας.

Η κουβέντα στο τσαγκαράδικο του Κοσμά συνεχίστηκε, ο ίδιος θυμήθηκε μία άλλη παρόμοια μαρτυρία. Είχε πάει με την γυναίκα του στο νεκροταφείο του Φόκνερ όταν τους πλησίασε μία μαυροφόρα γυναίκα. Τους μίλησε ελληνικά. Ο κ. Κοσμάς την ρώτησε γιατί είναι εκεί. Είχε πεθάνει ο άντρας της και ήρθε να του ανάψει το καντήλι. «Φαινόταν σαν χαμένη» λέει ο κ. Κοσμάς. «Την ρώτησα αν είναι καλά και μου είπε ότι δεν ήξερε πώς να γυρίσει σπίτι της. ‘Πως ήρθες εδώ’ την ρώτησα. Η γυναίκα έβαλε τα κλάματα. ‘Ο γιός μου με έφερε, μου ζήτησε $100 για να με φέρει στο νεκροταφείο. Με άφησε και έφυγε. Θα είναι στο σπίτι και θα ψάχνει για λεφτά. Νομίζει ότι κάπου έχω κρύψει μετρητά’». Ο κ. Κοσμάς προσφέρθηκε να πάει την γυναίκα πίσω σπίτι της. Η άμοιρη ήταν όντως χαμένη. Δεν γνώριζε καλά – καλά το προάστιο που έμενε. Όταν έφτασαν στο σπίτι της τελικά, όντως το αυτοκίνητο του γιού της ήταν εκεί. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι έγινε μετά, κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι γίνεται κάθε μέρα στο σπίτι αυτής της ηλικιωμένης γυναίκας και πολλών άλλων. Και δυστυχώς η συζήτηση στο τσαγκαράδικο του Κοσμά γέμισε με πολλές τέτοιες ιστορίες και όλες αυτές τις ιστορίες ήρθαν αργότερα να μας επιβεβαιώσουν, αστυνομία, κοινωνικές υπηρεσίες και νομοθετικοί σύμβουλοι.

«ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ, ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ»

Ο αρχιφύλακας Εμμανουήλ Μπρούσκος υπηρετούσε για πάνω από 15 χρόνια στο αστυνομικό τμήμα του Brunswick. Τα μάτια του είδαν πολλά. Τα αυτιά του έχουν ακούσει ακόμα περισσότερα.

«Ο αριθμός των ηλικιωμένων ομογενών που ζει μέσα σε κλίμα βίας είναι δυστυχώς τραγικά μεγάλος. Όταν μιλάμε για βία δεν αναφερόμαστε μόνο στην φυσική βία, θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό. Αυτή η μορφή βίας είναι εύκολο να αποδειχθεί και δυστυχώς δεν είναι λίγοι οι ηλικιωμένοι που τρώνε ξύλο από τα ίδια τους τα παιδιά αλλά ποτέ δεν σηκώνουν το τηλέφωνο να το καταγγείλουν στην αστυνομία. Ο οικονομικός εκβιασμός είναι και αυτός μία μορφή βίας και κακοποίησης και σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι που είναι δυσκολότερο να αποδειχθεί η κακοποίηση. Πάλι όμως η αστυνομία έχει ευαισθητοποιηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και βοηθάμε τους ηλικιωμένους μας να βρουν τις αποδείξεις.

Το θέμα όμως είναι ακόμα πιο τραγικό. Το 85% των υποθέσεων δεν φτάνει ποτέ στα αυτιά της αστυνομίας. Φαντάσου έναν ηλικιωμένο συμπάροικο, που δεν ξέρει καλά αγγλικά, που φοβάται τον νόμο γιατί δεν ξέρει τα δικαιώματά του και που στην τελική ντρέπεται να ομολογήσει ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό ότι το σπλάχνο του, του φέρεται σαν να είναι ζώο, να σηκώνει το τηλέφωνο και με τα σπασμένα του αγγλικά, αν υπάρχουν και αυτά, να καλεί την αστυνομία στο σπίτι του για να καταγγείλει ότι το παιδί του τον εκβιάζει και του παίρνει τα χρήματα ή τον αντιμετωπίζει σαν ζώο, ή ακόμα και χειροδικεί εναντίον του. Ακούγεται από δύσκολο έως απίστευτο και έτσι είναι» λέει ο κ. Μπρούσκος και συνεχίζει.

