Όπως είδαμε την περασμένη εβδομάδα, τον Μάιο του 1919 στο Συμβούλιο Ειρήνης στο Παρίσι ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Λόυντ Τζορτζ, με τη σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού της Γαλλίας Ζωρζ Κλεμανσώ και του Προέδρου των Η.Π.Α. Γούντροου Ουίλσον, πρότεινε στον Ελευθέριο Βενιζέλο να στείλει ειρηνευτική δύναμη στη Σμύρνη, για την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού της.

Βλέποντας το όνειρό του για την Μεγάλη Ιδέα να πλησιάζει την πλήρη πραγματοποίησή του – το πρώτο της μέρος είχε ήδη επιτευχθεί με την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των μεγάλων νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 – ο Βενιζέλος ενήργησε αστραπιαία, μήπως και η Ιταλία έπειθε τις τρεις σύμμαχες χώρες να αλλάξουν την απόφασή τους.

 Με τηλεγράφημά του στις 6 Μαΐου 1919, ο Βενιζέλος ζήτησε από το Υπουργείο Εξωτερικών να προβεί στη λήψη μέτρων για την ετοιμότητα αποστολής της 1ης Μεραρχίας στρατού από τη Θεσσαλονίκη, σε τόπο που θα τους γνωστοποιούσε αργότερα.

Στις 12 Μαΐου, πάλι από το Παρίσι, ο Βενιζέλος έδωσε εντολή στο Υπουργείο Εξωτερικών για την άμεση αποστολή του στρατεύματος στη Σμύρνη. Στις 15 Μαΐου το στράτευμα αποβιβάστηκε στη Σμύρνη.

Το γεγονός ότι μια αποστολή στρατού, του μεγέθους της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οργανώθηκε και διεκπεραιώθηκε μέσα σε 9 ημέρες (6 Μαΐου – 15 Μαΐου) σχολιάστηκε, και συνεχίζει να σχολιάζεται, επικριτικά από πολλούς ιστορικούς.
Βέβαια, οι ιστορικοί έχουν το πλεονέκτημα ότι σχολιάζουν την απόφαση εκείνη του Βενιζέλου, γνωρίζοντας τις εξελίξεις που ακολούθησαν μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία.

Όμως, όταν ο Βενιζέλος κλήθηκε να δώσει μια επί τόπου απάντηση στην πρόταση των Συμμάχων με ένα «ναι» ή ένα «όχι», δεν ήταν ανθρωπίνως δυνατό να προβλέψει την μελλοντική αλλαγή στην στάση των Συμμάχων, ούτε την εμφάνιση στο τουρκικό προσκήνιο του Κεμάλ Ατατούρκ, που πυροδότησε την έξαψη του τουρκικού εθνικισμού.

Ούτε βέβαια μπορούσε να φαντασθεί ο Βενιζέλος πως ενάμισι χρόνο αργότερα θα έχανε τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, και πως ο αντιπαθής στους Συμμάχους βασιλιάς Κωνσταντίνος θα επέστρεφε στη Ελλάδα από την εξορία του.

Εκείνο για το οποίο θα μπορούσε να επικριθεί ο Βενιζέλος είναι ότι, πριν από την απόφασή του δεν είχε συμβουλευθεί το Γενικό Επιτελείο Στρατού, και πως επέτρεψε τον ενθουσιασμό του, και την ειλικρινή του έγνοια για την προστασία του ελληνικού στοιχείου της Ιωνίας, να επισκιάσουν την ευθυκρισία και οξυδέρκεια που τον διέκριναν ως πολιτικό και διπλωμάτη.

