Μετανάστης, καφετζής, ταξιτζής. Έτσι συνοψίζεται η επαγγελματική καριέρα του ομογενή Δημήτρη (Τζέιμς) Φαρδούλη. Δεν ήταν όμως καμία από αυτές τις επαγγελματικές του ιδιότητες για τις οποίες ξεχώρισε στην μακρινή Αυστραλία. Εκείνο που σήμερα μας δίνει το δικαίωμα να αποκαλούμε τον Δημήτρη Φαρδούλη «Θεόφιλο της Αυστραλίας» είναι η ζωγραφική του, η τεχνοτροπία της, η μοναδικότητά των χρωμάτων της και το γεγονός ότι θεωρείται από τους μεγαλύτερους πριμιτιβιστές ζωγράφους της χώρας.

Ο Δημήτρης Φαρδούλης έφυγε από τα εγκόσμια το 1975 αλλά οι πίνακές του παραμένουν ζωντανές αποδείξεις ενός ανθρώπου με, πηγαίο ταλέντο, ευγένεια και διαύγεια ψυχής, έναν αστείρευτο ονειρικό κόσμο, αγάπη για την αυστραλιανή φύση αλλά και έντονες επιδράσεις από την βυζαντινή ζωγραφική. Η ζωή του και τα έργα του σημαδεύτηκαν από ένα τραγικό γεγονός. Τον πνιγμό του 11χρονου γιού του σε ένα ποτάμι του Queensland. «Ποτέ δεν το ξεπέρασε» λέει ο άλλος του ο γιός Πίτερ Φαρδούλης που αποδίδει την «μανιώδη στροφή» του πατέρα του στον κόσμο της ζωγραφικής, σ’ αυτό το τραγικό συμβάν. 

Αυτές τις μέρες 50 περίπου έργα του Δημήτρης Φαρδούλη, δοκίμια μεγάλων ζωγράφων της Αυστραλίας για το έργο του, φωτογραφίες και κειμήλια από το πατρικό του, τα οποία συγκέντρωσε με μεγάλο κόπο τα δύο τελευταία χρόνια ο γιός του Πίτερ εκθέτονται στην εθνική Πινακοθήκη του Queensland και θα παραμείνουν εκεί έως τις 20 Ιουνίου. Άνθρωποι της τέχνης, ακαδημαϊκοί αλλά και διασημότητες της Αυστραλίας είναι μερικοί από αυτούς που αγάπησαν την τέχνη του Τζέιμς Φαρδούλη. Ο διάσημος κωμικός Μπάρι Χάμφρις, από τους πρώτους θαυμαστές του. Ένας πίνακας του Φαρδούλη, στολίζει το εξώφυλλο του πρώτου του βιβλίου «The Barry Humphries book of innocent Austral verse. (Melbourne: Sun Books, 1968)» και συγκαταλέγεται μεταξύ των εκθεμάτων του.

Ο Πίτερ εκφράζει την λύπη του επειδή δεν μπόρεσε να βρει έναν από τους πιο αγαπημένους πίνακες του πατέρα του, τον οποίο δώρισε στον πρώην πρωθυπουργό Γκοφ Γουίτλαμ και κοσμούσε την πρωθυπουργική κατοικία καθ’ όλη την διάρκεια της θητείας του. Να αναφέρουμε ότι τέσσερα έργα του Δημήτρη Φαρδούλη αποτελούν κοσμούν την συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης της Αυστραλίας.

Τα εγκαίνια της έκθεσης «Δημήτρης Φαρδούλης: Ένας ναΐφ ζωγράφος» έγιναν στις 25 Μαρτίου παρουσία μεγάλων προσωπικοτήτων της τέχνης και επιφανών ομογενών της Πολιτείας του Queensland.

«ΗΜΟΥΝ Ο ΦΤΩΧΟΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΟΥ BRISBANE»

Στην τρυφερή ηλικία των 14 ετών άφησε ο Τζέιμς Φαρδούλης την «μικρή του πατρίδα» τα Κύθηρα. «Ποτέ δεν πήγε πίσω» λέει σήμερα ο γιός του καθώς μιλά για την απόλυτη φτώχια που επικρατούσε και η οποία ανάγκαζε τους γονείς να εμπιστευθούν την τύχη των παιδιών τους στα χέρια μεταναστών συγγενών που βρίσκονταν στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική.

