Σεμνός, ολιγομίλητος, λίγο ντροπαλός, πειραματιστής, περίεργος και προσιτός. Είναι ο καλύτερος λαουτιέρης της Κρήτης. Κάποιοι άλλοι τον θεωρούν τον καλύτερο λαουτιέρη της Ελλάδας. Είναι ο άνθρωπος που κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι κουβαλά στα γονίδιά του την κρητική μουσική. Έχει συμμετάσχει σε πάνω από 70 δισκογραφικές δουλειές και έχει δουλέψει με κορυφαία ονόματα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, αλλά και τον μεγάλο Αυστραλό δημιουργό Nick Cave.
Ο λόγος για τον Γιώργο Ξυλούρη, τον γιό του Ψαραντώνη και τον ανιψιό του θρυλικού Νίκου Ξυλούρη. Αυτόν τον καιρό βρίσκεται στη Μελβούρνη. Το πέρασμά του από το φεστιβάλ «Αντίποδες» αστραπιαίο. Την Πέμπτη, 8 Απριλίου, όμως, στο ζεστό χώρο του Thornbury Theatre, οι φίλοι του και όσοι λατρεύουν τον «νότιο» ήχο του λαούτου του, θα έχουν την ευκαιρία να τον απολαύσουν για μια ακόμα φορά.

Η δισκογραφική καριέρα του Γιώργου ξεκινά το 1984 όταν ηχογραφεί για το Μουσικολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από το 1990 μέχρι το 1998, έζησε μόνιμα στην Μελβούρνη και δημιούργησε το δικό του συγκρότημα, το Xylouris Εnsemple, και ηχογραφεί τέσσερις δίσκους («Xylouris Εnsemple», «Δάφνη», «Αντίποδες» και «Δράκος»). Επίσης, συνεργάστηκε με γνωστά ροκ συγκροτήματα, όπως οι «Regurgitaito» και οι «Dirty Three», καθώς και με τους Nick Cave και τον Αβορίγινα τραγουδιστή και κιθαρίστα Kev Carmody. Τα χρόνια που έζησε εδώ μελέτησε με αφοσίωση τα κρητικά τραγούδια και τα τοπικά μουσικά και χορευτικά ιδιώματα της Κρήτης. Σήμερα ζει στις Αρχάνες Ηρακλείου και έχει τρία παιδιά.

Από την πρώτη στιγμή, διαπιστώνω ότι μία συνέντευξη μαζί του δεν είναι και η ευκολότερη υπόθεση. Το σεμνό του βλέμμα και η μποέμικη αύρα του, φέρνουν στο μυαλό μου εκείνο το αξέχαστο ριζίτικο…  «Αγρίμια και αγριμάκια μου…».

 Ένα αγριμάκι και τούτος ο Κρητικός λεβέντης του λαούτου. Όπως μού λέει, όπως και την μουσική του, έτσι και την ζωή του την διέπει μία αρχή. «Το απλό είναι το δύσκολο και αυτό το επιθυμητό» και η μουσική του κάνει μάτια να δακρύζουν και καρδιές να σκιρτούν. Παρά το γεγονός ότι κουβαλά στους ώμους του θρυλικούς απογόνους, ο ίδιος, όπως λέει, δεν νοιώθει αυτό το βάρος. Εκείνος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παίζει μουσική και τα άλλα ας τα κρίνουν άλλοι.
Η κουβέντα μας ξεκινά με καθαρά κρητικό και ποιητικό τρόπο. Είναι οι πρώτοι στίχοι του Ερωτόκριτου, που είναι και οι πιο αγαπημένοι του…

«Ο Βιντσέζος Κορνάρος τα λέει όλα», λέει με τα μάτια χαμηλωμένα καθώς αρχίζει με την κρητική προφορά να απαγγέλει … «Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν/ και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, μα στο Καλό κ’ εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν, και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη, αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν».

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

– Βάσανο ή αγάπη, η μουσική;
Είναι αγάπη πρώτα και μέσα από την αγάπη ξεκινά και το βάσανο. Γιατί ανακαλύπτεις πράγματα και όσο ανακαλύπτεις τόσο το αγαπάς περισσότερο, τόσο περισσότερο σε βασανίζει. Όσο παίρνεις τόσο περισσότεροι ορίζοντες ανοίγονται και όλο βλέπεις ότι δεν ξέρεις ούτε τα μισά μετά από τριάντα σαράντα χρόνια. Ξεκίνησα στα 9 μου χρόνια να παίζω μουσική και ακόμα πιάνω μερικές φορές τον εαυτό μου να αμφιβάλλει για το πόσα ξέρει. Είναι ατελείωτη η κρητική μουσική, είναι ατελείωτη η μουσική.

– Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη μουσική;
Από ένστικτο. Γεννήθηκε όχι μόνο από το κλειστό μου οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και από το περιβάλλον του χωριού μου, της πλατείας μου. Εκεί είναι ζωντανή η παράδοση και εξελίσσεται, είναι στην καθημερινότητα. Όλα έχουν σχέση με την μουσική, τα πάντα. Ο θάνατος, ο γάμος, η γέννηση.

