Γνώριζα ότι το καλό φαγητό είναι μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του συναδέρφου Ηλία Ντωνούδη, αλλά δεν ήξερα ότι επρόκειτο περί…  οικογενειακής υπόθεσης. Πριν από μερικές μέρες, ένα γνωστό όνομα συνόδευε τη φωτογραφία μιας λιχουδιάς στο ένθετο «Epicure» της εφημερίδας «The Age». To όνομα γνωστό. Επρόκειτο για τον Βασίλη Ντωνούδη, γιό του Ηλία Ντωνούδη, που για πάνω από 15 χρόνια τώρα «ερεθίζει» τις γαστρονομικές αισθήσεις πολλών γευσιγνωστών.

Ο Βασίλης συνέδεσε το όνομά του με πολλά καλά εστιατόρια της Μελβούρνης – και όχι μόνο. Το 2002 αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά του και ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου και εργάστηκε, αρχικά, σε εστιατόρια του Λονδίνου. Το 2003, ως κύριος σεφ του Motor Yacht Medusa, ταξίδεψε στην Μεσόγειο και είχε την ευκαιρία να μάθει από κοντά τη σημασία των φρέσκων και αυθεντικών προϊόντων στη δημιουργία γευστικών προκλήσεων. Η επιστροφή του στην Αυστραλία και η γαστρονομική του καριέρα άμεσα συνδεδεμένη με τις εμπειρίες που απέκτησε στις ευρωπαϊκές του αναζητήσεις. Το πασίγνωστο και πολυβραβευμένο ιταλικό εστιατόριο «Cicciolina» στην περιοχή της St.Kilda ήταν το πρώτο που δέχθηκε τον Βασίλη μετά την επιστροφή του το 2004.

Μετά από λίγο καιρό, μετακομίζει στο Σίδνεϊ και εργάζεται στο υψηλής πιστότητας εστιατόριο «La Sala» και στη συνέχεια στο «Pendolino» και εργάζεται δίπλα στον πασίγνωστο σεφ Nino Zoccali. To νέο αυτό εστιατόριο καταφέρνει μέσα στο πρώτο χρόνο λειτουργίας του να ονομαστεί το καλύτερο νέο εστιατόριο της Αυστραλίας. Οικογένεια και άλλες υποχρεώσεις τον φέρνουν πίσω στην Μελβούρνη και σήμερα οι δημιουργίες του Βασίλη κερδίζουν πάλι εύσημα. Αυτή την φορά, μέσα από το γνωστό εστιατόριο και βραβευμένο «Church St. Enoteca» στο οποίο και εργάζεται.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΤΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ…

Χωρίς υπερβολές, το ταλέντο, μεράκι ή, απλά, την αγάπη στην μαγειρική ο Βασίλης την έχει, όπως μού αποκαλύπτει, μέσα στα γονίδιά του. «Η τυρόπιτα της γιαγιάς μου είναι ΤΟ αξέχαστο πιάτο για μένα», λέει ο σεφ που, παρά το γεγονός ότι ασχολείται με την ιταλική κουζίνα, εκείνη η πίτα τον κρατά και θα τον κρατά για πάντα «δέσμιο» της ελληνικής παραδοσιακής γεύσης.

«Η γιαγιά έκανε το καλύτερο φύλο στον κόσμο. Έμαθα και εγώ να κάνω φύλο, αλλά σαν της γιαγιάς κανένας δεν μπορεί. Καμία σχέση», αναφέρει καθώς μαθαίνω ότι και η άλλη γιαγιά, η Σμυρνιά, δεν ήξερε μόνο από καλό φύλο, αλλά και από πολύ καλή κουζίνα.
Ο Βασίλης από μικρό παιδί πειραματιζόταν στην κουζίνα του σπιτιού του. Ήταν αναπόφευκτο, αφού οι γονείς του δεινοί λάτρες του καλού φαγητού, μαγείρευαν και οι δύο και ο Βασίλης, πέρα από το να απολαμβάνει, έβαζε πού και πού και ο ίδιος το χεράκι του.

«Ξεκίνησα σπουδές στο RMIT. Αλλά δεν πήγαινα καν στο πανεπιστήμιο, δεν ήταν για μένα», λέει, γελώντας. Εκείνη την εποχή, για να βγάζει το χαρτζιλίκι του, δούλευε στην κουζίνα ενός εστιατορίου και όσο και αν ακούγεται παράξενο, ο Βασίλης προτίμησε την κουζίνα από το πανεπιστήμιο και σε λίγα χρόνια ανήγαγε τις εμπειρίες και τις γνώσεις που απέκτησε εκεί σε τέχνη.

«Την εποχή εκείνη το να ασχοληθείς επαγγελματικά με τη μαγειρική δεν θεωρείτο και η ιδανικότερη καριέρα», μού λέει γελώντας, καθώς θυμάται ότι αυτή του η απόφαση δεν ήταν και ιδιαίτερα αρεστή στους γονείς του. Εκείνος, όμως, επέμεινε, γιατί όπως λέει «είναι παθιασμένος με το καλό φαγητό». «Σήμερα το επάγγελμα του σεφ, παρ’ όλες τις δυσκολίες του, όσον αφορά τις ώρες που εργάζεσαι και το γεγονός ότι είναι μία δουλειά με υπερβολικές απαιτήσεις, χαίρει πολύ μεγαλύτερου σεβασμού και έχει αποκτήσει  απήχηση», προσθέτει.

ΓΕΥΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΑΛΑ ΒΑΣΙΛΗΣ

Η αγάπη του Βασίλη για την ιταλική κουζίνα δεν είναι τυχαία. «Υπάρχουν πολλά κοινά μεταξύ της ιταλικής και της ελληνικής κουζίνας. Οι κουλτούρες μας μοιάζουν, όπως κοινό είναι και το γεγονός ότι η μαγειρική τόσο στην ελληνική όσο και στην ιταλική κουλτούρα είναι οικογενειακή υπόθεση. Μαγειρεύουμε γι’ αυτούς που αγαπάμε», λέει ο Βασίλης και προσθέτει: «Ξεκίνησα την πρακτική μου εξάσκηση σε ιταλικό εστιατόριο και αυτό ίσως να με οδήγησε σ’ αυτό τον δρόμο». Διαπιστώνει, πάντως, ότι ακόμα και αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο γαστρονομικών παραδόσεων, αυτός προσπάθησε να τις παντρέψει. Και απ’ ό,τι όλα δείχνουν, το κατάφερε, όπως καταφέρνει για χρόνια τώρα να κερδίζει εύσημα από ειδικούς γευσιγνώστες, αλλά και από τους πιστούς πελάτες των εστιατορίων όπου εργάστηκε μέχρι σήμερα.

Η μαεστρία και το ταλέντο ενός σεφ κρύβεται στην φαντασία του. Πολύ εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι ο Βασίλης δεν στερείται ούτε φαντασίας ούτε αισθητικής. Βλέποντας ένα από τα πιάτα του, διαπιστώνεις, κατ’ αρχήν, την αισθητική της παρουσίας του. Χρώματα και σχήματα συνυπάρχουν αρμονικά δεμένα σε σημείο που σε κάνουν να απορείς. «Πρέπει να το φάω ή να κάτσω να το κοιτάζω;».

Τελικά…  «ο τολμών νικά» και όταν αποφασίσεις να βάλεις στο στόμα σου τους τυροκεφτέδες του από κατσικίσιο τυρί, όλες οι ενοχές σου για την απόφασή σου να διαταράξεις τον ανάγλυφο ζωγραφικό πίνακα που σού σερβίρισαν, εξανεμίζονται. Λιώνουν στο στόμα σου και οι χυμοί τους ξυπνούν κάθε γευστικό κύτταρο του ουρανίσκου.

Το καλαμάρι του Βασίλη είναι έτοιμο να παίξει άλλα… παιχνίδια με τον καταναλωτή του. Συνοδεύεται από μια θεϊκή σάλτσα που την ζωντανεύει το ανεπαίσθητο άρωμα του φρέσκου μαϊντανού που ανασταίνει ακόμα και πεθαμένους.

Τον ρωτάω για το ποιο δημιουργικό του συστατικό, αυτό δηλαδή που εξάρει την φαντασία του, και σπεύδει να μού απαντήσει: «Το ελαιόλαδο και το κουνέλι».
«Το ελαιόλαδο το καταλαβαίνω, αλλά το κουνέλι;», τον ρωτάω. «Με αυτό το κρέας μπορείς να κάνεις τα πάντα! Μπορείς να χρησιμοποιήσεις διαφορετικά κομμάτια του, αλλά μπορείς να το χρησιμοποιήσεις και ολόκληρο. Μπορείς να το βράσεις, να το ψήσεις, να το συνδυάσεις με διαφορετικές γεύσεις».

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ

Το μέλλον του Βασίλη Ντωνούδη διαγράφεται λαμπρό. Το μαρτυρούν, εξάλλου, οι μέχρι τώρα επιτυχίες του. Αυτή την στιγμή είναι ο κύριος σεφ του «Church St.Enoteca» που βρίσκεται στο Richmond και αυτό τον ευχαριστεί, γιατί, όπως μάς λέει, μπορεί να βάζει το πάθος του και την φαντασία του να δουλεύουν και να δημιουργούν και έχει αυτό που θα λέγαμε ελευθερία κινήσεων.

Κάποια στιγμή, σίγουρα, θα ήθελε να αποκτήσει το δικό του εστιατόριο, αλλά αυτό μπορεί να περιμένει όπως μού λέει.
Τον ρωτάω για αλλαγές πορείας, όχι όσον αφορά με την καριέρα του, αλλά για τη γευστική του τέχνη. «Μόνο την ελληνική κουζίνα μπορώ να δω ως εναλλακτική πορεία. Αλλά τι να πω, η ιταλική κουζίνα καταφέρνει ακόμα να εξάπτει την φαντασία μου», λέει και, σίγουρα, δεν μένει μόνο στα λόγια όπως σίγουρα διαπιστώνουν καθημερινά οι απαιτητικοί πελάτες του.

Ο Βασίλης τούς σερβίρει ιταλικό φαγητό, αλλά το γαρνίρει πάντα με το ελληνικό του μεράκι και βγαίνει πάντα κερδισμένος.