«Οι δυσκολίες με πεισμώνουν»

«Ο κ. Αντώνης Αδαμόπουλος είναι ο άνθρωπος που έσωσε μια μεγάλη ελληνική βιομηχανία, τη Shelman, από λουκέτο και τόνωσε την ελληνική οικονομία σε δύσκολους καιρούς» έγραψε πριν λίγο καιρό ο «Νέος Κόσμος».

 Και ο ίδιος, ως πρώην συμπάροικος συγκινείται ιδιαίτερα από το  δημοσίευμα της σχετικής είδησης, ειδικά από το «Νέο Κόσμο» και αποδέχεται με χαρά την πρότασή μου για συνέντευξη, παρόλο το φορτωμένο πρόγραμμά του. Δραστηριοποιείται ο ίδιος και η οικογένειά του (οι Αδαμόπουλος – Αγοραστός) στο χώρο της ξυλοβιομηχανίας εδώ και χρόνια με μεγάλη επιτυχία εντός και εκτός Ελλάδας, με 11 εργοστάσια, με καινοτόμα συστήματα και μεγάλες προοπτικές.

Αφού μας υποδέχεται (εμένα και τον αδερφό μου, Γιώργο, σε χρέη φωτογράφου) στο γραφείο του μίας εκ των επιχειρήσεων, της Alpha Wood, με σήμα το μπούμεραγκ,  στο  δέκατο χιλιόμετρο Λάρισας-Τυρνάβου μας περνάει από μια …«μίνι συνέντευξη».

 Απορεί και εκείνος με μας, γιατί γυρίσαμε, πως και πότε βρεθήκαμε στη Μελβούρνη, αν ξέρουμε κανένα ελληνοαυστραλιανό σύλλογο στη Θεσσαλία και πως τα περνάμε.
 «Δύσκολα πατριώτη» σκέφτομαι από μέσα μου, αλλά χαριτολογώντας του λέω πως έτσι όπως πάει θα μου φάει τη δουλειά… και προσπαθώ να μπω δυναμικά  στη συζήτηση:
-Πόσο ρίσκο αποτελεί η αγορά μιας παθητικής επιχείρησης εν καιρώ οικονομικής κρίσης;.
 -«Πρώτα θα σου πω για την Αυστραλία!» μου δηλώνει αποφασισμένος. «Άσε» σκέφτομαι, «αυτή η συνέντευξη θα κυλήσει από μόνη της». Χαλαρώνω, κάθομαι αναπαυτικά στην καρέκλα, ο θεσσαλικός κάμπος απέξω συνωμοτεί με τις ανοιξιάτικες αποχρώσεις  του και αφήνομαι στις διηγήσεις του κ. Αδαμόπουλου… καλύτερα έτσι!

«Το ’69 βρεθήκαμε μετανάστες από το Αργυροπούλι Λάρισας στη Μελβούρνη για ένα καλύτερο αύριο. Φύγαμε με τους γονείς μου από μια Ελλάδα που ακόμα προσπαθούσε να ορθοποδήσει από τους πολέμους και τις συμφορές και το όνειρό μας ήταν να πάμε κάπου να χορτάσουμε ψωμί. Στην Ελλάδα, τότε, θυμάμαι τα παπούτσια δεν τα φορούσαμε εκτός σχολείου για να μη χαλάσουν, κυκλοφορούσαμε ξυπόλητοι στη γειτονιά και όταν γύριζα το βράδυ από το παιχνίδι η μάνα μού έλεγε «δεν κάνει να φας τώρα, νύχτωσε, θα πεθάνει η μάνα σου άμα φας, αύριο φαγητό». Και άμα δε θες να πεθάνει η μάνα σου κοιμάσαι νηστικός… (κοιτάζει τη φωτογραφία της εκλιπούσας μητέρας του που κοσμεί τη βιβλιοθήκη και βουρκώνει).

Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών όταν πήγαμε στην Αυστραλία και παρόλο τις δυσκολίες με τα γράμματα και τη γλώσσα, ήμουν άριστος στα μαθηματικά και είχα φοβερή θέληση να δημιουργήσω. Παράλληλα με το σχολείο λοιπόν, πήγαινα νυχτερινό στο Sth Melbourne Technical School, δούλευα, έκανα αποταμίευση και στα δεκαοχτώ μου έκανα την πρώτη μου δουλειά, δύο επιχειρήσεις με έπιπλα κουζίνας, μπάνιου και εξοπλισμό μαγαζιών.».

ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΟΝΕΙΡΟ

«Ευχαριστώ το Θεό και τους γονείς μου που πήγαμε στη Μελβούρνη, περάσαμε καλά, μας δόθηκαν ευκαιρίες και δημιουργήσαμε. Περάσαμε μια δεκαετία όνειρο. Είχαμε ωραία σπίτια, αμάξια, τρώγαμε ό,τι θέλαμε, χορτάσαμε επιτέλους φαγητό. Νιώθαμε ασφάλεια, στα νοσοκομεία και παντού, χωρίς να χρειαστεί κάπου να ‘λαδώσεις’. Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν το οργανωμένο κράτος, η πειθαρχία, τα ίσα δικαιώματα. Ακόμη θέλω να τονίσω ότι η Αυστραλία είναι μία χώρα που δεν ξεχωρίζει τον μετανάστη από τον Αυστραλό, ίσα-ίσα τον βοηθάει κιόλας στην ένταξή του με μαθήματα, προγράμματα και σεμινάρια.

Πέρασα έντεκα χρόνια στην Αυστραλία τα οποία με έχουν σημαδέψει. Όλα αυτά τα νοσταλγώ! Αν δεν πηγαίναμε εκεί δεν θα ήμουν σήμερα εδώ. Εγώ τώρα αντιγράφω αυτά που έχω μάθει εκεί. Πέρα από τα αγγλικά τα οποία με βοηθάνε σε όλες μου τις συνδιαλέξεις με το εξωτερικό, έμαθα πως είναι η δουλειά, η οργάνωση, η πειθαρχία, το σύστημα και πως πρέπει να λειτουργεί μια βιομηχανία.».

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

«Στο μεταξύ διάστημα ήρθα στην Ελλάδα μία φορά για διακοπές, μου άρεσε πολύ καθώς είναι όντως η καλύτερη χώρα για διακοπές. Το ’80, στα εικοσιπέντε μου πλέον, γυρίσαμε μόνιμα οικογενειακώς. Με τον πατέρα μου και τον γαμπρό μου (τον άντρα της αδερφής μου) τον κ. Χρήστο Αγοραστό ξεκινήσαμε πάλι από το μηδέν κάνοντας μια μικρή επιχείρηση, πιο πολύ από την ανάγκη να φτιάξουμε το δικό μας σπίτι, τα κουφώματα και τα λοιπά. Με το γαμπρό μου συνεργαζόμαστε από την Αυστραλία ακόμα, ουσιαστικά μεγαλώσαμε μαζί και ό,τι κάνουμε με τις επιχειρήσεις μας είναι 50-50. Ξεκινήσαμε λοιπόν να δουλεύουμε σε μια πολύ κλειστή κοινωνία εδώ στην Ελλάδα, με κλειστές τις πόρτες όπου πηγαίναμε, καθώς εμάς τους ομογενείς μας θεωρούσανε χαζούς, η νοοτροπία ήταν να μας κοροϊδέψουν και να μας πάρουν τα λεφτά, άντε να το πω κομψά, να μας εκμεταλλευτούν.

Το ελληνικό δημόσιο δεν μας παρείχε καμία ιδιαίτερη προσοχή. Μόνοι μας παλέψαμε! Πιο πολύ κουράστηκα να βγάλω άκρη με τις υπηρεσίες στην Ελλάδα παρά στην Αυστραλία. Επειδή, όμως, εγώ είμαι πεισματάρης και έχω πολύ ισχυρό θέλω είπα «εδώ, όσο πιο δύσκολα, τόσο πιο πολύ θα τα καταφέρω». Το ‘80 που παντρεύτηκα συνειδητοποίησα ότι πρέπει πλέον να δουλέψω πιο σκληρά. Αρχίσαμε με μια μικρή βιοτεχνία επίπλων και μετά σιγά-σιγά φτάσαμε σήμερα να έχουμε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό γύρω στα δεκαέξι εργοστάσια. Απασχολούμε 1400  άτομα, 1200 στην Ελλάδα και άλλα 200 στην Βουλγαρία , Ρουμανία και στην Ευρώπη”.

«ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΕ, ΔΙΚΟ ΣΟΥ»

Μένω έκπληκτη! Διακόπτω τη ροή της συνέντευξης να εκφράσω το θαυμασμό μου, αλλά θέλω και να μάθω «το πως» και το που αποδίδει την τεράστια επιτυχία του. «Άμα έχεις ζήσει μετανάστης… τα καταφέρνεις. Άμα έχεις κοιμηθεί νηστικός και κάνεις όνειρα πως μπορείς να αναπτυχθείς, βάζεις στόχους τα καταφέρνεις. Θέληση και πείσμα και φυσικά δουλειά, μια ζωή δουλειά και ακόμα τώρα σκληρή δουλειά. Πεισμάτωσα και έκανα μια εταιρία πολύ μοντέρνα και πρώτη. Το ’84 κάναμε την Alpha Wood εδώ στη Λάρισα και αργότερα επεκταθήκαμε με άλλο εργοστάσιο στον Πλαταμώνα. Το 2000 αγοράσαμε στη Βουλγαρία το μεγαλύτερο εργοστάσιο των Βαλκανίων και το ονομάσαμε Alpha Wood Bulgaria.

