Ο Καζαντζάκης, για πολλά χρόνια πριν γράψει την Ασκητική, είχε ξεψαχνίσει, όπως το λαίμαργο σκουλήκι, όλα τα βιβλία που έπεφταν στα χέρια του – φιλοσοφικά, ιστορικά, φιλολογικά, θρησκευτικά, επιστημονικά – κι ένιωθε την ανάγκη να καταθέσει τον τελευταίο «μεγάλο λόγο», το τελικό του συμπέρασμα γύρω από το σύμπαν και τη ζωή.  Ήλπιζε ότι με την Ασκητική του θα έριχνε έναν «ακέραιο λόγο», θα έκτιζε ένα καινούργιο φιλοσοφικό οικοδόμημα. 

Αλλά δεν κατάφερε να κτίσει τίποτε με τις μεταχειρισμένες ιδέες που είχε στοιβάξει στη μυαλοθήκη του.  Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Βρεττάκος, «η Ασκητική δεν είναι παρά ένας ερανισμός εκφρασμένων ήδη ιδεών, συνθεμένων από την αγωνία μιας επαναστατημένης φύσης» (ό.π. σ. 94).  Σε λίγο θα δούμε κάποιες από τις εκφρασμένες αυτές ιδέες, που ρίχνει ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του. 

Ο στενός φίλος τού Καζαντζάκη, Παντελής Πρεβελάκης, που γνώρισε από κοντά τον πνευματικό αγώνα και αγωνία του Μεγάλου Κρητικού, διακρίνει στην Ασκητική έναν «παράφορο και μυσταγωγικό χαρακτήρα». Μιλώντας για το έργο αυτό, λέει: «Τόσο ο τόνος όσο και το περιεχόμενο θυμίζουν κείμενα των Εβραίων προφητών, των Ιώνων φιλόσοφων, του Λουκρήτιου και του Νίτσε».  Και καταλήγει:  «Η Ασκητική είναι μια ανάβαση της ψυχής.  Ο άνθρωπος προετοιμάζεται για τον ανήφορο αναγνωρίζοντας την περιορισμένη δύναμη του ανθρώπινου μυαλού μπρος στο μυστήριο του κόσμου, διψώντας για Θεό και νικώντας την ελπίδα» (Καζαντζάκης.  Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Αθήνα 1958, σσ. 80-81).    

Η δική μου εκτίμηση είναι ότι η Ασκητική του Καζαντζάκη δεν είναι ένα ρηξικέλευθο, συστηματικό φιλοσοφικό έργο, που ανοίγει νέους δρόμους στη σκέψη.  Οι ιδέες που συναντούμε εδώ είναι «λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ειρημένα».  Ωστόσο, δεν απουσιάζει η θαρραλέα έκφραση του προσωπικού Πιστεύω του συγγραφέα, διατυπωμένο με αξιοθαύμαστο λογοτεχνικό τρόπο.  Εξάλλου ο ίδιος ο Καζαντζάκης χαρακτηρίζει την Ασκητική του «Λυρικό Πιστεύω».  Όμως το Πιστεύω αυτό, όπως ανάφερα πιο πάνω, δεν φέρνει τίποτε το καινούργιο: απλά, λέει το παλιό με καινούργιο τρόπο (καινώς το κοινό λέγει). 
Καιρός τώρα να δούμε από κοντά κάποια σημεία του Πιστεύω τού μεγάλου Κρητικού. 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ – ΣΧΟΛΙΑ

Η Ασκητική αρχίζει με τα εξής λόγια: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή» (σ. 9).  Τι σημαίνει η λέξη «άβυσσος»;  Σημαίνει «το πράγμα που δεν έχει βυθό».  Οι λέξεις «άβυθος» και «άβυσσος» είχαν κάποτε την ίδια σημασία.  Ξεπηδούμε λοιπόν από μια σκοτεινή απεραντοσύνη, περνάμε για λίγο από μια στενή φωτεινή ζώνη, και πηδούμε πάλι σε μια σκοτεινή απεραντοσύνη.  Βέβαια, εδώ ο Καζαντζάκης μεταφέρει τη διδασκαλία του Επίκουρου, που έλεγε ότι όταν πεθάνουμε θα είμαστε όπως προτού γεννηθούμε – ανυπαρξία πριν, ανυπαρξία μετά.  Σκοτάδι πριν, σκοτάδι μετά.  Συνεπώς, τον θάνατο κανένας δεν προλαβαίνει να τον γνωρίσει, γιατί όταν έρχεται εκείνος λείπουμε εμείς.  

Δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα ο Καζαντζάκης για να μπει στο στόχαστρο της Εκκλησίας.  Με μια μονοκονδυλιά καταστρέφει το κερδοφόρο εμπόριο της ελπίδας για αιώνια μεταθανάτια ζωή, και με την πνευματική κρητικιά του χερούκλα αρπάζει τον ολοφώτεινο Παράδεισο και τον εκσφενδονίζει στη θεοσκότεινη Κόλαση!  Δεν υπάρχει ελπίδα ούτε νόημα στη ζωή, αφού ξεκινάμε από μια πηχτή μαυρίλα ανυπαρξίας και καταλήγουμε πάλι σ’ αυτή.  Λέει χαρακτηριστικά:  «Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα· οδεύω σ’ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.  Μια δύναμη με σφεντονίζει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο» (σ. 19). 

Εδώ έχουμε μια θαρραλέα (άλλοι την ονομάζουν «ηρωική») απαισιοδοξία, που κορυφώνεται στο σημείο, που λέει:  «Αγνάντευε γύρα σου:  Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν.  Σωτηρία δεν υπάρχει.  Κοίταξε:  Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν.  Κοίταξε πάλι:  Τίποτα δεν υπάρχει!  Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα» (σ. 24).

Κι ενώ ο συγγραφέας μάς έχει φέρει στο κέφι κι αρχίζουμε ν’ απολαμβάνουμε την άκρατη – αλλά όχι άκριτη – απαισιοδοξία του, ξαφνικά (60 σελίδες αργότερα) αλλάζει γνώμη: παραμερίζει το «ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο» και λέει ετούτο εδώ το αντίστροφο: «Δεν οδεύουμε από ένα χάος σε άλλο χάος . . . ή από ένα σκοτάδι σε άλλο σκοτάδι» (σ. 71).  Και διερωτάται:  «Τι αξία θα’ χε τότε η ζωή μας τούτη;  Τι αξία θα’ χε αλάκερη η ζωή;» (ό.π.). 

Έχει δίκιο:  Τι αξία έχει η ζωή, αφού αρχίζει από το σκοτάδι και καταλήγει στο σκοτάδι;  Καμία.  Εγώ δεν έχω πρόβλημα, αλλά ο Καζαντζάκης έχει: θέλει, σώνει και καλά, η ζωή να έχει κάποια αξία, έστω και αν εξήντα σελίδες ενωρίτερα δεν είχε!  Και το χειρότερο για τον μεγάλο Κρητικό δεν είναι το αναποδογύρισμα της πρώτης σκέψης του: το χειρότερο είναι ότι η άβυσσος ξαφνικά παύει να είναι μόνο σκοτεινή: τώρα εμπερικλείει και φως!  Μεταφέρω τα λόγια του: «Μα κινήσαμε από ένα χάος παντοδύναμο, από μιαν αξεδιάλυτη, πηχτή, φως και σκοτάδι άβυσσο» (ό.π.).  Δεν ξέρω πώς εσείς φαντάζεστε την άβυσσο, αλλά εγώ τη φαντάζομαι μόνο σκοτεινή, ίσως επειδή η φαντασία μου είναι περιορισμένη ή επειδή το μυαλό μου είναι σκοτεινό.  Αλλ’ ας επιστρέψουμε στην αρχή της Ασκητικής.    

Αφού με την εισαγωγική του δήλωση (ότι δηλ. ξεκινάμε από μια σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο) έχει γαργαλίσει το ενδιαφέρον της Εκκλησίας – και το δικό μας, φυσικά – συνεχίζει το γαργάλισμα, λέγοντας ότι «η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου» (σ. 9). 
Η λέξη «άναρχη» σημαίνει αυτό που «δεν έχει αρχή», που «δεν έχει σημείο εκκίνησης», που «πάντα υπήρχε».  Κι εφόσον η ζωή είναι άναρχη, δηλ. χωρίς ξεκίνημα, υποχρεωτικά και το σύμπαν είναι άναρχο (χωρίς αρχή). 

(Συνεχίζεται . . .)