Στην Ελλάδα περισσότερο, δυστυχώς, από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία), στα αυτοκινητικά δυστυχήματα χάνονται πολλές ανθρώπινες ζωές. Ειδικώς, κάθε χρόνο στον ακήρυχτο πόλεμο της Ελλάδος σκοτώνονται περίπου 2.000 άνθρωποι (!) στην άσφαλτο, ενώ αρκετές χιλιάδες τραυματίζονται σοβαρά και πολλοί μένουν ανάπηροι.

Μήνες ή και χρόνια μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτό έγινε και οι συνέπειές του αναπτύσσονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, τόσο για την ποινική τιμωρία του ή των υπαιτίων, όσο και για την αστική αποζημίωση των θυμάτων.

Ο ανυπαιτίως ζημιωθείς σε ένα ατύχημα δικαιούται να ζητήσει από τον υπαίτιο και τελικώς από την ασφαλιστική εταιρεία, κάθε ζημία που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ευθυνομένου για το ατύχημα. Εκτός από τις άλλες αξιώσεις, ο ζημιωθείς έχει και την αξίωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, που ορίζει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.

Εάν το θύμα δεν βρίσκεται στην ζωή ως αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του υπαιτίου, η οικογένειά του μπορεί να αξιώσει από τον υπαίτιο την αποζημίωση του 932 ΑΚ για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε η απώλεια του συγγενικού τους προσώπου.

Ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιά πρόσωπα ανήκουν στην «οικογένεια» του θύματος. Ασφαλώς ο σύζυγος ή τα τέκνα περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Ισχύει το ίδιο για τον παππού και την γιαγιά; Αν ναι, ισχύει και για τον ξάδερφο, την μνηστή ή τον θείο; Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κληθεί συχνά να κρίνουν εάν ένα πρόσωπο που αξιώνει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για την απώλεια ενός όχι τόσο κοντινού συγγενούς του, ανήκει στην οικογένεια, ώστε να λάβει την αποζημίωση ή όχι.

Τα δικαστήρια στο ζήτημα αυτό κρίνουν κατά περίπτωση, από το σύνολο των συνθηκών και από το πόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση συναισθηματικά κοντά ήταν το θύμα με αυτόν που τώρα ζητάει αποζημίωση. Σε μία περίπτωση μπορεί ο αδελφός του θύματος να ζούσε πολύ μακρυά από το θύμα και να μην είχαν στενές σχέσεις, ή ακόμα να είχαν και δικαστική αντιδικία για τα περιουσιακά, ενώ ένας ξάδερφος, που θεωρητικώς είναι πιο μακρυνός συγγενής, να ήταν περισσότερο οικείος του θύματος και να στεναχωρήθηκε περισσότερο από την απώλειά του.

Στην υπ΄ αριθ. 1837/2007 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει εάν η μνηστή του θύματος εδικαιούτο την αποζημίωση του 932, όπως η ίδια υποστήριζε, ή όχι, όπως υποστήριζε η ασφαλιστική εταιρεία. Το ανώτατο δικαστήριο διετύπωσε την σκέψη ότι «κατά το άρθρο 932 εδάφ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου “οικογένεια του θύματος” προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά».

Στην υπόθεση αυτή το θύμα ήταν 51 ετών, είχε προ αρκετών ετών χωρίσει από την σύζγό του και 9 χρόνια πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό του συζούσε με την μνηστή του, με την οποία μάλιστα απέκτησε και ένα παιδί. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι η μνηστή «συνδεόταν με δεσμό αγάπης και εκτίμησης προς τον θανόντα μνηστήρα και από τον απροσδόκητο θάνατό του υπέστη βαθύτατο πόνο και έντονη θλίψη και ως εκ τούτου δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θανόντος, την προσωπική σχέση της ενάγουσας μνηστής με αυτόν, το βαθμό της ψυχικής ταλαιπωρίας και θλίψης που δοκίμασε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μνηστή του το ποσό των 15.000 ευρώ».

Ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την απόφαση αυτή, εκτιμώντας ότι το Εφετείο είχε αρθεί σε ορθή κρίση.   

* Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. e-mail: bm-bioxoi@otenet.gr