Σε 13 χρόνια συμπληρώνονται 200 χρόνια από τότε που, αποδεδειγμένα, έφθασαν στην Αυστραλία οι πρώτοι Έλληνες και κάποιοι απόγονοί τους προσπαθούν ακόμα να βρουν τις ρίζες τους και στοιχεία για την ζωή τους.

Ιδιαίτερη δραστηριότητα αναπτύσσουν οι απόγονοι του πρώτου Έλληνα, που με δική του βούληση και ελεύθερος εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία.
 Πρόκειται για τον Γιώργο Τραμουντάνα, που έφτασε στο Port Adelaide της Νότιας Αυστραλίας το 1842, έξι μόλις χρόνια από τότε που οι Βρετανοί εγκαθίδρυσαν εκεί μια ακόμα αποικία τους.

 Οι απόγονοί του έχουν δημιουργήσει τον σύνδεσμο Tramountanas-North Association Inc. και οργανώνουν εκδηλώσεις για να τιμήσουν τους προγόνους τους, ενώ, παράλληλα, εργάζονται για την καταγραφή της ιστορίας των πρώτων Ελλήνων της Αυστραλίας.

Η ενδιαφέρουσα ιστορία του Γιώργου Τραμουντάνα καταγράφεται σε ειδική ιστοσελίδα που δημιούργησαν (http://au.geocities.com/tramountanas1842/) από όπου μαθαίνουμε ότι, ο Τραμουντάνας ήταν, προφανώς, ναυτικός.

Αρχικά, εργάστηκε σε οινοποιείο της περιοχής και, αργότερα, σε ατμόπλοιο. Πριν τον γάμο του, το 1858 με την Λίντια Βόσπερ, άλλαξε και το επώνυμό του σε Τζορτζ Νορθ.

Τόσο εκείνος όσο και η σύζυγός του, έγιναν καθολικοί και παντρεύτηκαν σε καθολική εκκλησία, αφού τότε δεν υπήρχε ελληνική ορθόδοξη εκκλησία στην Αυστραλία.
 Όμως, οι πρώτοι, ιστορικά καταγραμμένοι, Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία ήσαν 7 ναυτικοί, τους οποίους οι Άγγλοι είχαν κατηγορήσει και καταδικάσει για «πειρατεία». Την υπόθεση της άφιξης, έστω και αναγκαστικής, αυτών των Ελλήνων στην Αυστραλία την έχει ερευνήσει διεξοδικά – όπως και τη γενικότερη ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην ήπειρο αυτή – ο Hugh Gilchrist, ο οποίος υπήρξε πρέσβης της Αυστραλίας στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια και ο οποίος επί δεκαετίες εργάστηκε μεθοδικά πάνω στο αντικείμενο αυτό, δίνοντάς μας συνταρακτικές και αποκαλυπτικές πτυχές του ζητήματος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Hugh Gilchrist, τον Ιούλιο του 1827 – καθ’ όσον στην Ελλάδα συνεχίζεται ο εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας, στο Λιβυκό Πέλαγος, το υδραίικο σκάφος «Ηρακλής», με εννεαμελές πλήρωμα, σταματά το αγγλικό πλοίο «Alceste» – που κατευθύνεται στην Αλεξάνδρεια – απ’ όπου αφαιρεί μέρος του φορτίου του. Κοντά στην Κρήτη, όμως, το «Ηρακλής» καταδιώχτηκε από άλλο αγγλικό, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στη Μάλτα, που τότε ήταν υπό αγγλική κυριαρχία. Εκεί το πλήρωμα παραπέμφθηκε σε δικαστήριο του οποίου πρόεδρος ήταν ο ναύαρχος Gordington. Στη δίκη αυτή οι Έλληνες ναυτικοί υποστήριξαν ότι επιτέθηκαν στο «Alceste», επειδή μετέφερε εφόδια για τους Τούρκους που ήσαν εχθροί τους. Τελικά, οι 7 από το πλήρωμα καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι 2 αθωώθηκαν.

Ακολούθησαν έντονες παρασκηνιακές διαδικασίες αμφισβήτησης του αποτελέσματος της δίκης και έτσι οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ποινές εξορίας στην Αυστραλία. Έτσι, οι Έλληνες κατάδικοι πλέον, Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανόλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και Κωνσταντίνος Στρομπόλης, έφτασαν στο Σίδνεϊ στις 28 Αυγούστου 1829. Μετά από διπλωματικές και άλλες κυβερνητικές ενέργειες, πήραν χάρη το 1834 και οι πέντε από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα, εκτός των Γκίκα Βούλγαρη και Αντώνη Μανόλη που έμειναν στην Αυστραλία ως ελεύθεροι άποικοι.

