Σε ηλικία 98 ετών, έπαψε να χτυπά στη Μελβούρνη η καρδιά της Ευτυχίας Γκόγκου, μητέρας του ιδιοκτήτη της εφημερίδας μας Δημήτρη Γκόγκου, και γιαγιάς του διευθυντή της, Χριστόφορου Γκόγκου.

Ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα η Ευτυχία Γκόγκου. Με μια ζωή που διάρκεσε έναν σχεδόν αιώνα, την οποία έζησε σε τέσσερις χώρες και τρεις διαφορετικές ηπείρους, υπήρξε ως ένα βαθμό και η προσωποποίηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Μικρά Ασία, καταστροφή, δυο φορές προσφυγιά, αναζήτηση νέας πατρίδας, αποδοκιμασίες και ρατσισμός, πολλές φορές των ντόπιων, στερήσεις, αγωνία για επιβίωση, πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, μετανάστευση, Αυστραλία και θρίαμβος της ανθρώπινης θέλησης είναι τα στοιχεία που σημάδεψαν τη ζωή της Ευτυχίας Γκόγκου.

Η ίδια σε συνέντευξή της πριν λίγα χρόνια μας είπε είχε πει, μεταξύ άλλων:

“Γεννήθηκα το 1911 στα Καράμπουρνα της Μικράς Ασίας. Εγώ γεννήθηκα σε ένα μέρος, γνωστό τότες ως του Γιαννάκη τα μαγαζιά. Ήταν ακροθαλασσιά, δεν υπήρχε κανείς γεωργός εκεί. Ήταν όλοι θαλασσινοί. Το Καράμπουρνο είχε 16 χωριά. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, είχε μαγαζί με όλα τα απαραίτητα και κατέβαιναν όλοι, Τούρκοι και χριστιανοί, από τα γύρω χωριά για να ψωνίσουν”

Για τους Μικρασιάτες το 1922 ήταν η μοιραία χρονιά που εγκατέλειψαν για πάντα τις πατρογονικές εστίες τους.

Πολλοί απ’ αυτούς, όμως, είχαν ήδη ζήσει στο πετσί τους την προσφυγιά και, νωρίτερα, όταν, φοβούμενοι τους Τούρκους, εγκατέλειψαν τα μέρη τους και εγκαταστάθηκαν στα ελληνικά νησιά για να επιστρέψουν στα μέρη τους όταν “ηρέμησαν τα πράγματα” μετά την άφιξη του ελληνικού στρατού.

Για τον πρώτο ξεριζωμό, η κυρία Ευτυχία Γκόγκου δεν θυμάται και πολλά πράγματα:

“Έντρομοι, φοβούμενοι σφαγές Τούρκων, φύγαμε το 1914 για Χίο. Η περιοχή Καράμπουρνου είναι ακριβώς απέναντι από τη Χίο. Ήμουν 3 χρονών και το μόνο που θυμάμαι είναι ένα μπαουλάκι που το άφησαν στην άκρη της θάλασσας. Αυτό το έρημο μπαουλάκι είναι η μοναδική μου ανάμνηση από τον πρώτο μας ξεριζωμό.

Μέχρι το 1919 ζήσαμε στην Χίο. Εμείς που τα είχαμε όλα, τώρα ζούσαμε στερημένοι αλλά δυσκολότερα χρόνια έμελλε να μας βρουν αργότερα.

“Εκεί στη Χίο θυμάμαι, επίσης, τα Ζέπελιν – γερμανικά αεριωθούμενα με βάση στην Τουρκία ,τα οποία κατέβαιναν χαμηλά πάνω απ’ το νησί και πυροβολούσαν. Ένας στρατιώτης, μάλιστα, που ήταν στη βεράντα, τουφέκισε έναν τούρκο αξιωματικό και ακόμη θυμάμαι την μεγαλοπρεπή κηδεία του”.

“Το 1919 που γυρίσαμε πάλι πίσω, θυμήθηκα το μέρος και το μπαούλο και ήξερα το μέρος που ήταν το σπίτι μας. Ζήσαμε στην Μικρά Ασία άλλα 3 χρόνια – έως το 1922. Ήμουν πιο μεγάλη, πλέον και θυμάμαι ότι ήταν όμορφα και πλούσια χρόνια. Ο πατέρας μου πάλι ως ελεύθερος επαγγελματίας, με το μαγαζί, και σαν έμπορος ασχολήθηκε με την εξαγωγή σταφίδας μέσω Σμύρνης με προορισμό την Αμερική. Η καλύτερη ροζακί σταφίδα παραγόταν στο Καράμπουρνο”.
   
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Αύγουστος 1922. Η Σμύρνη στις φλόγες, Σφαγές, λεηλασίες, καταστροφές, από τα κεμαλικά στρατεύματα στη “νύμφη της Ιωνίας”.