Ήρθε στην Αυστραλία γιατί εδώ βρισκόταν ένας θείος του. Ο νεομετανάστης έγινε σερβιτόρος και μέσα από την δουλειά του γνώρισε και την εκλεκτή της καρδιάς του. Το 1925 ο Τζέιμς Φαρδούλης και η Γκλάντις Ελίζαμπεθ Μαίρη Νάιτ, εγγαστρίμυθος σε θίασο, παντρεύονται. Τα πρώτα έξι χρόνια του έγγαμου βίου τους τα έζησαν στην περιοχή Goondiwindi δουλεύοντας στο καφέ Olympic. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. To 1931 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Brisbane και για τα επόμενα 29 χρόνια ο πολύτεχνος έλληνας μετανάστης δούλεψε ως ταξιτζής. Στις αρχές του 1938 η ζωή έπαιξε το ασχημότερο παιχνίδι που μπορεί ποτέ να παίξει σε έναν πατέρα. Ο Δημήτρης χάνει αναπάντεχα τον 11χρονο γιό του. Όλα αυτά τα χρόνια της βιοπάλης και του άμετρου πατρικού πόνου, η δημιουργική του φλέβα έγινε και η παρηγοριά του Δημήτρη. Όπως μας λέει ο γιός του Πίτερ Φαρδούλης, ο πατέρας του έλεγε χαρακτηριστικά για εκείνα τα χρόνια «Ήμουν ο φτωχότερος Έλληνας του Brisbane».

Αναμνήσεις ξεπετάνε από την σκέψη του Πίτερ. «Είχε πολύ χιούμορ ο πατέρας μου. Μετά σκοτώθηκε ο αδερφός μου και όλα άλλαξαν. Σοβάρεψε. Ήμουν 8 χρονών όταν συνέβη αυτή η τραγωδία που ξέρω ότι τον τραυμάτισε για πάντα. Από τότε που χάσαμε τον αδερφό μου, η ζωή μου μοιραζόταν μεταξύ της σχολικής μου τάξης και την θέση του συνοδηγού στο ταξί του. Σαββατοκύριακα και απογεύματα, ο πατέρας μου γύριζε με το ταξί του το Brisbane και εγώ τον συνόδευα πάντα στην θέση του συνοδηγού. Παρά το γεγονός ότι ήρθαμε πολύ κοντά εκείνα τα χρόνια ομολογώ πως τους πίνακές του κανένας στην οικογένεια δεν τους εκτιμούσε. Ποτέ δεν τον ένοιαξε αυτό. Αυτός το μόνο που έκανε ήταν να ζωγραφίζει.

Το υποτυπώδες ατελιέ του, ο Δημήτρης το είχε στήσει σε μία γωνία της βεράντας του σπιτιού του. Την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου, η τέχνη του Δημήτρη έγινε πέρα από δημιουργικό και βιοποριστικό εργαλείο. Έναντι 2 ή 3 pound πουλούσε τους πίνακές του που απεικόνιζαν την αυστραλιανή φύση και κοινωνία με έναν μοναδικά ελληνικό τρόπο, με απώτερο σκοπό να εξασφαλίσει μερικά παραπάνω φράγκα για να ζήσει την οικογένειά του.

Σε ηλικία 60 ετών ο Τζέιμς Φαρδούλης αποφάσισε να «παρκάρει» για πάντα το ταξί του. Για τα επόμενα 15 χρόνια της ζωής του αφοσιώθηκε στην ζωγραφική του που όπως λέει ο γιός του ήταν λειτούργησε ως βάλσαμο στον πατρικό πόνο που ποτέ δεν μαλάκωσε. Σε συνάρτηση με τα προσωπικά του βιώματα, το ταλέντο του έγινε μοχλός μίας ιδιαίτερα παραγωγικής καλλιτεχνικής καριέρας. Όπως ο ίδιος ο Δημήτρης έλεγε «μπορώ να ολοκληρώσω έναν μικρό πίνακα σε μία εβδομάδα, για τους μεγαλύτερους χρειάζομαι τουλάχιστον ένα 15νθήμερο».

«ΘΕΟΦΙΛΙΚΗ» ΤΕΧΝΗ

«Η αλήθεια -η ολόκληρη- που μας δίνει ο Θεόφιλος είναι ο ολοζώντανος κόσμος του, ένας ζωγραφικός κόσμος χωρίς τεχνάσματα και χωρίς υπεκφυγές (…) Είναι καταπληκτική η δύναμη που έχει να μεταμορφώνει, σύμφωνα με το ρυθμό του, ό, τι αγγίξει. Κυριεμένος από το πάθος της έκφρασης, απορροφά και παράγει ζωγραφική όπου τη βρει και όπως μπορεί…. Ο Θεόφιλος έπαιρνε κάποτε τις φιγούρες του από λιθογραφίες ή από δελτάρια. Το έκανε  και ήταν ίσως ένας εμπειρικός τρόπος για ν’ ακουμπήσει κάπου το λογικό του». Έτσι περιγράφει ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Γ. Σεφέρης, την τέχνη του μεγάλου έλληνα πριμιτιβιστή ζωγράφου Θεόφιλου.

