ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ σήμερα. Ψεύτικα μοιάζουν όλα…

ΦΕΥΓΩ αύριο. Αλήθεια είναι…

ΣΤΟ Μπαλί της Ινδονησίας πάω, να περάσω 8 (μόνο) μέρες.

ΡΑΝΤΕΒΟΥ στο αεροδρόμιο του Denpasar έχω, μ’ ένα άτομο που αγαπώ.

ΜΟΙΡΑΣΑΜΕ τη διαδρομή, να αυγατίσουμε τις μέρες. Εκεί είχαμε (και πάλι) συναντηθεί τελευταία φορά, πέρυσι τέτοιο καιρό.

ΠΕΡΑΣΕ ένας χρόνος και ούτε που τον κατάλαβα…

ΤΑ γενέθλιά μου είχα χθες. Έξι δεκαετίες πέρασαν…

ΠΕΡΑΣΑΝ τα χρόνια και συνεχίζουν να περνούν. Συνεχίζουμε και εμείς να τα μετράμε…

ΝΑ μετρούμε σταγόνες, από τα περισσεύματα του Ωκεανού.

ΝΑ προσπαθούμε να δώσουμε «έννοια», στην άμετρη απεραντοσύνη της αιωνιότητας.

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ σήμερα και Μεγάλη Πέμπτη. Σε δύο μέρες έχουμε Ανάσταση. Η ζωή συνεχίζεται…

ΣΥΝΕΧΙΖΩ και εγώ να προσπαθώ να συγκεντρωθώ και να γράψω, κάτι που από την αρχή είχα κατά νου να γράψω. Δυσκολεύομαι όμως.

ΕΙΝΑΙ δύσκολο (πιστέψτε με) να γράψεις για ανθρώπους που γνωρίζεις (ή τέλος πάντων, πιστεύεις ότι γνωρίζεις) τόσο «πολύ καλά».

ΤΑ πράγματα δυσκολεύουν και οι ορίζοντες στενεύουν, όταν βγαίνεις έξω από τη συμβατικότητα και τα καθιερωμένα.

ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ σαν να εξομολογείσαι. Αυξάνει κατακόρυφα το μέγεθος της ευθύνης που έχεις για αυτά που λες η γράφεις.

ΚΑΙ το (ψυχικό) φορτίο γίνεται φορτικότερο, όταν έχεις απέναντί σου έναν αυστηρό κριτή που έχει κάνει στάση ζωής του να λέει «έξω από τα δόντια» αυτό που πιστεύει, έναντι κάθε τιμήματος.

ΚΑΙ απέναντί μου, αυτή τη στιγμή, έχω τον Χρήστο Μουρίκη. Έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους για τους οποίους αισθάνομαι κάτι «πιο βαθύ».

ΜΠΟΡΩ να πω, μάλιστα, ότι ο Χρήστος, ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε, έως ένα βαθμό την πορεία της ζωής μου.

ΕΙΝΑΙ αυτός που, ουσιαστικά, με έπεισε να έλθω στον «Νέο Κόσμο». Άλλα σχέδια είχα. Ή, μάλλον, δεν είχα καν σχέδια. Τον κόσμο ονειρευόμουν να γυρίσω και όπου με έβγαζε ο δρόμος…

ΑΛΛΟΥ, όμως, με έβγαλε ο δρόμος. Το πάθος, η αφοσίωση και η συνέπεια του Χρήστου, για όσα αγωνίζονταν και πίστευε με έφεραν εδώ.

Η αγάπη του για την παροικία, το όραμά του για τον «Νέο Κόσμο» και η βαθιά πίστη που είχε για όλα όσα αφιέρωνε πλουσιοπάροχα τις ώρες της ζωής του.

ΤΗΝ ώρα που άλλοι της ηλικίας του (λιγότερο ικανοί και εργατικοί) έκαναν περιουσίες και εκατομμύρια, ο Χρήστος έκανε όνειρα και αγώνες για έναν καλύτερο κόσμο, μια καλύτερη παροικία, μια καλύτερη Εκκλησία, μια καλύτερη εφημερίδα και μια δυνατότερη Κοινότητα.