Επιπλέον, θα μπορούσε να του καταλογισθεί πως στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι δεν μερίμνησε, πριν την αποστολή του στρατεύματος στη Σμύρνη, να εξασφαλίσει τη δέσμευση των συμμάχων για έμπρακτη βοήθεια, όταν οι περιστάσεις θα το απαιτούσαν. Εξάλλου έπρεπε να γνωρίζει, από τις μακρόχρονες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι, ότι η κύρια μέριμνα των Συμμάχων ήταν η διασφάλιση των δικών τους οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων από τον προβλεπόμενο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΑΠΟΦΑΙΝΟΝΤΑΙ

Δεδομένου ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία συνεχίζει να απασχολεί τους ιστορικούς, στη συνέχεια θα δώσω απόψεις διακεκριμένων πανεπιστημιακών για το επίμαχο αυτό θέμα, που σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλο, συνέβαλε στη διαμόρφωση, και πορεία, του ελληνικού κράτους μετά το 1922.
Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναφέρεται σε δήλωση στελέχους της βρετανικής κυβέρνησης στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 26 Μαρτίου 1920 ότι η Αγγλία «ουδεμίαν υποχρέωσιν οιουδήποτε είδους» είχε αναλάβει απέναντι στην Ελλάδα, (1).

Στην ίδια σελίδα, το εν λόγω βιβλίο δίνει τους ακόλουθους λόγους, που κατά πάσα πιθανότητα έκαναν τον Βενιζέλο να αδράξει την ευκαιρία που του έδωσαν οι Σύμμαχοι για την αποστολή ελληνικού στρατεύματος στη Σμύρνη:
«Αλλά οι διεθνείς συγκυρίες, η ήττα της Τουρκίας και η προοπτική διαμελισμού της, η κυρίαρχη παρουσία της Αγγλίας στα στενά και στην Κωνσταντινούπολη, η πεποίθηση ότι θα εφαρμοζόταν ο όρος του αφοπλισμού, και οι επανειλημμένες συμμαχικές δηλώσεις για υποστήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων, ήταν αντίθετα παράγοντες που έδιναν στη συμμαχική εντολή όλα τα χαρακτηριστικά μιας σπάνιας ευκαιρίας για τις αλυτρωτικές βλέψεις της ελληνικής πολιτικής».

Ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκφράζει πολλές επιφυλάξεις για την Μικρασιατική Εκστρατεία, όπως φαίνεται από την παρακάτω παράγραφο:
«Ο πειρασμός (για την Μικρασιατική Εκστρατεία) ήταν ακατανίκητος: μήπως η αποστολή αυτή δεν έφερνε μαζί της τον γοητευτικό αντικατοπτρισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας; Το όνειρο όμως αυτό ήταν πραγματοποιήσιμο με διαιρεμένο τον ελληνικό λαό; Αλλά και οι ευρύτερες αντικειμενικές συνθήκες της εποχής έδιναν ελπίδες επιτυχίας στην επικίνδυνη αυτή επιχείρηση; Πάντως γεγονός είναι ότι οι «σύμμαχες» μεγάλες δυνάμεις έσπρωχναν την Ελλάδα σε μια τέτοια περιπέτεια, στην οποία όχι μόνο δεν ήταν πρόθυμες να βοηθήσουν, αλλ’ αντίθετα να κάνουν το παν για να την καταστρέψουν, εφόσον τα συμφέροντά τους αντιστρατεύονταν στα δικά της», (2).
Ενδιαφέροντα είναι τα ακόλουθα σχόλια του Winston Churchill, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν Υπουργός Στρατιωτικών της Αγγλίας:
«Δεν μπορώ να καταλάβω ως σήμερα πώς οι διακεκριμένοι πολιτικοί στο Παρίσι, ο Ουίλσον, ο Λόυντ, ο Κλεμανσώ και ο Βενιζέλος, που η γνώση, η σύνεση και η επιδεξιότητά τους, τους είχαν ανυψώσει, ύστερα από τις σοβαρές δοκιμασίες, τόσο πάνω από τους ομοίους τους, μπόρεσαν να ξεγελαστούν και να προβούν σ’ ένα τόσο απερίσκεπτο και μοιραίο διάβημα», (3).

