Οι «πιέσεις» που ασκούνται εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δρομολογούν εξελίξεις και στο θέμα του θρησκευτικού όρκου. Αιχμή του δόρατος, η εναρμόνιση της χώρας με την ευρωπαϊκή πρακτική. Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Δικαιοσύνης ανοίγει το κεφάλαιο «ορκοδοσία», που προβλέπεται στη νομοθεσία μας για τους μάρτυρες στα δικαστήρια, τους ενόρκους και διαδίκους, τις ανακριτικές διαδικασίες, τους πραγματογνώμονες, αλλά και τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν θέσεις και αξιώματα στο Δημόσιο. Επί της ουσίας, τα τελευταία χρόνια η δικαστηριακή πρακτική δεν είναι άκαμπτη, καθώς έχουν γίνει βήματα με την τροποποίηση των διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας.

Οι μάρτυρες, για παράδειγμα, πριν ορκισθούν ερωτώνται εάν επιθυμούν να δώσουν θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, μια απλή, δηλαδή, διαβεβαίωση στην τιμή και την υπόληψή τους. Εξακολουθεί να υφίσταται ζήτημα, ωστόσο, για όλα τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν δημόσια αξιώματα και κυρίως για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους βουλευτές. Για τις διατάξεις που αφορούν στα πολιτικά πρόσωπα απαιτείται προκειμένου να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν συνταγματική αναθεώρηση.

Πάντως και με το ισχύον Σύνταγμα η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης επιτρέπει τόσο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όσο και στους βουλευτές να αρνηθούν τον θρησκευτικό όρκο, όπως, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια αρκετοί πράττουν. Για παράδειγμα, στην τελευταία ορκωμοσία τους στη Βουλή, υπήρξαν βουλευτές πιστοί στον θρησκευτικό όρκο, είτε χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι, ορισμένοι που δεν σήκωσαν το χέρι τους στη διάρκεια της διαδικασίας και αρκετοί που δεν παρέστησαν. Δύο υφυπουργοί της κυβέρνησης δεν έδωσαν τον θρησκευτικό όρκο, ο Ν. Σηφουνάκης (Υποδομών) και ο Σπ. Κουβέλης (Εξωτερικών), ενώ κατά την ορκωμοσία τους ως μέλη της κυβέρνησης δεν ορκίστηκαν οι εξωκοινοβουλευτικοί: Γ. Παπακωνσταντίνου (υπουργός Οικονομικών), Δ. Δρούτσας (αν. υπουργός Εξωτερικών) και οι υφυπουργοί Γ. Πανάρετος (Παιδείας) και Φώφη Γεννηματά (Υγείας). Όπως πάντα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προσήλθαν στην αίθουσα μετά την ολοκλήρωση του θρησκευτικού μέρους, ενώ οι βουλευτές του ΚΚΕ, με εξαίρεση τη Λιάνα Κανέλλη, αρνήθηκαν να σηκώσουν το χέρι τους την ώρα του όρκου.

Είναι γεγονός ότι η κατάσταση στη χώρα μας είναι πιο σύνθετη, καθώς υπάρχουν στενοί δεσμοί Εκκλησίας και Κράτους. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη με πλούσια παράδοση θρησκευτικής επιρροής, έχουν επιβληθεί συνθήκες διαχωρισμού σε όλα τα επίπεδα (π. χ. Γαλλία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Γερμανία. Ακόμη και στην Ιρλανδία, όπου 93% των πολιτών δηλώνουν καθολικοί, δεν προβλέπεται στο Σύνταγμά της επίσημη θρησκεία).

Η ισχύουσα νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα στους Έλληνες Χριστιανούς Ορθοδόξους – αν θέλουν – να μη δίνουν θρησκευτικό όρκο στα δικαστήρια ή στις υπηρεσίες, όπως και σε όσους δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν σε καμία θρησκεία (άθεοι). Η αποκάλυψη όμως της θρησκευτικής ταυτότητας θεωρείται για το ευρωπαϊκό δικαστήριο παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας του ατόμου.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

«Η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία», έχει διαμηνύσει ο αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος σε συνέντευξη που έχει παραχωρήσει στην «Καθημερινή» της Κυριακής.

 «Αντιθέτως, είναι συνέπεια της διδασκαλίας της, σύμφωνα με την οποία το ναι πρέπει να είναι ναι και το όχι, όχι», λέει ο κ. Ιερώνυμος, απαντώντας στο ερώτημα αν η Εκκλησία πρέπει να επανεξετάσει το θέμα του θρησκευτικού όρκου που δίνουν πολιτικοί και κρατικοί λειτουργοί.