ΠΟΤΕ δεν ησύχασε, ποτέ δεν αποσύρθηκε και ποτέ δεν κατέθεσε τα όπλα. Αγωνίστηκε και συνεχίζει να αγωνίζεται με το ίδιο πάθος που είχε, όταν τον πρωτογνώρισα. Είναι απίστευτος.

 ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ είναι για μένα, ότι ακόμα και τούτη τη στιγμή, που περνά στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου τη στερνή δοκιμασία, της πολυτάραχης ζωής του, παραμένει ο Χρήστος που γνώρισα πριν 37 χρόνια.

ΣΕ τέτοιες στιγμές, που οι άνθρωποι συνήθως λυγίζουν ψυχικά και γίνονται «άλλοι», ο Χρήστος Μουρίκης παραμένει ο ίδιος. Συνεπής, πρώτα απ’ όλα, με τον εαυτό του και ειλικρινής με τους γύρω του, για την κατάστασή του.

ΠΡΟΧΘΕΣ, Μεγάλη Τρίτη, με το που μπήκα στο γραφείο μου έδωσαν ένα μήνυμα του από το νοσοκομείο. Άφησε παραγγελία να τού τηλεφωνήσω.

ΤΟΥ τηλεφώνησα. Ήθελε να μού εκφράσει (για ακόμα μια φορά) ένα «παράπονό του» για τον «Νέο Κόσμο». Πολλές φορές και στο παρελθόν, το έκανε. Και πολλές φορές είχε δίκιο.

ΠΑΡΑ το γεγονός ότι έχουν περάσει, σχεδόν 15 χρόνια, από τότε που έφυγε από την εφημερίδα, συνέχιζε να την παρακολουθεί, να την αγαπάει και να την κριτικάρει, όπως έκανε πάντα. Από την εποχή ακόμα που την υπηρετούσε αφιλοκερδώς από τις επάλξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας.

ΧΡΩΣΤΑ πολλά ο «Νέος Κόσμος» στο πάθος και την αφοσίωση του Χρήστου. Ο Μουρίκης ήταν ο πρώτος που έφερε σε επαφή την εφημερίδα με το κομμάτι αυτό του ελληνισμού που ζούσε εκτός Μελβούρνης.

ΣΤΑΘΗΚΕ δίπλα της, από τα πρώτα βήματά της μέχρι και σήμερα, με τον μοναδικό δικό του τρόπο.

ΣΤΗΝ υπερβολική αγάπη που έτρεφε για την εφημερίδα και την παροικία, οφείλεται και η σκληρή κριτική που ασκούσε. Σημάδια (έντονου) αστείρευτου ενδιαφέρον ήταν όλα αυτά. Η υπογραφή του…

ΤΟ ίδιο έκανε και με την Κοινότητα Μελβούρνης, την οποία υπηρέτησε από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στην Μελβούρνη από διάφορες θέσεις, μεταξύ αυτών την γραμματεία και προεδρία.

ΠΟΛΕΜΟΥΣΕ με πάθος και περίσσια ανυστεροβουλία, γι’ αυτά που πίστευε, όχι μόνο από τις ηγετικές της θέσεις, αλλά και ως απλό μέλος. Το ίδιο (και με το ίδιο πάθος!) συνέχιζε να κάνει και μετά τη διαγραφή του.

ΤΑ ίδια και με τον ίδιο (κριτικό) τρόπο επανέλαβε και από το κρεβάτι του νοσοκομείου, αναπνέοντας με τη βοήθεια οξυγόνου και συγκεντρώνοντας όσες δυνάμεις τού έχουν απομείνει για να μπορεί να είναι σαφής και περιεκτικός.

Ο καιρός είναι λίγος και ο χρόνος μετρημένος και πιεστικός, όταν σε περιμένουν και άλλα πράγματα ακόμα πιο σημαντικά.

ΟΤΑΝ θα πρέπει να «ξεκουραστείς», να ανακτήσεις δυνάμεις για να πεις και, (προπαντός!) να γράψεις, αυτά που θέλει να πεις και αυτά που θέλεις να γράψεις.