Σε άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (12/7/2009) με τίτλο «Η ελληνική απόβαση και ο τουρκικός εθνικισμός», ο Π. Κ. Κιτρομηλίδης (4) θέτει το ερώτημα κατά πόσο η απόβαση ελληνικού στρατεύματος στη Σμύρνη έδωσε την ευκαιρία στον Κεμάλ Ατατούρκ να εξάψει τον τουρκικό εθνικισμό, με το σύνθημα ότι διακυβευόταν η εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της πατρίδας του τουρκικού λαού.

 «Η απόφαση για την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη το 1919 παραμένει η πιο επίμαχη και αμφισβητούμενη πολιτική πράξη του Ελευθερίου Βενιζέλου.
{…} Για την τουρκική πλευρά η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919 ήταν μια ανυπόφορη πρόκληση, ριζικά διαφορετική από την οδυνηρή απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τώρα, το 1919, φαινόταν ότι όντως κατέρρεε οριστικά η Τουρκία και ότι η επιβίωση του τουρκικού έθνους στην κοιτίδα του ετίθετο εν αμφιβόλω. Έτσι τουλάχιστον προσέλαβε την πρόκληση εκείνος που επρόκειτο να αποβεί διά πυρός και σιδήρου ο «πατέρας των Τούρκων», ο Μουσταφά Κεμάλ».

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 1ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1920 ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Βενιζέλος, παρ’ όλη την προνοητικότητα που τον διέκρινε στη λήψη των αποφάσεών του, δεν φαίνεται να είχε λάβει υπόψη του, τον αστάθμητο ομολογουμένως, αλλά ελλοχεύοντα, τουρκικό εθνικισμό, ο οποίος σε συνδυασμό με τα λάθη που διαπράχθηκαν μετέπειτα από την ελληνική πλευρά, έμελλε να οδηγήσει στην Μικρασιατική Καταστροφή.

Το ελαφρυντικό για τον Βενιζέλο είναι ότι μετά την εκλογική του ήττα τον Νοέμβριο του 1920, η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, την εξορία του οποίου είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι το 1917 για τα φιλογερμανικά του αισθήματα, χρησιμοποιήθηκε, κυρίως από τους Γάλλους και τους Ιταλούς, ως πρόσχημα για την αποδέσμευσή τους από τη Συνθήκη των Σεβρών που είχαν επικυρώσει τον Αύγουστο του 1920.

Δεν ήταν μόνο η απόσυρση της υποστήριξης προς την Ελλάδα εκ μέρους της Ιταλίας και της Γαλλίας, αλλά και η βοήθεια, οικονομική και στρατιωτική από τις δύο αυτές χώρες, καθώς και από την Σοβιετική Ρωσία, προς τον Κεμάλ, που του έδωσαν τη δυνατότητα να αντιπαρατάξει έναν αξιόμαχο στρατό στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Σε αντίθεση, η Αγγλία κράτησε μια ουδέτερη στάση.

Αν ο Βενιζέλος παρέμενε πρωθυπουργός καθ’ όλη τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ίσως η Αγγλία να συμπαραστεκόταν στην Ελλάδα ενεργά, γιατί ο πρωθυπουργός της Λόυντ Τζορτζ έτρεφε μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπο του Βενιζέλου, αλλά και γιατί η ελληνική παρουσία στην Μικρά Ασία εξυπηρετούσε καλύτερα τα αγγλικά συμφέροντα.

Η συζήτηση γι’ αυτήν την όψη της Μικρασιατικής Εκστρατείας θα συνεχισθεί την ερχόμενη εβδομάδα.

Σημειώσεις
1) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, Τόμος ΙΕ΄, σελ. 116.
2) Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985», Εκδόσεις Βάνια, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 366.
3) Winston Churchill, “The World Crisis: The Aftermath”, London 1929, σελ. 369. Το απόσπασμα που παρέθεσα είναι από το βιβλίο του Michael Llewellyn Smith, «Το Όραμα της Ιωνίας – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2009, σελ. 173.
4) Ο Πασχάλης Κ. Κιτρομηλίδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και Διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών.