Όσες φορές και αν επιστρέψουμε στον γλυκό Αργοσαρωνικό, είναι καλά. Τα νησιά του είναι κάτι σαν κομμάτι της Αθήνας: πατρίδα! Πήγαμε ανοιξιάτικα στον Πόρο, για να δούμε τι έμεινε από τα λαμπερά χρόνια της ακμής και από το πέρασμα των ποιητών από εδώ. Και να, ένα αγαπημένο νησί, πράσινο και γαλανό…

 «… Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως πλέαμε ανάμεσα σε δρόμους. Η είσοδος του πλοίου στον Πόρο σού δίνει την εντύπωση βαθέος ονείρου…» Αυτά γράφει ο Χένρι Μίλερ και σκέφτομαι ότι δεν έχει περιγράψει κανείς καλύτερα τον ερχομό του στο νησί. Το πλοίο δένει κάτω από τα σπίτια, σε μία από τις γραφικότερες προκυμαίες της Μεσογείου (αν και έχασε μέρος της γραφικότητάς της από την ατυχή ανάπλαση, που δημιούργησε ένα αχανές και άναρχο πάρκινγκ μπροστά στις ταβέρνες). Τα σπίτια στον Πόρο ξετυλίγονται σαν πολύχρωμη δαντέλα δίπλα στους μόλους με τα ψαροκάικα, τα κότερα και τα φεριμπότ. Μια ανάσα απέναντι, ο Γαλατάς. Δίκιο έχει ο Μίλερ, νιώθεις ότι πλέεις μέσα σε σπίτια!

Ας περπατήσουμε όμως λίγο και ανάμεσα στα σπίτια. Νεοκλασικά σχεδόν όλα. «Νεοκλασικά με ύφος νησιώτικο», μου λέει η Ζωή Γκρουμούτη, ειδική σύμβουλος Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Δήμο Πόρου, που μας συνοδεύει στον περίπατο. Ανηφορίζουμε την οδό Μητροπόλεως, το κεντρικό καλντερίμι που οδηγεί στη Μητρόπολη, τον Άγιο Γεώργιο. Τριγύρω σπίτια με παστέλ χρώματα, νεοκλασικά γείσα, αετώματα, παραστάδες, γραφικά μπακάλικα και ταβερνούλες. Ο ναός επιβλητικός, αλλά ο τρούλος σκορπάει δέος. Είναι ζωγραφισμένος από τον Κωνσταντίνο Παρθένη. «Του έδιναν πέντε ελιές και ένα κομμάτι ψωμί και ζωγράφιζε όλη μέρα στις σκαλωσιές…» αναφέρει η Ζωή.

Η θέα από το Ρολόι είναι μαγευτική: κόρφοι γαλανοί, πράσινο έως κάτω, απέναντι μια γλώσσα στεριά να τρυπάει το υδάτινο στενό. Το Ρολόι είναι χτισμένο πάνω σε βράχο, ηφαιστειακό ανδεσίτη. Γιατί το νησάκι όπου χτίστηκε ο Πόρος δημιουργήθηκε από έκρηξη του ηφαιστείου των Μεθάνων. Σφαιρία το έλεγαν οι αρχαίοι, προς τιμήν του ηνίοχου του Πέλοπα, Σφαίρου, που ήταν θαμμένος εδώ. Το άλλο μεγάλο νησί (ενωμένα με διώρυγα σήμερα), το σκεπασμένο με αχανή πευκοδάση, λεγόταν Καλαυρία, προς τιμήν της καλής αύρας του Σαρωνικού που το φυσάει. Η Σφαιρία ονομαζόταν και Ιερά από τότε που χτίστηκε εδώ ναός της Αθηνάς Απατουρίας.