ΚΑΙ έχει γράψει (και σημειώσει!) πολλά ο Χρήστος Μουρίκης τα τελευταία 56 χρόνια. Έχει ζήσει, παρακολουθήσει και αφουγκραστεί από κοντά τον Γολγοθά του ξεριζώματος που ακολούθησε η μεταπολεμική γενιά της πατρίδας μας.

ΕΙΝΑΙ ένα ζωντανό και «γνώριμο» κομμάτι της. Ένας άνθρωπος που τα έζησε (και τα κατέγραψε!) από «τα μέσα» ως λούμπεν προλετάριος, συνδικαλιστής και δημοσιογράφος.

ΚΑΙ επειδή τα γνώριζε και τα ζούσε, στρατεύτηκε παράλληλα στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας και να αγωνιστεί πιο αποτελεσματικά, για τα εργατικά και μεταναστευτικά δικαιώματα, πιστεύοντας ότι όλοι αυτοί οι αγώνες, θα πρέπει να περνούν και από μέσα από τους μαζικούς μας φορείς, όπως η Κοινότητα.

ΕΧΕΙ γράψει πολλά ο Χρήστος Μουρίκης, για τα (ιδιαίτερα) προβλήματα που μάς απασχολούσαν, αλλά ενδεχομένως, το «καταστάλαγμα» όλης αυτής της εμπειρίας, της πιο κρίσιμης ίσως κριτικής ματιάς στα «πεπραγμένα» να μην έχει προλάβει να το καταγράψει.

ΑΝ και το «γνώριζε», εδώ και μια δεκαετία, ότι «κυοφορούσε» την «μελανή κατάρα» του αμίαντου, που «κληρονόμησε» στο Σίδνεϊ ως λιμενεργάτης, το «ανεπάντεχο», όσο και να το «περιμένεις», πάντα απροετοίμαστο σε βρίσκει.

ΤΟΝ περιμένουν, λοιπόν, πολλά (πάρα πολλά), θέλει να αφιερώσει τον πολύτιμο χρόνο του και να ζήσει όσο περισσότερο μπορεί, με τους δικούς του ανθρώπους. Την οικογένειά του, πάνω απ’ όλα και με αγαπημένους συγγενείς που ήλθαν από την πατρίδα να τον δουν.

Ο χρόνος, είναι πιεστικός. Έχει πολλά ακόμα να κάνει ο Χρήστος. Πρέπει να ιεραρχήσει τις προτεραιότητες του.

ΝΑ κάνει δηλαδή (με συνέπεια) ό,τι έκανε σε όλη του τη ζωή: να βάλει δίπλα στην ξεχωριστή αγάπη για την οικογένεια του, την αγάπη του για τα κοινά. Την πιο μεγάλη οικογένεια. Την συλλογική μας ζωή. Να μοιράσει το χρόνο του.

ΠΑΡΑ την ανελέητη δοκιμασία του και την φυσική ταλαιπωρία του, ήταν πολύ φρέσκος, οξύς και μαχητικός. Ήταν ο Χρήστος παλαιότερων εποχών, έτσι όπως τον έζησα, ως φίλο, ομοϊδεάτη, συνάδελφο, συνέταιρο και συνοδοιπόρο στα ίδια όνειρα για έναν κόσμο «λίγο πιο της προκοπής».

ΤΟΝ επισκέφτηκα την Μεγάλη Τρίτη στο νοσοκομείο, μαζί με τον Σωτήρη Χατζημανώλη και τον Χριστόφορο Γκόγκο (γιο του Τάκη) και πέρα από τα τυπικά, ανακεφαλαίωσε συμπιέζοντας τον χρόνο, για το ρόλο και το μεγάλο χρέος που έχει ο «Νέος Κόσμος» απέναντι στην παροικία και, γενικότερα, τον ελληνισμό της Αυστραλίας.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΕ τον ιστορικό του ρόλο, όπως και τους ρόλους των Κοινοτήτων και της Αρχιεπισκοπής. Όλα αυτά, και πολλά άλλα μάς είπε ότι τα αναφέρει στο βιβλίο που ετοιμάζει για «το Εκκλησιαστικό Πρόβλημα της Αυστραλίας».

