ΔΕΝ θα κρύψω ότι δέχθηκα πέντε-έξι τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας (από φανατικούς αναγνώστες της στήλης) για την απόφασή μας να αντικαταστήσουμε τη σαββατιάτικη έκδοση της «Νέας Ελλάδας» με αυτή του «Νέου Κόσμου».

ΚΑΙ αυτοί δεν ήταν οι μόνοι που σχολίασαν την αλλαγή. Και άλλοι αναγνώστες, χωρίς να μπορούν να το προσδιορίζουν (όταν τους ρώτησα) έδειξαν κάποια ενόχληση.

ΤΟΥΣ καταλαβαίνω. Ο τίτλος κάθε εφημερίδας έχει τη δική του ιστορία όσο «ασήμαντη» και αν είναι αυτή για τους πολλούς.

ΔΕΝ είναι μόνο η συνήθεια που δένει τους ανθρώπους με οποιοδήποτε πράγμα, αλλά και οι αναμνήσεις, που έχουν ως συνοδευτικό τους, το συγκεκριμένο πράγμα.

ΚΑΙ πολλές από τις Σαββατιάτικες «συνοδευτικές» αναμνήσεις χιλιάδων συμπαροίκων έχουν ως αντικείμενο τους τούτη την εφημερίδα με το συγκεκριμένο όνομα: «Νέα Ελλάδα».

ΑΥΤΟ που θέλω να πω είναι ότι, αυτή η εφημερίδα που έχει ένα μικρό (σχετικά με το «Νέο Κόσμο» πάντα) κοινό έχει αναγνώστες που την διαβάζουν (κάθε Σάββατο!) για 35 χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή δηλαδή!

ΝΑΙ, όπως και να το δεις, 35 χρόνια, είναι μια ολόκληρη ζωή. Ως εκ τούτου, καταλαβαίνω όλους αυτούς που κάθε Σάββατο είχαν την έννοια τούτης της εφημερίδας και φρόντιζαν (ανελλιπώς) να την αγοράζουν.

ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ και συμμερίζομαι το «κενό» που θα αφήσει στον συναισθηματικό τους κόσμο η απουσία της. Το ίδιο «κενό» (και έναν κόμπο στο λαιμό), αφήνει και σε εμάς που φροντίζαμε την «Νέας Ελλάδα».

ΟΛΟΙ εμείς που την γράφαμε, αισθανόμαστε περήφανοι για την αφοσίωση των αναγνωστών της. Στην αφοσίωσή τους οφείλεται το γεγονός ότι αγνοήσαμε (για 3 δεκαετίες) τους νόμους της… αγοράς, που τα μετρά τα πάντα οικονομικά.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ η εφημερίδα δεν «έβγαινε» και αν δεν υπήρχε ο «Νέος Κόσμος» θα είχε πάψει να εκδίδεται από το 1979.

ΤΗΝ κρατήσαμε, όμως, γιατί πιστεύαμε (και συνεχίζουμε να πιστεύουμε) ότι έχουμε ηθική υποχρέωση απέναντι των αναγνωστών της.

ΑΥΤΟΣ είναι άλλωστε και ο λόγος που η αγγλόφωνη σαββατιάτικη έκδοση, θα περιέχει και την ύλη της «Νέας Ελλάδας». Ουσιαστικά, ο τίτλος και το σχήμα αλλάζουν όλα τα παραμένουν ως έχει

ΤΟ ίδιο και η στήλη τούτη που έχει ταυτιστεί με την εφημερίδα. Ακόμα και πρώην συμπάροικοι, που μένουν χρόνια μόνιμα στην Ελλάδα μας έστειλαν e-mail και ενδιαφέρθηκαν για την τύχη της.

ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ήταν το ενδιαφέρον ενός πρώην συμπάροικου, ο οποίος, αν και έφυγε από την Μελβούρνη πριν 12 χρόνια, μας έστειλε μήνυμα και μας ζήτησε να του στείλουμε το τελευταίο φύλλο (δηλαδή το σημερινό) γιατί, όπως είπε, θέλει να το κρατήσει, για να θυμάται την εφημερίδα, που του κρατούσε παρέα τα πρωινά του Σαββάτου.

ΑΥΤΟ προτείνω να κάνετε και όλοι εσείς, που την κρατάτε αυτή τη στιγμή στο χέρι σας. Συλλεκτικό αντικείμενο σας λέω είναι η σημερινή (τελευταία) έκδοση, που εκτός των άλλων, σηματοδοτεί συμβολικά το τέλος μια εποχής. Της δικής μας εποχής.