 «Οι λεμονιές; Οποιανού του αρέσει το ωραίο βάζει λεμονιές…» λέει γελώντας η κυρία Κατερίνα Μακρή καπνίζοντας στο παράθυρό της, στην Μπρίνια, ψηλά πάνω από την πόλη. Εδώ οι γειτονιές είναι πιο φτωχικές, τα σπιτάκια χαμηλά, με μικρές αυλίτσες, λιγότερο λαμπερά από τα παλάτια της ακτής. «Στον Πόρο ζουν περίπου 2.500 άτομα», μου έλεγε πριν η αντιδήμαρχος Ματούλα Μητσοπούλου. «Κυρίως από τον τουρισμό, τις υπηρεσίες και λίγοι από την αγροτική παραγωγή». Η οποία, σχεδόν στο σύνολό της (εκτός από τα αμπελάκια της Καλαυρίας), βρίσκεται στην απέναντι ακτή: στο Λεμονοδάσος και στους ελαιώνες. «Οι χρυσές εποχές του τουρισμού ήταν ώς τη δεκαετία του ’80», θυμάται ο Κώστας Φαλκώνης, «κατ’ επάγγελμα αλιεύς», αλλά κατά συνήθεια και ζωγράφος και ποιητής. Μας μιλά για την κάμψη του τουρισμού μετά το 1993, για το ότι το νέο αεροδρόμιο μεγάλωσε την απόσταση από τον Πόρο.

Κατηφορίζουμε στα βόρεια, στην περιοχή του παλιού Ναύσταθμου. Ακούω το «Ναύτη του Αιγαίου» στο Κ.Ε. Πόρος πιο πέρα. Νοσταλγώ, ενθυμούμενος τη δική μου προπαίδευση εδώ. «Η κοινωνία το θέλει το Κ.Ε. Πόρος. Εκτός των άλλων, μας εξυπηρετεί άμεσα με το ιατρικό του κέντρο για ό,τι χρειαστούμε», λέει η Ματούλα. Το Κέντρο Εκπαίδευσης συνεχίζει μια μακρότατη ναυτική παράδοση του Πόρου: εδώ έγινε ο πρώτος Ναύσταθμος το 1828, εδώ έγινε το Προγυμναστήριο (το περίφημο κτίριο του 1846 λάμπει σήμερα πλημμυρισμένο από τις μπλε στολές των ναυτών), εδώ μπήκαν στόλοι και στόλοι, αγκυροβόλησαν φρεγάτες και θωρηκτά, εδώ εκτυλίχθηκε και μια δραματική – άγνωστη στους περισσότερους – στιγμή της ελεύθερης Ελλάδας. Είναι η ναυμαχία του Πόρου μεταξύ…  Ελλήνων, το καλοκαίρι του 1831, όταν ο ήρωας Μιαούλης, ατιμάζοντας την ένδοξη πορεία του στα χρόνια της Επανάστασης, απέκλεισε τον ελληνικό στόλο (ο Μιαούλης και οι κοτζαμπάσηδες της Ύδρας είχαν κάνει πραξικόπημα ενάντια στον Καποδίστρια), πυρπόλησε τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα» και φυλάκισε τον Κανάρη. Το βοριαδάκι που φυσάει μου διώχνει τις λυπητερές σκέψεις…

Η ΑΥΡΑ ΤΗΣ ΚΑΛΑΥΡΙΑΣ

«Έχει κάτι από τη Βενετιά: κανάλι, επικοινωνία με βάρκες, χλιδή, νωχέλεια, αισθησιακός πειρασμός, τόπος για διεθνείς ερωμένους…» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης για τον Πόρο, όπου πέρασε κάμποσες ευτυχισμένες μέρες στη θρυλική βίλα Γαλήνη, που βλέπουμε να ροδίζει μέσα στα πεύκα και στους ευκαλύπτους. Ο Σεφέρης έγραψε εδώ την «Κίχλη». Τι να πρωτοπείς για τους λογοτέχνες που δέθηκαν με το νησί. Για τον Ντάρελ, τον Μίλερ, τον Λακαριέρ, τον Ρίτσο, τον Σαχτούρη, τον Πολίτη, τον Χόρτον, τη Δραγούμη, τη Γαλανάκη και άλλους πολλούς. Ο για δεκαετίες λαμπερός κοσμοπολιτισμός του Πόρου αποτυπώθηκε περίφημα στις αγαπημένες μας ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Περνάμε από το Νεώριο και τις άλλες αμμουδιές. Να, εδώ αγκαλιάστηκε ο Χορν με τη Σανσόν, να, σε εκείνο το ξενοδοχείο έκανε ο Βέγγος τον γόη, να, σε αυτόν το χωματόδρομο κατέβαινε η Βουγιουκλάκη τραγουδώντας τον «Γαϊδαράκο». Σταματάμε στον ρωσικό ναύσταθμο για φωτογραφίες. «Χτίστηκε το 1832 και δεν ήταν ακριβώς ναύσταθμος, αλλά σταθμός τροφοδοσίας του ρωσικού στόλου. Είχε αποθήκες, φούρνους…» εξηγεί η Ζωή ονοματίζοντας τα πέτρινα ερείπια. Κάποιος Ρώσος μεγιστάνας, ονόματι Σεργκέι Κλόσκι, σχεδιάζει τουριστική αξιοποίηση του όρμου. Δύσκολο, όμως, μια και τα ερείπια έχουν καταχωρισθεί ως νεότερο μνημείο.