– Εσένα ποια κρητικά τραγούδια σε συγκινούν περισσότερο;
Όλα, αλλά τα ριζίτικα έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Είναι μελωδίες βγαλμένες από τον εσωτερικό κόσμο του λαού της Κρήτης που τραγουδά μέσα από τα βουνά, τις ρίζες. Είναι μελωδίες που με κάνουν να αναρωτιέμαι πως δημιουργήθηκαν. Δεν μπορώ ακόμα να προσδιορίσω αν ήταν λόγιοι ή λαϊκοί άνθρωποι αυτοί που γέννησαν τα ριζίτικα, λόγω του ότι οι μελωδίες έχουν μία τέτοια ροή που είναι βαλμένες αρμονικά και δένουν με τους στίχους. Υπάρχουν 50 μελωδίες στα ριζίτικα και 700 ριζίτικα καταγραμμένα όταν μιλάμε για στίχους, όλα δεκαπεντασύλλαβα και σε όλα θα ταιριάζανε όλες οι μελωδίες, όμως δεν είναι έτσι βαλμένα. Όταν πεις ένα ριζίτικο με την μελωδία κάποιου άλλου τότε βλέπεις την διαφορά στην εσωτερική επίδραση που έχει αυτό το τραγούδι.

– Μεγάλη η αγάπη σου για τα ριζίτικα!
Ναι, αλλά είναι και δύσκολο να τα ξεχωρίσω από τα υπόλοιπα. Ο χορός, ο στίχος, η μουσική, ο τρόπος που δένονται όλα αυτά στα κρητικά τραγούδια, είναι κάτι που δεν μπορείς να το εκφράσεις με λόγια, το νοιώθεις μόνο. Ολόκληρη τη ζωή μου να αφιέρωνα στην έρευνα του κρητικού τραγουδιού δεν θα με έφτανε. Θα μπορέσεις να πεις θεωρητικά ότι έφτασες κάπου, θα πας αρκετά μέσα αλλά οι σκοποί, οι μελωδίες και τα συναισθήματα δεν τελειώνουν ποτέ και προσπαθείς όλα αυτά μέσα από κάποιες τεχνοτροπίες να τα προσαρμόσεις να τα βάλεις μαζί. Δύσκολο πολύ δύσκολο.

– Θεωρείς την κρητική μουσική βιωματική υπόθεση; Πιστεύεις ότι πρέπει να είσαι Κρητικός για να την εκφράσεις σωστά; Εν τω μεταξύ, έχεις δουλέψει με ανθρώπους όπως τον Ross Daily, τον Αγγελάκα και άλλους που δεν έχουν την δική σου καταγωγή.

Κοίτα, η καταγωγή παίζει σπουδαίο ρόλο. Το βίωμα οπωσδήποτε έχει να κάνει. Όταν ζεις μακροχρόνια μέσα σε αυτό τον χώρο, αυτός σε οδηγεί. Έτσι το νοιώθω εγώ τουλάχιστον.

– Δημιουργείται σήμερα παράδοση στην Κρήτη;
Η κρητική μουσική έχει μία ελευθερία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί. Τα μοτίβα και οι χοροί είναι φράσεις που επαναλαμβάνονται πάνω σε ένα συγκεκριμένο μέτρο και αυτό έχει από μόνο του μία ελευθερία στο πως θα το εκφράσει ο καθένας. Πάνω στο συγκεκριμένο, για να δημιουργηθεί κάτι άλλο θα πρέπει εσύ να το κάνεις. Οπότε, έχεις μία φράση που επαναλαμβάνεται και κάθε φορά σε σχέση με τον χορό μπορείς να την πεις διαφορετικά. Μετά είναι και ο χορός σου που δίνει τα ανάλογα ερεθίσματα για να εκφραστείς διαφορετικά. Έτσι, συρτά υπάρχουν δεκάδες, γυρίσματα στο Μαλεβιζιώτη ή στο Πεντοζάλη πάμπολλα. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποια συγκεκριμένα μοτίβα πάνω στα οποία γεννήθηκε ο χορός και πάνω σ’ αυτά ο μουσικός δημιουργεί και αυτό είναι η παράδοση που γεννιέται από χωριό σε χωριό, από πανηγύρι σε πανηγύρι ακόμα και σήμερα.
Εμένα αυτό που μού αρέσει είναι να πάω στη γέννηση να απλουστεύσω τον ήχο. Πάντα με τη δική μου σκέψη, η απλούστευση, το γέννημα, είναι το σημαντικότερο. Προσπαθώ να βρω την πηγή, το απλό και μετά να το προσαρμόσω να αλλάξω την έκφρασή του.
Εν τω μεταξύ, σήμερα στην Κρήτη υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι που παίζουν λαούτο ή λύρα και τα τελευταία χρόνια νέα παιδιά έχουν αρχίσει να αναβιώνουν κάποια όργανα που είχαν εξαφανιστεί ασκομπαντούρα, μπαντούρες, σφυροχάμπι, χαμπιόλι, πνευστά που είχαν χαθεί. Όλα αυτά είναι ζωντανή παράδοση.