Χιλιάδες τρομαγμένες, απελπισμένες υπάρξεις, γυναίκες, παιδιά, γέροι, στα αναφιλητά τους πνίγουν τον πόνο του ξεριζωμού και προσπαθούν να σωθούν με τα σκάφη που θα τους μεταφέρουν μακριά από τις φλεγόμενες εστίες τους.

Το χωριό της κυρίας Ευτυχίας Γκόγκου ακριβώς απέναντι από την Αιγνούσα (νησιωτικό σύμπλεγμα μεταξύ Χίου και Μικράς Ασίας). Η ίδια θυμάται για τις τραγικές εκείνες μέρες:

“Θυμάμαι ότι ήρθαν δυο Έλληνες στρατιώτες και είπαν σε όλους στο χωριό να φύγουν το συντομότερο πριν έρθουν οι Τούρκοι. Μας έλεγαν ότι αν μας προλάβαιναν οι Τούρκοι, ένεκα που και κάποιοι δικοί μας είχαν κακομεταχειριστεί οικογένειές τους, δεν θα μέναμε ζωντανοί. Έτσι άρχισε ο ξεσηκωμός και έφευγαν οι Έλληνες από εκεί όπως-όπως. Εμείς με βάρκα, πήγαμε στην Αιγνούσα και μείναμε στον εκεί συνοικισμό, όπου, η οικογένειά μας ήταν η μόνη που πρόλαβε και πήρε κάποια πράγματα. Στν συνοικισμό υπήρχαν πολλές χήρες γυναίκες, αφού οι άνδρες τους είχαν σφαχτεί από τους τούρκους.

Εκείνο τον καιρό αρρώστησε και ο πατέρας μου βαριά. Ήρθαν τρεις γιατροί να τον εξετάσουν και οι οποίοι ως αμοιβή δεν πήραν χρήματα, αλλά διάλεξαν ό,τι τους άρεσε και το πήραν. Τελικά, μισοπεθαμένο πήγαν τον πατέρα μου στο νοσοκομείο “Σκυλίτσειο” στην Χίο, το οποίο ήταν ήδη γεμάτο από τραυματίες στρατιώτες. Μάλιστα, τον πατέρα μας τον είχαν βάλει στο ίδιο δωμάτιο με τον στρατηγό Πλαστήρα (μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας)”.

Ο πατέρας μου, λόγω της καταστροφής, δεν συνήλθε. Στην Αιγνούσα μείναμε 2 χρόνια και μετά γυρίσαμε στην Χίο όπου μείναμε με έναν θείο μας προσωρινά και, στη συνέχεια, στον προσφυγικό συνοικισμό Βαρβάσι.

Για τους πρόσφυγες, ο ξεριζωμός ήταν “μαχαιριά στην καρδιά”, αλλά και τα πρώτα χρόνια της διαβίωσής τους στην Ελλάδα ήταν εξίσου σκληρά. Όχι μόνο λόγω των στερήσεων και των κακουχιών, αλλά, κυρίως, λόγω της κακής συμπεριφοράς πολλών ντόπιων απέναντί τους, όπως θυμάται η κ. Γκόγκου:

“Μέσα στον συνοικισμό”, λέει, “που ήταν όλοι πρόσφυγες δεν έβλεπες κακή ή ρατσιστική μεταχείριση, αλλά γνωρίζαμε σαφώς ότι οι Χιώτες μας απωθούσαν, γιατί συνεχώς έλεγαν στα παιδιά τους όταν δεν έτρωγαν το φαγητό ότι θα τους φέρουν τους πρόσφυγες για να τα τρομοκρατήσουν και να φάνε! Απέφευγαν δε να παντρολογούν τις κόρες τους με πρόσφυγες. Συχνά αποκαλούσαν τους πρόσφυγες “τουρκόσπορους”, κάτι που τους πλήγωνε κατάκαρδα”.

Λέει, λοιπόν, η κ. Γκόγκου για τα πρώτα χρόνια στο αιγαιοπελαγίτικο νησί:

“Στην Χίο όπου ζήσαμε δεν εργαστήκαμε γιατί είχαμε έρθει με χρήμα και χρυσές λίρες. Ο πατέρας στην Μικρά Ασία έκανε εμπόριο, είχε σπουδαίες ιδέες και είχε αποκτήσει πλούτη.

“Εγώ πήγα στο καλύτερο σχολείο της Χίου, στην Μητρόπολη, παρά το γεγονός ότι εκεί τότε δεν επιτρέπανε πρόσφυγες. Είχα μια θεία μου, που ήταν Χιώτισσα κι αυτή, βοήθησε στο να με δεχθούν.

“Όσο καιρό έζησα στην Χίο, νοστάλγησα πολλές φορές το χωριό μου, απέναντι στη Μικρά Ασία, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ την επιστροφή, γιατί φοβόμουν τους Τούρκους. Ποτέ δεν επέστρεψα στο χωριό μου”.