Ο δρόμος στρίβει ομαλά προς τα βόρεια μέσα σε ένα πανόραμα από όρμους και κάβους σκεπασμένους με πουρνάρια, αγριελιές και πολλά πεύκα. Περνάμε τη Φούσια με τα αμπέλια της και σταματάμε στο ναό του Ποσειδώνα. Το πανόραμα του Σαρωνικού σε αφήνει άφωνο: Μέθανα, Αίγινα, Μονή, Πετροκάραβο και βαθύτερα η Αττική, το Σούνιο και οι Κυκλάδες να αχνοφαίνονται. Περίφημο! Τα λείψανα είναι λιγοστά. Ο ναός λιθολογήθηκε άγρια. «Ξένοι περιηγητές τον 17ο αιώνα κατέγραψαν τη μεταφορά πετρών για να χτιστεί το μοναστήρι της Ζούρβας στην Ύδρα. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, καΐκια από την Ύδρα έρχονταν εδώ και έπαιρναν πέτρες για χτίσιμο!» λέει η Ζωή. «Μέχρι το 1976, το οικόπεδο του ναού ανήκε σε κάποιους ρετσινάδες. Μετά απαλλοτριώθηκε». Αλίμονο, σκέφτομαι περπατώντας μέσα στο παχύ γρασίδι και στις μαργαρίτες που ανθίζουν στα χαλάσματα, τίποτα δεν θυμίζει το ναό όπου έφτασε ικέτης ο μέγας Δημοσθένης, το 322 π.Χ., και όπου τελικά αυτοκτόνησε, για να μη δώσει στους Μακεδόνες διώκτες του τη χαρά να τον σύρουν δέσμιο στην Αθήνα.

Ο κύκλος του νησιού κλείνει στο Ασκέλι, την κοσμοπολίτισσα αμμουδιά, αλλά προηγουμένως κάνουμε μια μικρή παράκαμψη για να δούμε τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής. Το ρυάκι βουίζει και η πηγή στην είσοδο με το θαυματουργό νερό είναι ωραία παρηγοριά στην ανοιξιάτικη κάψα. Και μετά, ένα λουκουμάκι από το δίσκο στο ασβεστωμένο πεζούλι της εισόδου. Στην ωραία αυλή, που οι τρεις αδελφοί κρατούν καθαρή και ευπρεπισμένη, γυαλίζουν στον ήλιο οι μαρμάρινες επιτύμβιες πλάκες επιφανών αντρών που θάφτηκαν εδώ. Να κι ένα κορίτσι…  Aggia Ceccoli, angelo in forme umane… Είναι η κόρη του Ραφαέλο Τσέκολι, μεγάλου ζωγράφου, από τους πρώτους καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας τον 19ο αιώνα. Το κορίτσι πέθανε άρρωστο εδώ και ο απαρηγόρητος πατέρας ζωγράφισε μια Μαντόνα με τη μορφή της. Είναι μέσα, στα αριστερά του τέμπλου. Έξω μυρίζουν οι λεμονιές και το χλιαρό σύντομο ψιλόβροχο…

