Νομίζω πως εδώ ο συγγραφέας (Καζαντζάκης) θέλει να πει αυτό που είπε και στη διατριβή του, ότι ο φιλόσοφος πρέπει «να διέλθει ολόκληρον τον μηδενισμόν και απορρίπτων τας αξίας, απάσας τας νυν ισχυούσας, ν’ ανυψώσει ετέρας».  Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν μπορούμε ν’ απορρίψουμε μονομιάς όλες τις σημερινές αξίες, χωρίς να έχουμε προσδιορίσει ποιες είναι οι καινούργιες αξίες που θέλουμε ν’ ανυψώσουμε, και χωρίς να έχουμε αποδείξει την ανωτερότητά τους, σε σχέση με τις προηγούμενες.

Όσο για το παράγγελμα του Καζαντζάκη, «παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις ιδέες σου κι ακλούθα μου», αυτό είναι μια χοντροκομμένη ουτοπία.  Αν ο ίδιος είχε αποκτήσει παιδιά, φαντάζομαι πως δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο, γιατί κανένας λογικός άνθρωπος δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του.  Αλλά από τη σιγουριά της ατεκνίας ο Καζαντζάκης μιλά για εγκατάλειψη γυναίκας και παιδιών. 

Να γιατί η Ασκητική δεν συγκίνησε, όσο θα έπρεπε να συγκινήσει.  Διότι, όπως σωστά σημειώνει ο Βρεττάκος, πρόκειται για «ένα κράμα λόγου – Ζαρατούστρα και Αγίας Γραφής» (ό.π. σ. 103).    
     
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Καταλήγοντας, και μεταφορικά μιλώντας, ο Καζαντζάκης δεν ήταν άνθρωπος του κάμπου, της πεδιάδας: ήταν άνθρωπος του βουνού που κυνηγούσε κακοτράχαλες ανηφοριές.  Στο φθινόπωρο της ζωής του τον ακούμε να λέει:  «Μια λέξη πάντα, σε όλη τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε· η λέξη Ανήφορος» (Αναφορά στον Γκρέκο, σ. 16).  Καλός ο ανήφορος, αν οδηγεί κάπου.  Το τραγικό με τον Καζαντζάκη είναι ότι ο ανήφορός του δεν οδηγεί πουθενά.  Φτάνει σε μια κορυφή, για να διαπιστώσει ότι υπάρχει μιαν άλλη ψηλότερη.  Στο τέλος βρίσκει πως καμιά κορυφή δεν είναι η τελευταία.

Ομολογώ πως, ώρες-ώρες, λυπάμαι τον Καζαντζάκη που έφαγε τη ζωή του μ’ ερωτήματα που ήξερε ότι δεν έχουν απάντηση.  Τον λυπάμαι όταν λέει:  «Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος:  Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;  Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;  Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα.  Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.  Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν’ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω.  Άλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου» (σ. 19).  Χαμένος σκοπός.  Κανένας δεν μπορεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα, ποιος μας φυτεύει στη γη και ποιος μας ξεριζώνει.

Τελικά, η διδασκαλία της Ασκητικής είναι ότι δεν υπάρχει διδασκαλία.  Ο συγγραφέας το ξεκαθαρίζει στην προτελευταία σελίδα του έργου του, λέγοντας: «Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο.  Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.  Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του» (σ. 97). 

Ναι, πολλοί πέταξαν στον άνθρωπο σανίδα σωτηρίας – Βούδας, Χριστός, Λένιν – αλλά όλες οι σανίδες χάθηκαν στο πέλαγος της αβεβαιότητας.  Ο Λυτρωτής του καθενός μας είναι ο εαυτός μας.  Όπως έχω τονίσει κι άλλες φορές, το μέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος.  Τουλάχιστον στο σημείο αυτό συμφωνώ απόλυτα με τον Μεγάλο Κρητικό.  Διαφωνώ όμως στο σημείο που λέει ότι πρέπει να ξεφύγω από το «μικρό, όλο απορίες μυαλό» μου.  Χωρίς απορίες η πνευματική μου ζωή θα καταντούσε ένα άσαρκο όστρακο.  Δεν θέλω να έχω νου που δεν απορεί.

ΤΕΛΟΣ ΟΜΙΛΙΑΣ

Με το πέρας της ομιλίας έπεσαν ερωτήσεις από το ακροατήριο.  Η πρώτη από αυτές αφορούσε στην ατεκνία του Καζαντζάκη.  Η αυθόρμητη απάντησή μου ήταν ότι δεν είμαι . . . «νεφρολόγος» (εννοώντας «ορχολόγος»).  Έπρεπε όμως να επεκταθώ – και το κάνω τώρα. 

Σύμφωνα με τον Κίμωνα Φράιερ, ο Καζαντζάκης υπόφερε από υπερβολική ατολμία.  Δεν έμπαινε σε χώρο όπου υπήρχαν γυναίκες.  Σε θέατρο της Βιέννης βρέθηκε να κάθεται δίπλα σε μια γοητευτική κυρία, και από θαύμα άρχισε να κουβεντιάζει μαζί της.  Βαρέθηκαν το έργο που παιζόταν στη σκηνή.  Βγήκαν έξω και σεργιάνιζαν στους δρόμους.  Σε κάποια στιγμή ο Καζαντζάκης, με μεγάλη κατάπληξη, άκουσε τον εαυτό του να προσκαλεί τη συνοδό του στο δωμάτίο του, μη ξέροντας για ποιο λόγο.  Η κυρία απάντησε πως δεν θα μπορούσε εκείνο το βράδυ, αλλά ευχαρίστως θα τον επισκεπτόταν το επόμενο βράδυ.

Το ξημέρωμα της άλλης μέρας ο Καζαντζάκης βρήκε τα χείλη και το πηγούνι του πρησμένα.  Έστειλε μήνυμα στη γυναίκα πως δεν θα μπορούσε να τη δει εκείνο το βράδυ, αλλά θα την έβλεπε την επόμενη βραδιά.  Όμως μέρα με τη μέρα όλο και χειροτέρευε η κατάστασή του.  Το πρόσωπό του εξογκώθηκε και οι δερματολόγοι δεν μπορούσαν να βρουν από τι προερχόταν.  Ο Καζαντζάκης εξακολουθούσε να αναβάλει την πολυπόθητη συνάντησή του με τη γοητευτική κυρία.

Τελικά, ο Δρ. Στέκελ ενδιαφέρθηκε για την περίεργη αρρώστια του Καζαντζάκη και ακούγοντας ότι ο μεγάλος Κρητικός είχε βάλει στόχο στη ζωή του ν’ απαρνηθεί τις αισθήσεις και να παιδέψει τη σάρκα, και ότι αναγκάστηκε να ακυρώσει τη συνάντησή του με τη γοητευτική κυρία του θεάτρου, έλαμψε το πρόσωπό του και αναφώνησε: «Μα αγαπητέ μου κύριε, αυτό είναι καταπληχτικό, καταπληχτικό!  [. . .] Ζητάτε να ζήσετε έξω από τον αιώνα μας!  Δεν είναι δυνατό να παραβγούμε τους άγιους σήμερα!  Σας βεβαιώνω πως αν δεν εγκαταλείψετε όχι μόνο κάθε δυνατή επαφή με την κυρία του θεάτρου, αλλά δεν αφήσετε ακόμα κι αυτή την ίδια τη Βιέννη, το πρήξιμό σας δεν πρόκειται να υποχωρήσει.  Το σώμα σας, αγαπητέ μου κύριε, υποφέρει από τύψεις του πνεύματος» (Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1959).