Ο μεγάλος γιος του Αλέξανδρος, μπαίνει σε κάποια στιγμή στο δωμάτιο και τού λέει με τρυφερή αυστηρότητα, ότι πρέπει να τελειώνει τη συζήτηση για να φάει και να ξεκουραστεί.

«ΠΗΓΑΙΝΕ έξω Αλέξανδρε», του είπε το ίδιο τρυφερά, αλλά, πιο έντονα, «και κλείσε μας την πόρτα». Και γυρίζοντας προς τα εμάς: «Δηλαδή και τι έγινε, αν δεν φάω ένα βράδυ;»!

ΣΤΗ συνέχεια και αφού μάς εγκατέλειψε και μια νοσοκόμα που ήταν στο δωμάτιο αναφέρθηκε στο σύντομο ιστορικό της εδώ πορείας του, όταν με την υπογραφή του πατέρα του (ο οποίος υπέγραψε βάζοντας έναν… σταυρό!) ξεκίνησε το 1954 για την Οδύσσεια στην Αυστραλία, με μια άλλη «υπογραφή» στη σχετική βεβαίωση που ο αρμόδιος Οργανισμός του NSW πιστοποιεί για την πλήρη ανικανότητα των θυμάτων του αμιάντου που ανέπνεε με το κιλό όταν ήταν λιμενεργάτης.

ΜΕΣΑ σ’ αυτές τις δύο υπογραφές ξετυλίχτηκε όμως μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή που ξόδεψε δίνοντας όσα ψυχικά αποθέματα είχε στην οικογένειά του, την εφημερίδα και την Κοινότητα.

ΚΑΠΟΥ στο απόγειο αυτής της διαδρομής τον γνώρισα και εγώ. Και πιστεύω ότι τον γνώρισα πάρα «πολύ καλά». Ταξιδέψαμε μαζί (και μόνοι μας και με τις οικογένειες μας), φάγαμε μαζί, διασκεδάσαμε, δουλέψαμε και ξενυχτήσαμε….

ΔΕΝ θα ξεχάσω τα ξενύχτια που κάναμε στο γεφύρια του σπιτιού του (με την Ειρήνη τη γυναίκα του, να μας ρωτά κάθε τόσο διακριτικά «αν θέλουμε τίποτα;») κάνοντας σχέδια και όνειρα για το «έντυπο» που θα βγάζαμε κάποια μέρα μαζί.

ΚΑΙ το βγάλαμε. Ήταν «Η ΠΑΡΟΙΚΙΑ» που στην σύντομη ζωή της έγραψε ιστορία. Μέρες περνούσαμε με τον Χρήστο, συζητώντας για την ύλη της, για το τι πρέπει να περιέχει και, προπαντός, ποιος ήταν ο στόχος της.

Ο Χρήστος αγαπά, με τον δικό του μοναδικό αφοσιωμένο τρόπο, τον βασανισμένο ελληνισμό της Αυστραλίας, που πλήρωσε (και πληρώνει) με τη ζωή του, το αύριο των παιδιών του. Ήταν δοσμένος και πάντα πρόθυμος να υπηρετήσει.

ΜΕ αυτόν το Χρήστο βρεθήκαμε, λοιπόν, αντιμέτωποι και όχι με έναν άρρωστο στον οποίο κάναμε μια τυπική «επίσκεψη».

ΣΤΟ βάθος των ματιών του διέκρινα (όταν τον χαιρετούσα φεύγοντας) την ίδια φλόγα που είχαν τα μάτια του, ένα βράδυ με πανσέληνο (όπως χθες) που κάναμε ρεπορτάζ για την «Παροικία», ακολουθώντας μια ομάδα κυνηγών που είχαν πάει να σκοτώσουν πάπιες.

ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ όλοι γύρω από μια μεγάλη φωτιά ακούγοντας κυνηγητικές ιστορίες. Τέτοια εποχή ήταν και τότε. Πριν 23 χρόνια…

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ σήμερα. Σημαδιακή μέρα. Να φταίει η πανσέληνος; Γεια χαρά.