Γελάω μόνος μου.  Τι την θέλω τη συντροφιά στο γέλιο;  Το χαμόγελο θέλει συντροφιά, το γέλιο θέλει μοναξιά.  Γελάτε, ξεκαρδιστείτε, μόνοι σας.  Θα το ευχαριστηθείτε.
Γελάω μόνος μου γιατί διαπιστώνω πως όσο περνούν τα χρόνια και μεγαλώνω, τόσο ξαναγυρίζω, μερικώς, στα παιδικά μου.
Προσέξατε πως το είπα;  Μεγαλώνω.  

Δεν είπα γερνάω, διότι για να ξέρουμε και τι λέμε, άλλο είναι να γερνάς και τελείως διαφορετικό να μεγαλώνεις.
Φτάνει.  Δεν θέλω ζητωκραυγές, κραυγές ή και κατακραυγές διότι απλά σκέπτομαι να αποφύγω να γεράσω και δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν θα μεγαλώσω πολύ.
Επειδή τώρα που μεγαλώνω συγχύζομαι εύκολα, δεν θέλω να μου βάζετε δύσκολα.  Μη γελάσετε αν σας πω πως  διαβάζω τον «Μικρό Ήρωα», «Κλασσικά εικονογραφημένα» και βλέπω Μίκυ Μάους.

Προσπαθώ να ξεχάσω τους «εχθρούς μας» και δεν μου άρεσε καθόλου το ότι, προχθές που τους θυμήθηκα, έτσι για μια στιγμή, πρόσθεσα και τους Γερμανούς.
Θέλει ο άνθρωπος ν’ αγιάσει και δεν τον αφήνουν.  Ότι άρχισα να διαβάζω ο Καραγκιόζης, ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι, μου τηλεφώνησε ένας άνθρωπος που εκτιμώ, ο Χρήστος Μαγύρης, για να μου φέρει ένα βιβλίο, για το οποίο μου είχε μιλήσει παλαιότερα και είχα εκφράσει την επιθυμία να το διαβάσω.
Τίτλος του βιβλίου «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…»  (το είπε ο Κεμάλ Ατατούρκ, στις 13 Αυγούστου 1923)  Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μ. Ασίας από τα Γαλλικά αρχεία.  Στο εξώφυλλο μια εκπληκτική φωτογραφία, από Γαλλικό περιοδικό, που αποδίδει θαυμάσια τον κτηνώδη τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι εξοντώνουν αυτούς που… φοβούνται.

Συγγραφέας ο Χάρης Τσιρκινίδης και είναι η 7η Έκδοση.

Λίγες σελίδες κατάφερα να διαβάσω και θέλω να σας μεταφέρω λίγα, πολύ λίγα, από τα λιγοστά που διάβασα, για να πονέσετε και εσείς.  Στην πρώτη σελίδα και πριν από τον πρόλογο, σαν αφιέρωση, ο συγγραφέας… θυμάται:
 «Θυμάμαι, Μάνα, τα Χριστούγεννα του 1948 που δε γιορτάζαμε.  Έξω χιόνιζε κι’ εσύ κοντά στη σόμπα έκλαιγες το χαμένο σου γιο Νικόλα, που σκοτώθηκε το Μάρτιο στον εμφύλιο πόλεμο.  Έκλαιγες και τους άλλους συγγενείς σου, που χάθηκαν στον Πόντο.

Θυμάμαι, Μάνα, μου έλεγες: Πως τη δεκαεπτάχρονη ξαδέρφη σου, τη Θοδώρα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, που κρατούσαν αγκαλιά τα νήπια τους, τις ξεχώρισαν από την αυλή του σχολείου της Σαμψούντας, όπου είχαν συγκεντρώσει όλα τα γυναικόπαιδα, τις πήγαν σε μια αίθουσα κι’ εκεί, έξι από αυτούς τις βίασαν.  Πως η Θοδώρα τους κτυπούσε, τους έσκισε τα πρόσωπα.  Κι’ αυτοί τη σκότωσαν με μαχαίρια.  Έβγαλαν την καρδιά της κι’ έσταζαν το αίμα πάνω στις άλλες γυναίκες για να τις τρομοκρατήσουν.

Πως αυτές, καθώς μαζί μ’ όλο το καραβάνι τις οδηγούσαν στην εξορία, περνώντας πάνω από μια ψηλή γέφυρα έριξαν πρώτα τα παιδιά τους κάτω και μετά πήδηξαν κι αυτές πάνω στους μυτερούς βράχους.

Θυμάμαι, Μάνα, την υπόσχεσή μου: «Θα γράψω κάποτε την τραγωδία μας».

      
Και έγραψε.  Στην επόμενη σελίδα και πριν από τον πρόλογο, υπάρχει μια ακόμη συνταρακτική ομολογία.  Είναι ένα γράμμα του Βασιλιά της Γερμανίας, Κάιζερ Γουιγιόμ του Β! Προς τον Βασιλιά της Αυστρίας, Γρανσουά Ζοζέφ, το 1914:
«…Η ψυχή μου σχίζεται, αλλά πρέπει να τα παραδώσουμε όλα στο αίμα και στη φωτιά.  Να κρεμάσουμε άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέρους, να μην αφήσουμε όρθιο ούτε ένα δέντρο, ούτε ένα σπίτι.  Με τέτοιες μεθόδους τρόμου, πιστεύω πως μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος μέσα σε δύο μήνες. ενώ αν έχω ανθρώπινα αισθήματα, ο πόλεμος θα συνεχιστεί επί χρόνια.  Παρά την απέχθειά μου, αποφάσισα λοιπόν να διαλέξω την πρώτη μέθοδο…» 
Απ’ ό,τι λέγεται η επιστολή αυτή βρέθηκε και αποτέλεσε ένα από τα πολλά ντοκουμέντα που συγκροτούσαν το φάκελο του Kaiser. Συγκεντρώθηκαν από τους … συμμάχους μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και θα αποτελούσαν το κατηγορητήριό του, σαν εγκληματία πολέμου, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου…

Ο Παναγιώτης  Γ. Τανιμανίδης από το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» το οποίο χρηματοδότησε και την έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, γράφει, μεταξύ άλλων, στον πρόλογο:
«Ο συγγραφέας αυτού του έργου μπορεί να είναι υπερήφανος, διότι προσφέρει ένα ανεκτίμητο ιστορικό και εθνικό έργο, που θα ενημερώσει τη νεολαία μας πάνω σ’ ένα καυτό θέμα και θα αφοπλίσει εκείνους οι οποίοι αμφισβητούσαν ώς χτες ότι η εξόντωση 353.000 Ελληνοποντίων δεν ήταν πράξη και σχέδιο γενοκτονίας  
Όταν ολοκληρώσω το διάβασμα, θα επανέλθω. Ότι γράφτηκε σήμερα και ότι θα γράψω πάνω σ’ αυτό το θέμα, το αφιερώνω στη μνήμη της κ. Αγγελικής, της πενθεράς μου, που κοριτσάκι 7 χρονών, μόνο του, στοιβαγμένο σ΄ ένα καράβι,  από τη Σμύρνη βρέθηκε στο Πειραιά.  Εκεί στον Πειραιά τέλειωσε η μικρή Οδύσσειά της και αμέσως μετά  άρχισε η μεγάλη, η πολύ μεγάλη.