Η ηρωική πρώτη γενιά έχει αρχίσει σιγά-σιγά και αποσύρεται από την πιάτσα και η δεύτερη να αναλαμβάνει το παροικιακό τιμόνι.

ΣΕ αυτή (και την τρίτη γενιά) απευθύνεται η νέα Σαββατιάτικη έκδοση. Στα παιδιά (και εγγόνια μας) που χρησιμοποιούν ως πρώτη γλώσσα τους τα αγγλικά.

ΣΤΟΧΟΣ μας είναι να πετύχει αυτή η έκδοση και μια μέρα (όταν θα κλείσει και οδικός μας κύκλος) η αγγλόφωνη έκδοση να πάρει τη θέση της ελληνόφωνης που για περισσότερο από μισό αιώνα τώρα πορεύεται μαζί με την παροικία.

ΕΔΩ θα πρέπει να προσθέσω ότι η «Νέα Ελλάδα», αν και με πολύ μικρότερη κυκλοφορία, ήταν ο μόνος υπολογίσιμος αντίπαλος του «Ν.Κ» την δεκαετία του 1970.

ΚΑΙ αυτό οφείλονταν κυρίως στο γεγονός, ότι απευθύνονταν στον ίδιο ιδεολογικό χώρο και είχε δυο τρεις ικανούς και αφοσιωμένους ανθρώπους με δημιουργική όρεξη και δουλειά.

ΑΝ και από τότε που άρχισε τον δημόσιο βίο της η «Νέα Ελλάδα» (με τον Δημήτρη Παπαγεωργίου, Σωτήρη Χατζημανώλη και Σπύρο Μεταλλινό) εγώ εργαζόμουν στο «Ν.Κ», δεν σας κρύβω ότι μου άρεσε πολύ η «Νέα Ελλάδα», για τον τρόπο που προσέγγιζε ορισμένα θέματα.

ΤΑΙΡΙΑΖΕ περισσότερο στον χαρακτήρα μου και τη γενικότερη (δημοσιογραφική) φιλοσοφία μου. Μου άρεσε ο ερασιτεχνισμός της και το πειρατικό της στιλ.

ΜΕ γοήτευε ή έλλειψη επαγγελματικότητας και το απρόβλεπτο του χαρακτήρα της. Το ότι «έβγαινε στο πόδι» χωρίς κανένα προγραμματισμό και με την «ψυχή στο στόμα» τις έδινε μια αμεσότητα και μια γνησιότητα, που έχει εκλείψει στις μέρες μας.

ΕΚΤΙΜΟΥΣΑ, επίσης, το γεγονός, ότι οι άνθρωποι που την έβγαζαν, δεν το έκανα για να κάνουν λεφτά και καριέρα, αλλά για την «πλάκα» τους. Γιατί γούσταραν αυτό που έκαναν.

ΑΝ κοντά σε όλα τα πιο πάνω προσθέσετε και το γεγονός ότι ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Δημήτρης Παπαγεωργίου, ένας άνθρωπος που ουδεμία σχέση είχε με προγραμματισμό και οργάνωση είναι να απορεί κανείς ότι κατάφερνε και κυκλοφορούσε η εφημερίδα αυτή 6 χρόνια που βρίσκονταν στα χέρια του.

ΟΙ οργανωτικές «ατέλειες» και οι οικονομικές δυσκολίες ξεπερνιόνταν χάρη στο φιλότιμο, τη διάθεση και το κέφι των ανθρώπων που έβγαζαν την εφημερίδα και οι οποίοι, όχι και λίγες φορές, έπαιρνα το εβδομαδιαίο μισθό τους όταν έφτανα χρήματα στο ταμείο.

ΜΕΡΑ με τη μέρα ζούσε τότε η «Νέα Ελλάδα» γι’ αυτό και ήταν μαχητική, ασκώντας κριτική στους πάντες και τα πάντα. Και, ενδεχομένως, να είχε καταφέρει να επιζήσει (και μόνη της) αν δεν είχε μεσολαβήσει η πυρκαγιά στα γραφεία της το 1979.

Η «Νέα Ελλάδα» υποχρέωσε τα χρόνια εκείνα και τον «Νέο Κόσμο» να γίνει πιο μαχητικός και κριτικός. Ο υγιής ανταγωνισμός κάνει πάντα καλό.

Η «Νέα Ελλάδα» ήταν μπροστά τότε και σε ορισμένα ρεπορτάζ που αφορούσαν την παροικία μας και η εφημερίδα που καθιέρωσε τα αφιερώματα σε επιμέρους συνοικίες και γενικότερα θέματα.