Δεν γίνεται να γράψουμε για τον Πόρο χωρίς οι μνήμες να με στοιχειώνουν. Ένα ταξίδι εδώ είναι πάντα κάτι παραπάνω από μια κοντινή εκδρομή στον Σαρωνικό. Είναι μια φιλολογική βόλτα, μια κινηματογραφική ανάμνηση, μια βουτιά στα σμαραγδένια νερά. Είναι ένας αστικός περίπατος μέσα στο ανοιξιάτικο αεράκι που έρχεται φορτωμένο μόσχο από το Λεμονοδάσος. Είναι ένα ούζο με χταποδάκι στην προκυμαία, κάτω από τα λαμπιόνια της ταβέρνας. Είναι ένα ανοιχτό παράθυρο και το μπλε του στενού να φωτίζει την άσπρη κάμαρα. Είναι ένα «μαρς» του ναύτη. Του κάθε ναύτη. Ολων των παιδιών που έβαλαν εδώ τις μπελαμάνες και τα κολόμβια τα τελευταία 150 χρόνια. Ακόμη και εκείνου του ναύτη που ο τρυφερός Τσαρούχης ζωγράφισε μέσα στην ταβέρνα του Κερά. Η ταβέρνα δεν υπάρχει, μην την ψάχνετε. Και μία συμβουλή: μην έρθετε στον Πόρο με ταξιδιωτικούς οδηγούς. Πάρτε την «Κίχλη» καλύτερα. Θα σας μάθει γεωγραφία…

ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Μπορείτε να πάτε οδικώς στον Γαλατά και να περάσετε στον Πόρο με καραβάκια (κάθε 10 λεπτά, όλο το εικοσιτετράωρο) ή με φέρι (κάθε μισή ώρα 06.50-22.00 το χειμώνα και 06.50-24.00 το καλοκαίρι). Από Πειραιά, με δελφίνια, καταμαράν ή φεριμπότ (Λιμεναρχείο Πειραιά: Τ/210-42.26.001-4).

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ

Ναός Ποσειδώνα: Ανασκάφηκε από Σουηδούς αρχαιολόγους το 1894 και Σουηδοί συνεχίζουν έως σήμερα. Ο ναός χτίστηκε το 520 π.Χ. και γύρω υπήρχε η πόλη Καλαυρία. Το λιμάνι βρισκόταν στη Βαγιωνιά. Τα ερείπια δεν είναι πολλά, αλλά βρίσκονται σε ένα από τα ομορφότερα σημεία του Πόρου. Πρόσφατα ανασκάφηκαν υπολείμματα ενός μεγάλου αρχαίου δείπνου, στο οποίο σερβιρίστηκε μεταξύ άλλων χοιρινό φρικασέ και φρέσκος τόνος!

Βίλα Γαλήνη: Εμβληματικό αρχοντικό δίπλα στη θάλασσα. Νεοκλασικό σπίτι της οικογένειας Δραγούμη, χτίστηκε το 1894 και φιλοξένησε μια εξαιρετική πλειάδα διάσημων επισκεπτών του Πόρου (Σεφέρης, Καραγάτσης, Βενιζέλος, Σαγκάλ, Γκάρμπο κ.ά.), καθώς για μια περίοδο λειτούργησε ως σικ ξενοδοχείο. Οι Ποριώτες το έλεγαν πάντα «κόκκινο σπίτι». Δυστυχώς, δεν είναι επισκέψιμο (έχουν γίνει επανειλημμένα ζημιές από κλοπές).

Μουσεία: Το Αρχαιολογικό στεγάζεται σε νεοκλασικό στην Πούντα και περιλαμβάνει ενδιαφέροντα ευρήματα από το ναό του Ποσειδώνα και κυρίως από αρχαιότητες της περιοχής (Τροιζήνα, Μέθανα κ.λπ.). Προσέξτε το μαρμάρινο πέλμα που εκτίθεται με τον ίδιο τρόπο που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1958! Στη Χατζοπούλειο Βιβλιοθήκη υπάρχει μια ενδιαφέρουσα έκθεση κοχυλιών, δωρεά του ζεύγους Γιώργου και Χέλγκας Κανελλάκη.