Πριν λίγες μέρες, η δημοφιλέστερη ενημερωτική εκπομπή της αυστραλιανής τηλεόρασης «60 Minutes», δια του παρουσιαστή της Ρέϊ Μάρτιν, χαρακτήρισε «Νικόλ Κίντμαν της Ελλάδας» την ηθοποιό Ζέτα Μακρυπούλια, σε μια εκπομπή-ύμνο για την Ελλάδα και ειδικά για τη Μύκονο, που ήταν αφιερωμένη στη νέα ταινία «Βασιλιάδες της Μυκόνου».

Πρόκειται για μια ελληνο-αυστραλιανή παραγωγή, η παγκόσμια πρεμιέρα της οποίας έγινε την Τρίτη, 11 Μαΐου στη Μελβούρνη, από όπου κατάγεται ο πρωταγωνιστής και εμπνευστής της, Νίκος Γιαννόπουλος.

Σε αποκλειστική συνέντευξή του στο «Νέο Κόσμο», ο δημοφιλής ομογενής κωμικός, Νίκος Γιαννόπουλος, διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό του Ρέϊ Μάρτιν για τη Ζέτα Μακρυπούλια.

«Εγώ θα έλεγα ότι είναι η Κατρίν Ντενέβ της Ελλάδας» παρατηρεί και συμπληρώνει:
«Η Ζέτα είναι καταπληκτικό ταλέντο. Ελπίζω να πάει στο Χόλιγουντ. Είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρει. Η κινηματογραφική κάμερα, όπως και οι άνδρες, την ερωτεύεται αμέσως. Έχει μια εντυπωσιακή, μυστηριώδη ποιότητα μπροστά στην κάμερα. Να το γράψεις: Πρέπει να πάει στο Χόλιγουντ. Τα δε αγγλικά της είναι πολύ καλύτερα από ό,τι η ίδια νομίζει».

Χείμαρρος ο Νίκος Γιαννόπουλος όταν μιλά για την Ζέτα Μακρυπούλια:
«Θυμάμαι», λέει, «ότι μας την είχαν προτείνει για την ταινία. Ήμουν με τον σκηνοθέτη μας, Πίτερ Ανδρικίδη, όταν ήρθε για να την δούμε. Μπαίνει μέσα μια πανέμορφη, ψηλή ξανθιά και λάμπει ο τόπος…  Κοιταζόμαστε και οι δυο και διερωτόμαστε; Ξέρει να υποκρίνεται;
«Αν ήξερε λέει…  Καταπληκτική. Και στην εμφάνιση και στο τραγούδι και στο χορό».

Ο Νικ Γιαννόπουλος χαίρεται που η εκπομπή «Dancing With the Stars» που παρουσιάζει αυτή την εποχή η Ζέτα στην Ελλάδα, σημειώνει μεγάλη επιτυχία
«Λυπάμαι μόνο που λόγω αυτής της επιτυχίας δεν μπόρεσε να έρθει στην Αυστραλία για την πρεμιέρα, αλλά δεν πειράζει», μας λέει.

Ο ΡΑΣΕΛ ΚΡΟΟΥ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ

Και μπορεί η Ζέτα Μακρυπούλια να μην μπόρεσε να βρεθεί στην παγκόσμια πρεμιέρα του φιλμ «Βασιλιάδες της Μυκόνου» στην Αυστραλία, αλλά στην προβολή της ίδιας ταινίας στη… Μύκονο ενδέχεται να παραστεί ο βραβευμένος με Όσκαρ, Ράσελ Κρόου.

Ο Ράσελ Κρόου είναι «κολλητός» με τον Νικ Γιαννόπουλο. Η στενή φιλική τους σχέση πάει πίσω σχεδόν 20 χρόνια. Τότε που ο Νικ Γιαννόπουλος μαζί με άλλους ομογενείς ηθοποιούς παρουσίαζαν την κωμική τηλεοπτική σειρά «Acropolis Now» που αυτοσαρκαζόταν τους Έλληνες μετανάστες και σατίριζε τους Αυστραλούς.
Τότε, λοιπόν, προσπαθούσε να κάνει καριέρα στην τηλεόραση ο Ράσελ Κρόου και ο Νίκος Γιαννόπουλος ήταν ο πρώτος που τον έβγαλε στο γυαλί.
«Του έδωσα να ερμηνεύσει το ρόλο ενός Άγγλου ποδοσφαιριστή. Επέμεινε να του πω από ποιο μέρος και του απάντησα από το Λονδίνο. Στη συνέχεια, ήθελε να του πω και το προάστιο. Με έπρηξε… Του είπα ένα προάστιο στην τύχη. Την δεύτερη μέρα ήρθε και ερμήνευε τον ρόλο του με την προφορά του συγκεκριμένου προαστίου. Τα έχασα… Θυμάμαι που γύρισα και είπα στην συνάδελφό μου Μαίρη Κούστα ότι ο άνθρωπος αυτός ή είναι ψώνιο ή θα πάρει Όσκαρ. Τελικά, πήρε δυο Όσκαρ μέχρι σήμερα…».

Τώρα ο Ράσελ Κρόου, που βρίσκεται στην Ευρώπη προωθώντας τη νέα του ταινία, υποσχέθηκε στο Γιαννόπουλο ότι, αν τα καταφέρει, θα πάει στη Μύκονο για την προβολή του φιλμ «Βασιλιάδες της Μυκόνου» μιας «και λατρεύει την Ελλάδα και τους Έλληνες», όπως λέει ο «κολλητός του» Νικ…

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Ο Ράσελ Κρόου δεν είναι ο μόνος ηθοποιός που έχει εντυπωσιάσει τον Νικ Γιαννόπουλο. Εντυπωσιασμένος είναι και με τους Έλληνες ηθοποιούς, αλλά και τους τεχνικούς.
«Δεν βρίσκω λόγια να τους περιγράψω», μας λέει και συμπληρώνει:
«Ο Δημήτρης Σταρόβας, εξαιρετικός ηθοποιός. Για μένα είναι ο Τζο Μπελούτσι της Ελλάδας. Αρρενωπός ο Μάνος Γαβράς, πολύ καλή η Γαλήνη Τσέβα. Όλοι τους, δεν θέλω να αδικήσω κανένα».

Ο Γιαννόπουλος υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι το συνεργείο είχε την αμέριστη συμπαράσταση των Αρχών και της κοινωνίας της Μυκόνου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

 Δηλώνει, επίσης, ενθουσιασμένος που ένα όνειρό του έγινε πραγματικότητα, αφού πάντα ήθελε να γυρίσει ταινία στην πατρίδα των γονιών του, και μέσα από αυτή να δώσει εικόνα στα συναισθήματά του.

«Εκτιμώ απεριόριστα τους Μυκονιάτες. Με βοήθησαν ιδιαίτερα. Μα πάνω από όλα, τους εκτιμώ γιατί, ουσιαστικά, μετέτρεψαν ένα ξερό νησί σε ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα και πανέμορφα μέρη του κόσμου», λέει.

 «Αυτός, εξάλλου, είναι ένας από τους λόγους που θέλησα να κάνω την ταινία μου στη Μύκονο. Ήθελα να δείξω σε όλο τον κόσμο πόσο όμορφη είναι η Ελλάδα. Εμείς οι Έλληνες του εξωτερικού την βλέπουμε πανέμορφη και αυτό ήθελα να το περάσω και από την ταινία μου. Το αποτέλεσμα νομίζω ότι με δικαιώνει, αν κρίνω από τα σχόλια αυτών που είδαν το φιλμ».

Ο Νικ Γιαννόπουλος δεν παραλείπει να σημειώσει ότι, για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε Ελληνοαυστραλούς που «λατρεύουν την Ελλάδα».
Συμπληρώνει, όμως, ότι τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα μόνο θλίψη του προκαλούν.

«Λυπάμαι που το λέω, αλλά η ταινία είναι επίκαιρη και προφητική», μας λέει και συνεχίζει:
«Στιγματίζει την διαφθορά, τα φακελάκι. Καθιερώνει τον όρο Grecoconomy, την φιλοσοφία της αρπαχτής που έφερε την χώρα σχεδόν στην πτώχευση.
«Στην ταινία ο Άλεξ Δημητριάδης ενσαρκώνει το ρόλο ενός διεφθαρμένου οικοπεδοφάγου. Και δεν είναι τυχαίο ότι κάποια στιγμή η Ζέτα Μακρυπούλια τον ξαπλώνει κάτω με γροθιά. Πρόκειται για μια συμβολική σκηνή. Η ωραία, υπερήφανη, αξιοπρεπής Ελλάδα σκοτώνει το αμαρτωλό παρελθόν της. Θέλω, εύχομαι, όλοι οι Έλληνες να εργαστούν σκληρά, να ξεπεράσουν τον εαυτό τους να θέσουν στο περιθώριο τη μικρή μειοψηφία των κλεφτών, των καιροσκόπων».

Σύμφωνα με το σενάριο του Γιαννόπουλου, που συνυπογράφει με τον, επίσης ομογενή, Κρις Αναστασιάδη, ο Στιβ Καραμίτσης (Νικ Γιαννόπουλος) έρχεται στην πατρίδα, παρέα με τον φίλο του Φρανκ (Βινς Κολοσίμο) για να διεκδικήσει, ως κληρονόμος, έκταση σε παραθαλάσσια περιοχή της Μυκόνου και, με την ευκαιρία αυτή, ο κολλητός του να ανακάμψει από ένα επεισοδιακό διαζύγιο και να ξαναβρεί τη «φόρμα» του με τις γυναίκες.

 Ο Γιαννόπουλος λέει ότι μέσα από το ίδιο φιλμ θέλει να περάσει το μήνυμα πως οι Έλληνες της Αυστραλίας είναι «δυο φορές Έλληνες».

«Υπερήφανοι για την ελληνική καταγωγή τους, αλλά συγχρόνως και Αυστραλοί. Γι’ αυτό υπάρχουν αναφορές και στην αυστραλιανή ιστορία».
Εξάλλου, ο ίδιος στήριξε την καριέρα του σ’ αυτό το στοιχείο: Στην ελληνική καταγωγή του. Και μέσα από την τέχνη του (θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφο) έκανε τα Ελληνόπουλα υπερήφανα για την καταγωγή τους και συνέβαλε ώστε οι Αυστραλοί να αποδεχθούν τους μετανάστες ως ισότιμους πολίτες.
Ο Νικ Γιαννόπουλος έζησε τον ρατσισμό στο πετσί του κατά τα παιδικά του χρόνια, αλλά και γνώρισε και γνωρίζει και την αποδοχή και την αποθέωσή του.
«Όταν ήμουν μικρός», λέει, «ήθελα να αλλάξω το όνομά μου. Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, μαζί με τον πατέρα μου, το έκανα μικρό παιδί το ’77. Μόλις φτάσαμε στην Αθήνα, είδα μια τεράστια πινακίδα «Γιαννόπουλος»! Αυτό ήταν…  Αγάπησα το όνομά μου και λάτρεψα την Ελλάδα».
Ο ίδιος θυμάται ότι γεννήθηκε…  ηθοποιός.

«Οι γονείς μου εργάζονταν και οι δυο. Ήμουν μόνος στο σπίτι και έφτιαχνα διάφορες ιστορίες. Είδωλό μου ήταν ο πατέρας μου. Ο καλαμπουρτζής και ο γλεντζές της παρέας. Ήθελα να του μοιάσω. Η μάνα μου ήταν σοβαρή, αλλά πήρα και από τους δυο.

«Αργότερα, ο πατέρας μου αποκάλυψε ότι και ο ίδιος ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά δεν τα έβγαζε πέρα οικονομικά. Με πίκρανε αυτό».
 Ο πατέρας του, που πάει κάθε χρόνο στην Ελλάδα, δεν θέλει να μείνει ούτε στιγμή στην Αθήνα.
«Από το “Ελευθέριος Βενιζέλος” στην Καλαμάτα και στους Γαργαλιάνους», λέει ο Νικ, σημειώνοντας ότι «άλλαξε πολύ η Ελλάδα και στον πατέρα μου δεν αρέσει πλέον καθόλου η Αθήνα».

Ο πατέρας του τα βάζει και με τους Γερμανούς που καθυστέρησαν να δώσουν τα λεφτά στην Ελλάδα αλλά ο Νίκος διαφωνεί.
«Οι Γερμανοί αγαπούν την Ελλάδα. Οι περισσότεροι τουρίστες που την επισκέπτονται είναι από τη Γερμανία. Και αγόρασαν και τα δικαιώματα της ταινίας μου», λέει.
 Δεν παραλείπει να πει δυο λόγια και για τον Άλεξ Δημητριάδη, εκ των πρωταγωνιστών, σημειώνοντας ότι τα γυρίσματα διακόπηκαν για μερικές μέρες λόγω του θανάτου της μητέρας του Άλεξ.

Ο γνωστός ηθοποιός (έπαιξε και στο ελληνικό φιλμ «Γαμήλιο Πάρτι») υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο Σίδνεϊ για την κηδεία της λατρευτής του μητέρας Μπέτυ, στην οποία ήταν ιδιαίτερα αφοσιωμένος.

Μετά την κηδεία, πήγε ξανά στη Μύκονο για την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας του Γιαννόπουλου.

«Είναι εκπληκτικός επαγγελματίας», λέει ο Νικ και συμπληρώνει:
«Εύχομαι όλη αυτή η προσπάθεια τόσων ανθρώπων να βρει απήχηση».
Η εφημερίδα «Herald Sun», με κυκλοφορία 600.000 φύλλων, δεν έχει καμιά αμφιβολία.
«Ο άνθρωπος αυτός», γράφει, «έκανε την καταγωγή του κινηματογραφική βιομηχανία και τώρα επιστρέφει με μια νέα επιτυχία, συνδέοντας όλους τους παλιούς φίλους».