Για αποπροσανατολισμό εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου από την ουσία του όλου ζητήματος, ήτοι την επιμονή της Εκκλησίας να μην πληρώσει τις οφειλές της στην Πολιτεία, έκανε χθες λόγο ο γενικός εισαγγελέας, ο οποίος ένιωσε την ανάγκη να συγκαλέσει δημοσιογραφική διάσκεψη για να προστατέψει το θεσμό του γενικού ελεγκτή, αλλά πολύ περισσότερο την ίδια τη Χρυστάλλα Γιωρκάτζη. Η οποία, όπως δήλωσε ο κ. Κληρίδης, πλήγηκε από τις «απαξιωτικές και βάναυσες» δηλώσεις του Προκαθήμενου της Εκκλησίας.

Ο Χρυσόστομος Β΄ μετά τις ενώπιον των βουλευτών, απαξιωτικές δηλώσεις του για το Δικαστικό Σώμα – είχε δηλώσει ότι ακόμη και αν το κράτος οδηγήσει την Εκκλησία στο δικαστήριο και αυτό αποφανθεί ότι η Εκκλησία πρέπει να πληρώσει τα 169 εκατ. ευρώ τα οποία οφείλει, δεν θα το πράξει- απαξίωσε τώρα και τον κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα ανεξάρτητο θεσμό του γενικού ελεγκτή.

Σε δηλώσεις του στο Τρίτο Πρόγραμμα του ΡΙΚ έκανε λόγο για λαϊκισμό εκ μέρους της κ. Γιωρκάτζη, αποδίδοντάς της σκοπιμότητα για το θέμα της συμφωνίας για την επιμισθία των κληρικών της υπαίθρου. Είπε επί λέξει: «Και πού πήγε (σ.σ. η γενική ελέγκτρια), να ανοίξει τα φάιλ, να εύρει τη συμφωνία προ 40 χρόνων που έκανε ο Μακάριος με την Κυβέρνηση, αφού τους δώσαμε πρώτα 15.500 σκάλες γης, για να δίνουν ένα μικρό επιμίσθιο για τους παπάδες της υπαίθρου; Και πήγε να το ανασκαλίσει, να το πάρει στον Πρόεδρο, να πουλήσει μούρη για να κόψουν το επιμίσθιο στους παπάδες και να μην σεβαστούν τη συμφωνία που έκαναν τότε. Με κάνουν να βγαίνω έξω από τα ρούχα μου όταν βλέπω αυτές τις συμπεριφορές. Δεν είναι η δουλειά της να ελέγξει μια συμφωνία, μετά από 40 χρόνια».

Η ιδία η γενική ελέγκτρια δεν θέλησε να προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση μετά τις αιχμές του Αρχιεπισκόπου. Εξάλλου, όπως ανέφερε στον στενός της συνεργάτης, η γενική ελέγκτρια ενεργεί στο πλαίσιο των προνοιών του Συντάγματος ως ανεξάρτητος θεσμός για τον έλεγχο των δημοσίων λογαριασμών.

Ωστόσο, στις αιχμές του Αρχιεπισκόπου, επέλεξε να απαντήσει ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πέτρος Κληρίδης. Ο κ. Κληρίδης, εμφανώς ενοχλημένος για την επίθεση προς τη γεν. ελέγκτρια, υπέδειξε ευθέως ότι «δεν μπορεί να μας αποδίδονται αυτά τα αλλότρια κίνητρα κάθε φορά που κάνουμε μια ενέργεια». «Γιατί είναι λαϊκισμός αυτά τα οποία έγραψε η κυρία Γιωρκάτζη;», διερωτήθηκε και πρόσθεσε: «Και σε ποιον θέλει να είναι αρεστή δηλαδή;». Ο γενικός εισαγγελέας προχώρησε ακόμη περαιτέρω, επισημαίνοντας το αυτονόητο.

Ότι η κ. Γιωρκάτζη δεν έχει κανένα λόγο να είναι αρεστή στον οποιονδήποτε, καθώς, όπως είπε, διατηρεί τη θέση της χωρίς κανένας να τη μετακινεί μέχρις ότου συμπληρώσει το όριο ηλικίας αφυπηρέτησης. «Επομένως, δεν χρειάζεται να είναι σε κανέναν αρεστή, ούτε και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας», κατέληξε.

