Καλές οι δημόσιες ομιλίες, και θα ήταν καλύτερες αν γινόταν σε μεγάλα γήπεδα.  Αλλά στα μεγάλα γήπεδα πρωταγωνιστεί ένα κομμάτι πετσί.  Το πνεύμα σπάνια συχνάζει εκεί.  Σε τούτο το μικρό γήπεδο της στήλης οι πύλες είναι ορθάνοιχτες και η είσοδος ελεύθερη.  Πάρτε το κριτικό μυαλό μαζί σας και μπείτε μέσα ν’
Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την πρόσφατη δημόσια ομιλία μου, με θέμα «Η Ασκητική του Καζαντζάκη:  Μια προσέγγιση». 

Σκοπός της ομιλίας αυτής ήταν να επισημανθούν κάποιες λογικές δυσκολίες στη φιλοσοφική σκέψη του Καζαντζάκη.  Αγάπησα – κι αγαπώ – τον λογοτέχνη Καζαντζάκη.  Κάποτε μάλιστα προσπάθησα να μιμηθώ το ύφος του σ’ ένα μικρό διήγημα που είχα γράψει.  Το διήγημα αυτό απόσπασε το πρώτο βραβείο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό.  Όταν έφυγα από την αγκαλιά της λογοτεχνίας και πήδησα στην αγκαλιά της φιλοσοφίας, έψαχνα να βρω στον Καζαντζάκη τον φιλόσοφο, αλλά δεν τον βρήκα.

Όμως με αυτό δεν θέλω να πω ότι στη λογοτεχνία δεν υπάρχει φιλοσοφία.  Κάθε άλλο.  Οι νομπελίστες λογοτέχνες Jean-Paul Sartre και Albert Camus φιλοσόφησαν (κυρίως) λογοτεχνικά.  Έκτισαν τη φιλοσοφική σκέψη, που ονομάζουμε «Υπαρξισμό» (Existentialism).  Από την άλλη ο Καζαντζάκης δεν έκτισε τίποτε το συστηματικό.  Γι’ αυτό δεν συγκαταλέγεται στους συστηματικούς φιλόσοφους.  Αυτό είναι το δικό μου συμπέρασμα που θέλησα να μεταφέρω στο ακροατήριο.

Η ΟΜΙΛΙΑ

Κάποτε κάποιος έγραψε τούτα τα ξύλινα λόγια:  «Πρέπει – ο φιλόσοφος – να διέλθει ολόκληρον τον μηδενισμόν και απορρίπτων τας αξίας, απάσας τας νυν ισχυούσας, ν’ ανυψώσει ετέρας, δυνάμει των οποίων η ζωή και ο κόσμος ούτος ου μόνον να δικαιολογούνται, αλλά και να καθιστώνται προσφιλείς και πολύτιμοι.  Πρέπει μετ’ ενθουσιασμού να καταστήσει παραδεκτήν την ζωήν, την ζωήν όλων, τας ασχημίας της εξ ίσου με τας ωραιότητας, το κακόν εξ ίσου με το καλόν, την ηθικήν εξ ίσου με την ανηθικότητα – αρκεί μόνον αι αντινομίαι αύται να καθιστώσιν εντονωτέραν και αρμονικοτέραν την ζωήν και ν’ αναβιβάζωσιν τον άνθρωπον εις βαθμίδας ολοέν υψηλοτέρας . . .».

Ποιος έγραψε τα λόγια αυτά;  Ο αγαπητός μας Νίκος Καζαντζάκης.  Όταν το 1909 δημοσίευσε τη διατριβή του, με θέμα «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας», είχε τα βλέφαρά του στραμμένα στην έδρα της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Ευτυχώς δεν έγινε καθηγητής.  Η παγκόσμια λογοτεχνία κέρδισε έναν ακόμη πρωταθλητή κι εμείς σήμερα κερδίσαμε άλλη μια ευκαιρία να μιλήσουμε για την Ασκητική του.  Θα πούμε δυο λόγια για τη σύσταση του έργου, για τον σκοπό και την ουσία του, και κατόπιν θα δούμε από κοντά κάποια ενδιαφέροντα σημεία, τα οποία θα σχολιάσουμε με κριτικό νου.
Είναι γεγονός ότι κάθε φιλοσοφία ξεπηδάει από τις εμπειρίες και συγκινήσεις του φιλοσόφου, που τις βιώνει σε μια συγκεκριμένη εποχή.  Όταν ο σπόρος της Ασκητικής ρίζωνε στο μυαλό του Καζαντζάκη, η Οκτωβριανή Επανάσταση μόλις είχε στήσει το λάβαρό της πάνω στο κουφάρι της τσαρικής Ρωσίας και ο κομμουνισμός μόλις άρχισε να μοιράζει φαγητό και παράδεισο σε όλους.  Την εποχή αυτή ο Καζαντζάκης ζει στη Γερμανία κι εκεί – στο Βερολίνο – τελειώνει τη συγγραφή της Ασκητικής, τον Μάρτιο του 1923.  Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1927, τη δημοσιεύει στο περιοδικό Αναγέννηση του Δημήτρη Γληνού.  Η κανονική έκδοση θα γίνει το 1945. 