Το 2004, αποκτήσαμε το εργοστάσιο Πίνδος  που ανήκε στο ελληνικό δημόσιο και έβγαινε προς πώληση λόγω μεγάλων χρεών. Χαρακτηριστικά στη σύσκεψη που είχαμε όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές με τους υπουργούς πήρα το λόγο τελευταίος και τους έδειξα τον παγκόσμιο χάρτη με τα εργοστάσια παραγωγής ξύλου MDF. Ο χάρτης είχε μία μοναδική ελληνική σημαία, στο εργοστάσιο Πίνδος στα Γρεβενά. Τους είπα λοιπόν ότι αν το κλείσουν το εργοστάσιο θα χαθεί η ελληνική σημαία από το χάρτη. Γύρισαν λοιπόν όλοι οι υπουργοί και μου είπαν «Αδαμόπουλε, δικό σου!».

Στα Γρεβενά φέραμε καινούριο εξοπλισμό 70 εκ. ευρώ και έκανα ένα σύγχρονο και καινοτόμο εργοστάσιο. Έρχονται από όλο τον κόσμο να το δούνε, από Ισπανία, Τυνησία, Κορέα,  έχουν έρθει οι Γερμανοί που είναι τρίτη γενιά βιομήχανοι να δούνε τις καινοτομίες μας.»

Η ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ SHELMAN ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«H Shelman είναι μια πολύ μεγάλη επιχείρηση με ένα τεράστιο εργοστάσιο στη Χαλκίδα με δικό του λιμάνι και παραρτήματα στην Πάτρα, Κομοτηνή, Αθήνα και Ρουμανία. Αποτελεί όμως και ένα πολύ δύσκολο κομμάτι γιατί έχει συσσωρευμένες ζημιές 80 εκ. ευρώ από λάθος διαχείριση. Φέτος, ο στόχος μας είναι να μη χάσει η εταιρία και ήδη από το πρώτο management είχαμε αύξηση του τζίρου όταν όλοι είχαν πτώση. Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης αυτός είναι ένας δύσκολος και σκληρός στόχος, αλλά πιστεύω ότι θα τον πετύχουμε.

Είμαστε μια καλή ομάδα ανθρώπων και στελεχών με ζήλο για τη δουλειά, ξέρουμε το αντικείμενο και πιστεύω να τη γυρίσουμε σε κέρδος. Όσον ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία πρέπει να γίνει ένα συμμάζεμα. Πέρα από την κρίση στην παγκόσμια οικονομία πρέπει να γίνει ένα συμμάζεμα στη δημόσια διοίκηση γιατί όλα λειτουργούν με ένα πολύ αργό ρυθμό και όλο και μεγαλώνει το χάσμα με τις υπόλοιπες χώρες. Η γραφειοκρατία που επικρατεί στη δημόσια διοίκηση φρενάρει την ανάπτυξη, ευνοεί τη διαφθορά και μας οδηγεί σε ύφεση. Θεωρώ ότι είμαστε στην αρχή της κρίσης, αντέχουμε ακόμα λόγω της μεγάλης παραοικονομίας που πέρα από τις στατιστικές θεωρώ ότι είναι πάνω από το 50 τοις εκατό. Εμάς τώρα στόχος μας δεν είναι να κερδίζουμε αλλά να αντέξουμε την κρίση ώσπου να έρθουν καλύτερες μέρες.

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
 
Δημιουργούμε το έδαφος να επεκταθούμε. Σκοπός μας είναι η Αμερική και η Αφρική. Ήδη επισκέφθηκα τον πρόξενο της Καμπόν για να πάμε να κάνουμε μια μονάδα εκεί και μία στην Αμερική. Στα σχέδια μου όμως είναι και η Αυστραλία, πιο πολύ για να διατηρώ τους δεσμούς και να βρίσκω αφορμή να έρχομαι και όχι τόσο για να κερδίσω. Από τα δύο ταξίδια μου στην Αυστραλία αυτό που έμεινε είναι όταν μετά από δεκαεφτά χρόνια επέστρεφα για πρώτη φορά και ο υπάλληλος στον έλεγχο διαβατηρίων με καλωσόρισε λέγοντάς μου «Welcome back home», με συγκίνησε πραγματικά.

Η Μελβούρνη έχει  αλλάξει και ομορφύνει πάρα πολύ. Απ’ τις  αγαπημένες μου διαδρομές ωστόσο ήταν έξι η ώρα το πρωί από το Hilton όπου μέναμε σηκωνόμουν και περπατούσα στην παλιά μου γειτονιά, το Richmond, το σταθμό του τρένου, να ηρεμήσω, να θυμηθώ.. άλλο να πας μετανάστης σ’ έναν τόπο και άλλο τουρίστας. Σήμερα δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά! Σκοπεύουμε να ξαναεπισκεφθούμε οικογενειακώς την Αυστραλία το Δεκέμβρη με Ιανουάριο να δούμε φίλους, κουμπάρους, να θυμηθούμε, να ξεκουραστούμε και να περάσουμε καλά!