– Θεωρείσαι ο καλύτερος λαουτιέρης της Κρήτης αυτήν τη στιγμή, ενώ υπάρχουν και άλλοι που σε θεωρούν το καλύτερο λαούτο της Ελλάδας. Τι σού λέει αυτός ο τίτλος;

– Θεωρούμαι; Δεν νοιώθω έτσι. Νοιώθω και εγώ ότι είμαι κεράκι αυτούμενο στη δίνη αυτής της μουσικής και όλο και μαθαίνω και όλο θέλω να μάθω περισσότερα και θέλω να κάνω πράγματα πολύ περισσότερα. Και το πιο δύσκολο πράγμα είναι να δώσω νόημα σε κάτι απλό. Σε μία ρότα της πένας που είναι η απλότερη κίνηση αν καταφέρεις να συμμετέχεις με τον ήχο σου με τον ρυθμό σου, να το αλλάξεις και να το ζωντανέψεις κατάφερες πολλά. Αυτό μόνο προσπαθώ.

– Ποια η σχέση σου με το λαούτο σου;

Έχω ισχυρό δεσμό. Είναι κομμάτι του σώματός μου. Καμιά φορά, άμα δεν το κρατάω δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου.

– Τι πιστεύεις ότι κάνει έναν καλό μουσικό η τεχνοτροπία ή το συναίσθημα;
Το συναίσθημα. Γιατί, ας πούμε, μπορεί να ακούσεις έναν τραγουδιστή που δεν είναι καθόλου καλλίφωνος, με βραχνή φωνή και χωρίς πολλά φωνητικά προσόντα και να τραγουδήσει ένα ριζίτικο ή ένα δημοτικό και να σε συγκινήσει να σου φέρει δάκρυα στα μάτια. Αυτός σού μεταδίδει το συναίσθημα. Και μετά να ακούσεις έναν τεχνίτη της φωνής, αλλά να μη σε αγγίξει στα σωθικά σου, οπότε βάζω πρώτα το συναίσθημα. Και τα δύο μαζί βέβαια κάνουν καλή μαγιά.

– Εκτός από την κρητική μουσική, τι άλλο ακούς;
Μ’ αρέσουν οι παραδοσιακές μουσικές όλου του κόσμου. Ακούω όλη την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Μού αρέσει και το ροκ. Λατρεύω το φλαμένγκο, αλλά με συγκινεί και ο Τζίμι Χέντριξ. Τον ακούω και ευφραίνομαι.

– Τι ετοιμάζεις αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;

Έχω αρχίσει μία ηχογράφηση στην Θεσσαλονίκη με τον Γιάννη Αγγελάκα και τους «Επισκέπτες», και τον Νίκο τον Βελιώτη στο τσέλο και ο δίσκος θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο. Βέβαια, υπάρχουν και οι εκδηλώσεις. Μ’ αρέσει πολύ να τραγουδάω στους γάμους στα χωριά. Όλη η ιεροτελεστία και η όλη ατμόσφαιρα είναι σαν μία μυσταγωγία.

– Ακούραστος;

Όχι. Κουρασμένος. Θέλω σιγά-σιγά να αραιώσω τις ζωντανές εμφανίσεις, γιατί μετά αυτό αποβαίνει εις βάρος της μουσικής σου. Θέλω να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στον πειραματισμό. Βέβαια, αυτό έχει τα φεγγάρια του. Σταματάς, συνεχίζεις, το φρεσκάρεις, μετά σταματάς πάλι, ανάλογα με την διάθεση. Όπως είπε ο κιθαρίστας, Πάκο Ντε Λουτσία, κάποτε, το να αναγκάζεσαι να παίζεις ‘really fucks you up”. Ιεροσυλία…

– Ξεκίνησες με τον πατέρα σου, ήσασταν και είστε συνεργάτες. Ποια είναι η σχέση σου μαζί του;
Τον θαυμάζω, είναι ανανεωτής, είναι ο απλός και δύσκολος, αυτός που σε παίρνει και σε πάει πέρα από τον ωκεανό. Ο Ψαραντώνης, όπως και ο θείος μου ο Νίκος, είναι οι κορυφές μου. Ο πατέρας μου είναι απλός και στο παίξιμο και στο λόγο. Οπότε ό,τι σού πει πρέπει να έχεις τα αυτιά σου ανοιχτά να μην πάει τίποτα χαμένο, να το κρατήσεις όλο. Είναι συγκινητικός.

– Μία συμβουλή του που πάντα ακολουθείς στη ζωή σου;

Στη ζωή μου και στην μουσική μου το απλό είναι και το δύσκολο.

* Ο Γιώργος Ξυλούρης θα εμφανιστεί την Πέμπτη, 8 Απριλίου, στο Thornbury Theatre, που βρίσκεται στο 859 High Street, Thornbury, στις 7.30 μ.μ. Για κρατήσεις εισιτηρίων τηλεφωνείστε στον Γιάννη Ρεράκη στο 0402 211 110.