Η επιτυχημένη αυτή συνταγή που στη συνέχεια ακολούθησε (με επιτυχία) ο «Ν.Κ» και οι υπόλοιπες ελληνόφωνες εφημερίδες της Αυστραλίας, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν και τα έσοδα και η κυκλοφορία τους.

ΓΙΑ την ιστορία αναφέρω ότι η ιδέα των αφιερωμάτων ήταν του Σωτήρη Χατζημανώλη ο οποίος έκανε τα αφιερώματα για λογαριασμό της «Νέας Ελλάδας» και τα οποία, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά αντέγραψε και ο «Ν.Κ».

ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ, θα έλεγα ότι το know how της «Νέας Ελλάδας» βοήθησε σημαντικά το «Ν.Κ», ο οποίος, αγοράζοντας τον τίτλο της εφημερίδας, προσέλαβε και το προσωπικό της που τον βοήθησε να ανανεωθεί και να πλατύνει τους ορίζοντές του.

ΑΥΤΟ που θέλω να πω είναι ότι η αγορά της «Νέας Ελλάδας» το 1979 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία και ενδυνάμωση του «Ν.Κ».

ΜΙΑΣ και αναφέρθηκα στα μακρινά εκείνα χρόνια, που μας διαμόρφωσαν ως παροικία (και ανθρώπους) οφείλω να προσθέσω ότι πιο κακοπληρωμένοι δημοσιογράφοι σε ολόκληρη την Αυστραλία ήταν όσοι εργάζονταν τότε στα ελληνόφωνα μέσα ενημέρωσης. Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους εργαζόμενους στα παροικιακά μέσα ενημέρωσης.

ΚΑΙ αυτό δεν οφείλονταν τόσο στο ότι οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων ήταν τσιγκούνηδες, αλλά στο ότι δεν υπήρχαν χρήματα. Με προσωπικές θυσίες και ατελείωτες ώρες δουλειάς (χωρίς αμοιβή) κατάφερναν να επιζήσουν τότε τα ελληνόφωνα έντυπα που συνέβαλαν όσο κανένας άλλος στη συνοχή και πρόοδο της παροικίας.

 ΣΗΜΕΡΑ τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στον ελληνόφωνο τύπο συνεχίζουν να παίρνουν ψίχουλα σε σχέση με αυτούς που εργάζονται στα μεγάλα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης.

ΚΑΠΟΙΑ μέρα θα αναφερθώ στο μεγάλο αυτό θέμα και στις προσωπικές θυσίες των εργαζόμενων στον παροικιακό τύπο. Είμαι της γνώμης ότι πολλά χρωστά ο ελληνισμός της Αυστραλίας στους ανθρώπους αυτούς, που δεν εγκατέλειψαν τα χαρακώματα για να κάνουν καριέρα, λεφτά και περιουσίες όπως τόσοι και τόσοι άλλοι.

ΕΙΜΑΙ βέβαιος ότι αν δεν υπήρχε «Ν.Κ» η παροικία μας δεν θα ήταν αυτή που είναι. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος, που κανείς, (ακόμα και οι ελάχιστοι ορκισμένοι εχθροί μας) δεν μπορούν να διανοηθούν σήμερα μια ελληνική παροικία χωρίς «Νέο Κόσμο».

ΝΑ πω, επίσης, ότι στον «Νέο Κόσμο» (και τη «Νέα Ελλάδα») θα σκύψουν οι μελλοντικοί ιχνηλάτες της ιστορίας για να καταγράψουν την εδώ παρουσία και προσφοράς μας. Τα ίχνη του περάσματός μας από τούτη τη φιλόξενη και ανοιχτόκαρδη χώρα.

ΝΑ υπογραμμίσω, ακόμα, ότι καμία άλλη στήλη δεν έχει ασχοληθεί τόσο επίμονα (και κριτικά) με την δράση της παροικίας μας. Εμείς από τούτη την αριστερή γωνιά της δεύτερης σελίδας καταγράφαμε σχεδόν ημερολογιακά (και για δεκαετίες) τον παλμό της παροικίας.

ΘΕΩΡΩ ότι η συνολική προσφορά της «Νέας Ελλάδας», στο εδώ Ελληνισμό είναι πολύ μεγάλη, επίσης οφείλουμε να πούμε και ένα ευχαριστώ από καρδιάς στους πιστούς αναγνώστες της. Η ζωή συνεχίζεται. Θα τα πούμε και πάλι το ερχόμενο Σάββατο. Γεια χαρά.