Η Ασκητική είναι ένα μικρό βιβλιαράκι, που δεν ξεπερνά τις 90 σελίδες.  Αποτελείται από πέντε σύντομα κεφάλαια: «Η προετοιμασία», «Η πορεία», «Το όραμα», «Η πράξη» και «Η σιγή».  Οι τίτλοι αυτοί των κεφαλαίων είναι χαρακτηριστικοί: σημαδεύουν την πνευματική πορεία του ασκητή, ο οποίος προετοιμάζεται, πορεύεται, οραματίζεται, πράττει και μετά σιωπά.  Υπάρχουν και κάποια υποκεφάλαια που μας δίνουν μια βαθύτερη εικόνα της σύνθεσης της Ασκητικής.  Στο πρώτο κεφάλαιο τα υποκεφάλαια μιλούν για τρία ηθικά «χρέη», που οφείλουμε ν’ αναλάβουμε την εξόφλησή τους.  Στο δεύτερο μιλούν για τέσσερα πνευματικά «σκαλοπάτια», που πρέπει να πατήσουμε για ν’ ανεβούμε ψηλά.  Στο τέταρτο μιλούν για τρεις σχέσεις: «Σχέση Θεού κι ανθρώπου», «Σχέση ανθρώπου και ανθρώπου», και «Σχέση ανθρώπου και φύσης».  Στο τρίτο και πέμπτο κεφάλαιο δεν υπάρχουν υποκεφάλαια.    

   
Όμως τι ήταν αυτό που ώθησε τον Καζαντζάκη να γράψει το μικρό αυτό βιβλίο, που τόσο πολύ τον βασάνισε;  Δυστυχώς, το αντίτυπο που έχω στα χέρια μου δεν αναφέρει τίποτε.  Ωστόσο, σε μια μελέτη του ακαδημαϊκού Νικηφόρου Βρεττάκου υπάρχει η παρακάτω εξήγηση, που πρέπει να δόθηκε από τον ίδιο τον Καζαντζάκη, ο οποίος λέει:  «Η Ασκητική γράφτηκε στη Γερμανία στα 1923 για να διατυπώσει την ψυχική αγωνία και τις ελπίδες ενός κομουνιστικού κύκλου από Γερμανούς, Πολωνούς, Ρώσους, που δεν μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν άνετα μέσα στη στενή, καθυστερημένη, υλιστική αντίληψη της Κομμουνιστικής Ιδέας.  Η Ασκητική τούτη ας θεωρηθεί η πρώτη λυρική απόπειρα, η πρώτη κραυγή του μετακομουνιστικού ΠΙΣΤΕΥΩ» (Ν. Βρεττάκος, Νίκος Καζαντζάκης.  Η αγωνία του και το Έργο του, Αθήνα 1959, σσ. 94-5).

Δεν είναι ξεκάθαρο αν με τη φράση «στενή, καθυστερημένη, υλιστική αντίληψη της Κομμουνιστικής Ιδέας» εννοεί την υλιστική αντίληψη που είχαν οι μη κομμουνιστές για την Κομμουνιστική Ιδέα ή αν εννοεί την αντίληψη που είχαν κάποιοι κομμουνιστές για την Κομμουνιστική Ιδέα.  Πάντως, γεγονός παραμένει ότι ο Καζαντζάκης ένα χρόνο μετά τη συγγραφή της Ασκητικής, και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1924, φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης, ενώ τρία χρόνια αργότερα βρίσκεται στη Μόσχα καλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης και παίρνει μέρος στον εορτασμό της δεκάτης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης.  Την επόμενη χρονιά, τον Ιανουάριο του 1928, εξυμνεί τη Σοβιετική Ένωση σε σχετική ομιλία του σε θέατρο της Αθήνας, πράγμα που παραλίγο να τον οδηγήσει στα δικαστήρια και σε νέα πιθανή φυλάκισή του.         
 (Συνεχίζεται . . .)