 Λίγα χρόνια αργότερα σημειώνεται και η παρουσία και διαφόρων άλλων Ελλήνων, οι οποίοι αφίχθηκαν στην αυστραλιανή ήπειρο ως χρυσοθήρες, επειδή η ανακάλυψη χρυσού στις αρχές της δεκαετίας του 1850 επέφερε τεράστιες αλλαγές σε ολόκληρη τη χώρα. Οι Έλληνες αυτοί προέρχονταν κυρίως από νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και λιγότερο από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Ο Μιχάλης Τσούνης, ιστορικός από την Αδελαΐδα, βασιζόμενος σε πηγές της εποχής, υπολογίζει ότι ο πραγματικός αριθμός των Ελλήνων της Αυστραλίας εκείνης της εποχής πρέπει να ήταν κατά 100-200 άτομα παραπάνω από τον «επίσημο». Η πλειοψηφία των Ελλήνων αυτών έμεναν σε επαρχιακά κέντρα και εργάζονταν ως χρυσοθήρες και σε άλλα επαγγέλματα – που δεν ήσαν πάντα προσοδοφόρα – και έτσι άρχισαν να συγκεντρώνονται στις πόλεις αναζητώντας καλύτερη τύχη. Λίγο πριν το 1900 ιδρύθηκαν Ελληνικές Κοινότητες πρώτα στη Μελβούρνη και ύστερα στο Σίδνεϊ (οι οποίες υπάρχουν και δρουν μέχρι σήμερα).

Επίσης, ότι, σύμφωνα με τον Αυστραλό πανεπιστημιακό, C. Price, μέχρι το 1947 το 42% των Ελλήνων προερχόταν μόνο από τρία νησιά, Ιθάκη, Κύθηρα και Καστελόριζο. Στο διάστημα αυτό αρχίζουν να εκδίδονται και οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες και ελάχιστα βιβλία.

Σύμφωνα με το αρχείο της Ελληνικής Κοινότητας της Νότιας Αυστραλίας, ο Μιλτιάδης Μπιζάνης, που γεννήθηκε στην Κρήτη το 1834, αποβιβάστηκε στο Port Augusta το 1860 και ήταν ο πρώτος Κρητικός που έφτασε στην Αυστραλία.

 Δούλεψε σε διάφορες δουλειές κυρίως στο Port Pirie. Για αρκετά χρόνια μετά το 1872 ήταν εμποροκαραβοκύρης με τα μικρά πλοία Mercury, Normanville και Wilpena στα λιμάνια του κόλπου του Spencer. To 1872 εγκαταστάθηκε στο Solomontown κοντά στο Port Pirie, παντρεύτηκε την Αυστραλή Elizabeth, η οποία πέθανε αφού γέννησε το πρώτο τους παιδί. Το 1878 ο Μπιζάνης ξαναπαντρεύτηκε με την Florence Davinson. Έκαναν δέκα παιδιά, έξι αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Πολιτογραφήθηκε το 1883, έζησε για λίγο στο Σίδνεϊ και γύρισε πάλι στο Port Pirie για να συνεχίσει το επάγγελμά του.
Από το 1898 έως το 1914 κουβαλούσε με το πλοίο Normanville ασβεστόλιθο για τα χυτήρια «Σμέλτερς», του Port Pirie. Πέθανε στην Αδελαΐδα το 1920 σε ηλικία 86 χρονών.

Ο 75χρονος εγγονός του Μπιζάνη, ο Howard Dedear, στην προσπάθειά του να αποκαλύψει τις διάφορες πτυχές της ιστορίας του προγόνου του είπε ότι ο παππούς του ήτανε «γρήγορος στο πόδι» γι’ αυτό είχε το παρατσούκλι «ελάφι» (deer), το οποίο μπέρδεψε με το ‘dear’ (αγαπητός). Ήθελε όμως να δώσει και μια δόση αρχοντιάς στο όνομα του γι’ αυτό χρησιμοποίησε κατά τα Γαλλικά πρότυπα το άρθρο de. Έτσι σήμερα βρίσκουμε τους απογόνους του στον τηλεφωνικό κατάλογο ως De Dear. Συνολικά ο Μιλτιάδης Μπιζάνης (De Dear) έχει αφήσει πάνω από 200 απογόνους.