ΑΠΟ ΤΟ 2004

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ θεώρησε (λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται) ότι η κ. Γιωρκάτζη επανέφερε το θέμα μόλις το 2007, στην τότε ετήσια έκθεσή της. Ωστόσο, εάν οποιοσδήποτε καλόπιστος αναγνώστης ανατρέξει και στην ετήσια έκθεσή της για το 2004, θα διαπιστώσει ότι οι εισηγήσεις της για επαναξιολόγηση της συμφωνίας καταγράφονταν και εκεί. Μόνη διαφορά ήταν ότι δεν ήταν στο ίδιο υποκεφάλαιο που γινόταν αναφορά, όπως αυτές καταγράφονταν στις εκθέσεις του 2007 και 2008. Στις εν λόγω εκθέσεις το θέμα της κρατικής αρωγής του Εφημεριακού Κλήρου της υπαίθρου υπαγόταν κάτω από το κεφάλαιο που αφορούσε το τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, ενώ σε αυτήν του 2004 κάτω από το γενικότερο κεφάλαιο που αφορούσε το υπουργείο Οικονομικών. Επομένως, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας, άδικα ο Αρχιεπίσκοπος προέβη στις βάναυσες, όπως τις χαρακτήρισε, δηλώσεις για τη γενική ελέγκτρια.

ΣΦΥΡΟΥΝ ΑΔΙΑΦΟΡΑ

Πέραν, ωστόσο, από τις απαξιωτικές δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου, τόσο προς τη Δικαστική όσο και προς την Εκτελεστική Εξουσία, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας έπληξε εμμέσως τις τελευταίες μέρες και το κύρος της Νομοθετικής Εξουσίας, η οποία φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης τη επιτροπής Ελέγχου, πολλοί βουλευτές έσπευσαν να επαινέσουν τον Μακαριότατο και την Εκκλησία και δεν αντέδρασαν, όπως ανέφερε ο βοηθός γενικός εισαγγελέας, «στην κάθετα και απόλυτα αντινομική και απαράδεκτη δήλωσή του μέσα στη Βουλή».

Ακόμη και ο ίδιος ο γενικός εισαγγελέας, απαντώντας χθες σε ερώτηση κατά πόσο το όλο θέμα είναι καθαρά νομικό και επομένως εάν οι βουλευτές θέλουν οριστική ρύθμιση θα μπορούσαν να τροποποιήσουν το επίμαχο, όχι όμως θεμελιώδη άρθρο 23.9 του Συντάγματος το οποίο παρέχει το προνόμιο στην Εκκλησία να μην συναινεί στην καταβολή φόρων, απάντησε ότι έχει κάθε δικαίωμα η Βουλή να τροποποιήσει το Σύνταγμα.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Όσον αφορά στο επίμαχο προσχέδιο συμφωνίας που συνομολογήθηκε το 2005 μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, ο γενικός εισαγγελέας ανέφερε χθες ότι δεν σχολίασε αν ήταν ετεροβαρές ή όχι όταν του ζητήθηκε η άποψη. Κάτι το οποίο έπραξε καθηκόντως η γενική ελέγκτρια και για το οποίο την έψεξε ο Αρχιεπίσκοπος. «Κατά την άποψή της, είναι ετεροβαρής. Από τη στιγμή που μου δίνει το δικαίωμα το Σύνταγμα να μην πληρώνω ούτε ένα ευρώ και έρχομαι θεληματικά και πληρώνω, και λέω ότι όλους τους φόρους θα τους πληρώνω εκτός για τη μη αξιοποιημένη ακίνητη περιουσία, από πού βρίσκει ότι είναι ετεροβαρής για το Κράτος; Ετεροβαρής μπορεί να είναι, για την Εκκλησία.

Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος και ενώ δήλωνε αρχικά στο Τρίτο ότι είναι πρόθυμος να επαναδιαπραγματευτεί με την Πολιτεία νέα συμφωνία, κατέληξε στο τέλος των δηλώσεών του να λέει ότι η βάση, ήτοι το προσχέδιο που διαγράφει όλα τα χρέη, από το πρώτο κιόλας άρθρο του, δεν μπορεί να αλλάξει. «Από μηδενική βάση δεν θα συνομιλούμε για πατάτες ή κολοκάσι. Και να θέλουμε να αλλάξουμε τη βάση, η βάση είναι ίδια», κατέληξε.

ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 23.9

Στις δηλώσεις του, ο Αρχιεπίσκοπος επανέλαβε ότι το Σύνταγμα προστατεύει την περιουσία της Εκκλησίας. «Ο νομοθέτης, για να εξαιρέσει την Εκκλησία και όχι άλλους, είχε κάποιο λόγο. Η Εκκλησία προσφέρει υπηρεσίες σε αυτό το λαό χωρίς να πληρώνεται από το κράτος. Εγώ δεν ξέρω κανένα που προσφέρει υπηρεσίες στο λαό και δεν πληρώνεται».

Εύλογα ωστόσο μπορεί να διερωτηθεί κανείς γιατί ο νομοθέτης που επικαλείται ο Αρχιεπίσκοπος, θέλοντας να προστατεύσει την περιουσία της Εκκλησίας, δεν την εξαίρεσε εξαρχής από όλες τις φορολογίες, παρά επισήμανε ότι απαιτείται η συναίνεσή της. Εύλογα επίσης διερωτάται κανείς αν το «συναινεί» μεταφράζεται σε απορρίπτει ή οφείλει, κάτι που θα διαφανεί σε περίπτωση που το άρθρο εξεταστεί στο δικαστήριο.

Απαντώντας στο ερώτημα αν το άρθρο έχει δοκιμαστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1999, ο κ. Κληρίδης είπε ότι το δικαστήριο είχε πει «ότι υπάρχει υποχρέωση της Εκκλησίας να πληρώνει τους φόρους και αφήνει ανοικτό το θέμα τού κατά πόσον οι αποφάσεις αυτές μπορούν να εκτελεστούν».

ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΠΥΡΑ – ΑΥΤΑΡΧΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ

Ενώ προχθές ο Αρχιεπίσκοπος δήλωνε ικανοποιημένος από τη στάση πολλών βουλευτών, οι οποίοι στη συνεδρία της επιτροπής Ελέγχου ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των θέσεών του, χθες μετά το σάλο που ξέσπασε, αρκετοί ήταν αυτοί που διαχώρισαν τη θέση τους. Στον βουλευτή του ΔΗΣΥ, Χ. Στυλιανίδη, «προκαλεί αλγεινή εντύπωση το αυταρχικό πρόσωπο που εκπέμπει ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας και δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς σε σχέση με το ύφος που η Εκκλησία ως θεσμός συναινετικός και αγαπητικός οφείλει να εκπέμπει».

Με έντονα καυστικό ύφος ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, Αρ. Γεωργίου, κάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο να αναλογιστεί τις δυσκολίες που περνά η Κύπρος εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Ατυχείς χαρακτήρισε τις χθεσινές τοποθετήσεις του Χρυσόστομου Β΄, ο βουλευτής του ΔΗΣΥ και πρόεδρος της επιτροπής Ελέγχου, Γιώργος Γεωργίου, υπογραμμίζοντας ότι «δεν έπρεπε να γίνει δήλωση, διότι δίνει λανθασμένα μηνύματα στον κάθε Κύπριο φορολογούμενο, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει νομοθετική πρόνοια που μόνο με τη συναίνεση της η Εκκλησία μπορεί να πληρώσει οφειλές προς το Κράτος».

Ο βουλευτής των Οικολόγων, Γιώργος Περδίκης, ερμήνευσε τη στάση του Αρχιεπισκόπου ως διαπραγματευτική τακτική, διατυπώνοντας τη θέση ότι η Κυβέρνηση πρέπει να επιδιώξει τη διαπραγμάτευση με την Εκκλησία. Διαφορετική άποψη έχει ο βουλευτής του ΔΗΚΟ, Ανδρέας Αγγελίδης, ο οποίος ανέφερε ότι «ακόμη και το Κράτος, δεν συμμορφώνεται με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Ο βουλευτής του ΔΗΚΟ εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του γιατί η Βουλή δεν ενέκρινε πρόταση νόμου, η οποία προβλέπει, όπως εξήγησε, «να υπάρχει ευθύνη έναντι εκείνων που δεν εφαρμόζουν τις δικαστικές αποφάσεις, άρα, να μην εξειδικεύουμε τα θέματα», κατέληξε. «Αν υπάρχει αξιωματούχος της Πολιτείας που λέει ότι δεν πρόκειται να τηρήσει και να σεβαστεί απόφαση του δικαστηρίου, θα πρέπει να πάει στο σπίτι του», ήταν η απάντηση του γενικού εισαγγελέα.