«Εκείνο που πολλοί ηλικιωμένοι μας φοβούνται πρώτα απ’ όλα, ιδιαίτερα αν έχουν γράψει το σπίτι που μένουν, στα παιδιά τους, είναι ότι θα τους πάρουμε από το σπίτι και θα καταλήξουν σε κανένα γηροκομείο. Δεν είναι έτσι, το τονίζω αυτό. Αν καλέσουν την αστυνομία και διαπιστώσουμε ότι έχουν πέσει θύματα βίας τότε αυτόματα απομακρύνεται ο δράστης, όχι αυτοί. Δεν έχει σημασία αν το σπίτι είναι στο όνομα του δράστη, καμία απολύτως. Το επαναλαμβάνω. Το θύμα παραμένει στο σπίτι. Ακόμα και αν ο δράστης πληρώνει το ενοίκιο αυτός θα φύγει από το σπίτι όχι ο ηλικιωμένος. Αρχικά θα τον απομακρύνουμε για τρεις μέρες και στην συνέχεια το θύμα πρέπει να πάει στο δικαστήριο για να πάρει περιοριστικά μέτρα κατά του δράστη και τότε πλέον απομακρύνεται για την περίοδο που το δικαστήριο θα αποφασίσει. Τότε είναι που πολλοί ηλικιωμένοι μας κάνουν πίσω. Δεν επιστρέφουν στο δικαστήριο, φοβούνται, ντρέπονται. Ο δράστης είναι το ίδιο τους το παιδί που ίσως είναι παντρεμένο και έχει οικογένεια και δεν θέλουν να το χάσουν, να χάσουν τα εγγόνια τους. Έτσι σιωπούν, μετράνε τις πληγές τους και η κατάσταση συνεχίζεται. Εμείς ως αστυνομία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω από εκεί και πέρα. Χρειαζόμαστε την συγκατάθεσή τους και αν αυτοί αρνηθούν να την δώσουν, να συμμετάσχουν, τότε τα χέρια μας είναι δεμένα» λέει ο κ. Μπρούσκος.

Του ζητάω να συγκρίνει τον αριθμό των καταγγελιών κακοποίησης ηλικιωμένων ομογενών σήμερα με αυτές δέκα χρόνια πριν. «Δεν μπορώ να σου μιλήσω με συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία. Αλλά τα τελευταία χρόνια η συχνότητα είναι τραγική. Ίσως επειδή είμαι ελληνικής καταγωγής και όλοι ήξεραν στο Brunswick ότι μιλάω ελληνικά, ήμουν πολλές φορές ο άμεσος δέκτης. Εκείνο όμως που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι έχουν αυξηθεί».
Όσο για το προφίλ του δράστη; «Δεν υπάρχει διαχωρισμός. Συνήθως εμπλέκονται ναρκωτικά στα επεισόδια φυσικής βίας αλλά όταν μιλάμε για εκβιασμούς και εκφοβισμούς δυστυχώς οι δράστες  είναι γιοί και κόρες, άνθρωποι μορφωμένοι στις περισσότερες των περιπτώσεων και όσο και αν ακούγεται απίστευτο σε καλή ή τουλάχιστον υποφερτή οικονομική κατάσταση» καταλήγει ο κ. Μπρούσκος.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΙΑΤΙ;