Με τα ίδια περίπου λόγια μιλά για τον πριμιτιβισμό του Τζέιμς Φαρδούλη στους Αντίποδες ο παγκοσμίου φήμης αυστραλός ζωγράφος Leonard Brown. «Μου τον σύστησε το 1967 ο Νόρμαν Στάινς. Τα «μικρά θαύματα» του Τζέιμς μπήκαν στην ζωή μου την εποχή που διαμόρφωνα όχι μόνο την καλλιτεχνική μου οντότητα. Οι πίνακές του ήταν για μένα μία μεγάλη έκπληξη, αυθεντική από κάθε άποψη. Αμείωτη έμενε η έκπληξη που ένοιωθα κάθε φορά που έβλεπα ένα ακόμα πίνακά του. Αμείωτη παραμένει και σήμερα η φρεσκάδα της δουλειάς του, 35 χρόνια μετά τον θάνατό του. Αν λείπει κάτι από τα έργα του Τζέιμς Φαρδούλη αυτό είναι αυτό είναι ο πνιχτός γδούπος του κυνισμού και ψεύτικης έπαρσης. Οι πίνακές του είναι άδολοι, αγνοί» λέει ο κ. Μπράουν που προσθέτει ότι ο Τζέιμς ζούσε όπως ζωγράφιζε και ζωγράφιζε αυτό που ζούσε. Αυτό εξάλλου το διαπιστώνει κανείς αν ρίξει μία ματιά στους πίνακες του. Απεικονίσεις, αυστραλιανών φυτών, ζώων, αβοριγίνων, τοπίων με χρωματικές προκλήσεις κάθε λογής και μέσα σε όλα αυτά τα γαλάζια του τριαντάφυλλα, μία πινελιά Ελλάδας.

«Ιστορικά οι Έλληνες είναι λαός ανθεκτικός και ευπροσάρμοστος. Έχουν την ικανότητα έστω και μέσα από επώδυνες κάποιες φορές προσωπικές περιπλανήσεις να αποδέχονται το νέο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται κρατώντας πάντα την πολιτιστική τους ταυτότητα. Ο Φαρδούλης ήταν ένας κλασσικός Έλληνας, ένας Πανέλληνας που έβαλε σάρκα και οστά στην έννοια του ζωγράφου. Ζωγράφος είναι αυτός που γράφει τη ζωή και ο Φαρδούλης έγραψε τη ζωή μέσα από τα έργα του. Ο Δημήτρης έγινε συνδημιουργός, ζωγραφίζοντας τον…  παραδεισένια τοπία. Την ζωγραφική του πρέπει να την δούμε σαν μία αυθεντική και αναγκαία έκφραση εκ μέρους του την οποία χαρακτηρίζουν η γενναιοδωρία πνεύματος και η αυθεντική ματιά του στον έμψυχο και άψυχο κόσμο που τον περιτριγύριζε, χωρίς ποτέ όμως να χάσει την ελληνικότητά του».

Όπως ο Θεόφιλος έτσι και ο Φαρδούλης ζωγράφιζε ό,τι έβλεπε.  Έκοβε φωτογραφίες προβάτων και αγελάδων από εφημερίδες και περιοδικά και τα χρησιμοποιούσε ως μοντέλα για να τα ζωγραφίσει στους πίνακές του. Ο πιο αγαπημένος πίνακας του Φαρδούλη ήταν «Η Δούλα», ένας πίνακας με κύριο θέμα την γάτα του την οποία επίσης ονόμαζε Δούλα».

Αυθεντικός όχι μόνο στην εικόνα της ζωής που έβαζε πάνω στον καμβά αλλά ακόμα και στα χρώματα που χρησιμοποιούσε. «Ο πατέρας μου ποτέ ανάμειξε τα χρώματα» λέει ο Πίτερ. «Κατευθείαν από το σωληνάριο, στην επιφάνεια» προσθέτει.

«Η αναγνώριση για τον Δημήτρη Φαρδούλη ήρθε καθυστερημένα» καταλήγει με πικρία ο γιός του. «Η ελληνική παροικία του Brisbane τον αγνόησε, τον θεωρούσαν απλοϊκό. Όταν ο εικαστικός κόσμος της Αυστραλίας αναγνώρισε το έργο του, τότε έδωσε σημασία και η ελληνική κοινότητα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ» λέει ο Πίτερ και προσθέτει, «Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός άνθρωπος που ζωγράφιζε απλά. Δεν ήταν απλοϊκός και δεν ζωγράφιζε απλοϊκά».