Μπορεί να θεωρηθεί απλοϊκή η ερώτηση αλλά είναι σίγουρο ότι είναι η ερώτηση που καίει το μυαλό και την καρδιά πολλών ηλικιωμένων μας. Γιατί τα παιδιά τους, τα ίδια παιδιά για τα οποία θυσίασαν ολόκληρη την ζωή τους για να τα μεγαλώσουν, τα παιδιά για τα οποία δούλεψαν 18ώρα για να τους εξασφαλίσουν τα πάντα, να τα σπουδάσουν, να τους δώσουν ένα καλύτερο μέλλον τους φέρονται έτσι; Γιατί τέτοια συμπεριφορά;
Η ομογενής κοινωνικός λειτουργός από το Darebin Community Health κ. Μαίρη Ζώη για περίπου εφτά χρόνια τώρα, που και αυτή έχει δει και ακούσει πολλές τραγικές ιστορίες μας λέει: «Πιστεύω ότι αυτή είναι η δυσκολότερη ερώτηση που αν μπορέσουμε να την απαντήσουμε, ίσως στο μέλλον να μπορούμε να προλάβουμε αυτά τα φαινόμενα. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι όταν ένα παιδί μεγαλώνει μέσα σε περιβάλλον όπου υπάρχει βία, είτε αυτή είναι φυσική είτε συναισθηματική, έχει περισσότερες πιθανότητες στην μετέπειτα ζωή του από θύμα να εξελιχθεί σε δράστη. Δεν γενικοποιώ, δεν δείχνω το δάχτυλο πουθενά απλά αναφέρω την μέχρι τώρα επιστημονική άποψη. Η σημερινή συμπεριφορά της δεύτερης γενιάς, όταν δεν εμπλέκεται εξάρτηση από ναρκωτικά πρέπει να εξεταστεί σαν συνισταμένη των μέχρι τώρα εμπειριών τους. Την δεκαετία του ’60 και του ’70 πολλοί γονείς ήσαν απόντες από την ζωή των παιδιών τους. Όχι συνειδητά αλλά από ανάγκη. Τα παιδιά τους τα αγαπούσαν και τα αγαπούν όσο τίποτε άλλο.

Νεομετανάστες τότε δούλευαν μέρα νύχτα για να κτίσουν το μέλλον τους. Τα παιδιά τους κατέληγαν στις «γυναίκες». Δεν είχαν άλλη επιλογή οι γονείς. Δεν ήξεραν καλύτερα. Οι μανάδες τα άφηναν στις «γυναίκες» να τα προσέξουν χωρίς να  ξέρουν όμως αν τα παιδιά τους περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας τους σε ένα ευτυχισμένο περιβάλλον» λέει η κ. Ζώη. «Πολλές μανάδες άφηναν τα παιδιά τους να πάνε στο εργοστάσιο και τα μάτια τους δεν στέρευαν όλη την ημέρα στη σκέψη ότι αυτά ήταν μακριά τους. Αυτές οι εμπειρίες κανένας δεν γνωρίζει πως σημάδεψαν την δεύτερη γενιά. Πως επηρέασαν την συμπεριφορά αυτών που σήμερα κακοποιούν τους γονείς τους είτε, οικονομικά, είτε με συναισθηματικούς εκβιασμού όπως… ’αν δεν μου γράψεις το σπίτι δεν θα με ξαναδείς πάλι’.

  Η ομογενής δικηγόρος και νομοθετική σύμβουλος της κυβέρνησης σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο για πάνω από 15 χρόνια, στο ζήτημα της βίας κατά γυναικών και ηλικιωμένων κ. Μαρία Δημοπούλου λέει: «Αν εξετάσουμε το θέμα από κοινωνιολογικής πλευράς μπορούμε να εξάγουμε μερικά συμπεράσματα λαμβάνοντας υπόψη την γενικότερη αντίληψη που καλλιεργείται στην κοινωνία μας για τους ηλικιωμένους. Η νεώτερη γενιά τους βλέπει από απόμαχους έως άχρηστους. Δεν υπερβάλω. Γενικότερα δεν καλλιεργείται ο σεβασμός απέναντι στους ηλικιωμένους. Το έχεις ακούσει και το έχουν ακούσει όλοι αυτό. ‘Ο αριθμός των ηλικιωμένων θα αυξηθεί και οι νεώτεροι θα καλεστούν στο μέλλον να στηρίξουν αυτόν τον γηραιό πληθυσμό’. Αυτή είναι μία πραγματικότητα που αποτελεί μία κοινωνική και οικονομική πρόκληση, μέχρι εδώ όλα καλά. Λειτουργεί όμως και σε ένα άλλο επίπεδο. Καλλιεργεί την άποψη ότι οι ηλικιωμένοι στην ουσία είναι οικονομικό βάρος. Αυτή η αντίληψη είναι δυστυχώς και η πλέον επικρατούσα. Και αυτή η άποψη σε πολλές περιπτώσεις σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες υποδαυλίζει τα φαινόμενα βίας. Είναι ένας από τους σιωπηλούς ενόχους, πιστεύω». 

«ΣΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΤΑ ΛΕΝΕ ΟΛΑ»

Η κ. Δημοπούλου τονίζει την έλλειψη συστηματικής πληροφόρησης  για να βγουν από τον φαύλο κύκλο της βίας τα… «πιο ευάλωτα θύματα της παροικίας μας» όπως αποκαλεί τους ηλικιωμένους μας. «Η πολιτειακή κυβέρνηση μόλις πέρυσι και αναγνωρίζοντας το μέγεθος αυτής της τραγωδίας ανάλογα και δημιούργησε μία 24ωρη γραμμή βοηθείας για τα πιο ευάλωτα θύματα βίας. Όπως και τα παιδιά έτσι και οι ηλικιωμένοι μας είναι τα πιο ευάλωτα θύματα βίας ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Η τηλεφωνική γραμμή του Seniors Rights Victoria δεν είναι όμως η λύση για τους έλληνες ηλικιωμένους μας. Για να πεις εκεί τον πόνο σου, για να ζητήσεις βοήθεια πρέπει να ξέρεις πέντε δέκα λέξεις κλειδιά στα αγγλικά για να ζητήσεις βοήθεια από διερμηνέα και δυστυχώς αν αυτή η διαδικασία συνδυαστεί με την ντροπή που οι ηλικιωμένοι μας νοιώθουν και τον φόβο μην χάσουν τα παιδιά τους επειδή θα μιλήσουν, τότε η όλη υπόθεση γίνεται τείχος απροσπέλαστο. Πριν από ένα χρόνο η πολιτεία χρηματοδότησε την Αυστραλοελληνική Πρόνοια για να ξεκινήσει καμπάνια πληροφόρησης, η καμπάνια έγινε και μετά το θέμα ξεχάστηκε. Οι κοινωνικοί λειτουργοί είναι στο πλευρό των ηλικιωμένων μας αλλά μόνο και εάν αυτοί αποφασίσουν να μιλήσουν, να αποκαλύψουν το δράμα τους. Θα ήταν ευχής έργο να δούμε τέτοιες καμπάνιες να γίνουν και από τον άμβωνα της εκκλησίας».

«Στον γιατρό και στον παπά τα λένε όλα» συμπληρώνει η κ. Ζώη καλώντας τους Έλληνες να γιατρούς να είναι σε συνεχή εγρήγορση. «Ένα σημάδι στο χέρι του παππού ή της γιαγιάς, μερικές παραπάνω ερωτήσεις από τον γιατρό που θα το δει, και μπορεί να βρεθεί μία άκρη. Στους εξομολόγους τους λένε πολλά. Δεν χρειάζεται να μας πάρει τηλέφωνο ο εξομολόγος. Να τους μιλήσει χρειάζεται να τους δώσει το θάρρος να μιλήσουν και αυτοί. Δεν μπορούμε άλλο να κλείνουμε τα αυτιά μας και την ψυχή μας σε αυτό δράμα. Είναι τεράστιο το πρόβλημα» καταλήγει.

Seniors Rights Victoria τηλέφωνο: 1300 368 821
Ελληνοαυστραλιανή Πρόνοια τηλέφωνο: 9388 9998