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗ ΧΙΟ

Τον μελλοντικό σύζυγό της η κ. Γκόγκου τον γνώρισε στη Χίο. Η ίδια θυμάται:

“Ο σύζυγός μου, ο Γιώργος, ήταν επίσης Μικρασιάτης από τα Αλάτσατα. Έφτασε στην Χίο κι εκείνος το ’22, σε ηλικία 12 ετών και, μάλιστα, μ’ ένα μανίκι, όπως τον τραβούσαν οι Τούρκοι και εκείνος τους ξέφυγε και γλίτωσε. Ήταν και εκείνος από πλούσια οικογένεια. Γνωριστήκαμε στη Χίο, ήμασταν γειτόνοι και οι γονείς μας έκαναν συνοικέσιο. Παντρευτήκαμε το 1930. Επένδυσε τα χρήματά του σ’ ένα αυτοκίνητο.

Το 1931 γεννήθηκε ο Τάκης (ο εκδότης του “Νέου Κόσμου”, Δημήτρης Γκόγκος), η Ρένα το 1934, το 1937 ένα κοριτσάκι που χάσαμε σε ηλικία 5 χρονών και το 1948, μετά τον πόλεμο, γεννήθηκε η Μαίρη.

Τα καλά χρόνια, όμως, δεν κράτησαν και πολύ. Τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και παρά τις ηρωικές νίκες των Ελλήνων στο αλβανικό μέτωπο, ακολούθησε η κατάρρευση του μετώπου και η σκληρή γερμανική κατοχή.

Οι Γερμανοί επίταξαν και τα αυτοκίνητα της οικογένειας Γκόγκου. Η ανέχεια άρχισε να την αγγίζει σκληρά και τότε πήρε ξανά την απόφαση της προσφυγιάς. Επόμενος σταθμός τους η Κύπρος.

Η κ.. Ευτυχία Γκόγκου, αφηγείται:

“Στην Κύπρο πήγαμε το 1941, λόγω της κατοχής. Μέχρι τότες είχαμε αποκτήσει 3 αυτοκίνητα, το ένα με συνέταιρο.

Άρχισαν, όμως, οι δυσκολίες με τους Γερμανούς και αποφασίσαμε για να μην πεθάνουμε στο τέλος από την πείνα, να κατεβούμε στην Κύπρο.

Εδώ αρχίζει η ταλαιπωρία, έπρεπε να φύγουμε μια βροχερή νύχτα και να πάμε σ’ ένα βουνό και από εκεί με βάρκα απέναντι στην Τουρκία. Ήμασταν εμείς, τα δυο παιδιά και οι δύο γιαγιάδες. Μόλις φτάσαμε μούσκεμα από την βροχή στην Τουρκία, μας περίλαβαν οι Τούρκοι, έσπασαν στο ξύλο τον Χιώτη βαρκάρη και όταν τους μίλησε η μητέρα μου που γνώριζε τούρκικα να σταματήσουν γιατί δεν έφταιγε αυτός, της είπαν ότι πριν 3 μέρες είχε φέρει άλλους, οι οποίοι είχαν πεθάνει από τη δίψα.

Καταλαβαίνεις τι φόβο είχαμε για να ταξιδέψουμε στην Κύπρο”.

“Στην Κύπρο”, συνεχίζει η κ. Γκόγκου, ταξιδέψαμε με τούρκικο πλοίο που είχε την ονομασία “Τατσούκ” (“Φαρμάκι”). Πραγματικό φαρμάκι! Ήμασταν μέσα 216 άτομα και μας είχε φάει η ψείρα.

Δυστυχώς, αμέσως μετά την απελευθέρωση, είχαμε τον εμφύλιο σπαραγμό, που δεν άφησε ανέγγιχτη και την οικογένεια Γκόγκου, που στο μεταξύ επέστρεψε στη Χίο.

Η Ευτυχία Γκόγκου έχει και πάλι τον λόγο:

“Στη δίνη του εμφυλίου πολέμου επισκέφτηκαν την Χίο, από την Αυστραλία, κάτι ξαδέλφια του ανδρός μου που ζούσαν εδώ (στη Μελβούρνη). Κατάγονταν από τα Αλάτσατα και είχαν έρθει από παλιά στη Μελβούρνη. Μας έλεγαν, λοιπόν, ότι εδώ η ζωή ήταν πολύ καλύτερη.

Αποφασίσαμε να στείλουμε τον Τάκη. Στη Χίο και σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την πρώτη εφημερίδα του νησιού, την “Πρωία”, όπου με μανία έγραφε την αλήθεια και υπέστη διώξεις. Από μικρός, όταν τον ρωτούσαν τι θέλει να γίνει, έλεγε δημοσιογράφος.

Η Πρωτοχρονιά του 1950 ήταν μια από τις πιο σκληρές που έζησε η οικογένεια Γκόγκου. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, οι Πρωτοχρονιές του ’23, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και της κατοχής στην Κύπρο, αλλά η πίκρα γι’ αυτήν του ’50 ήταν διαφορετικής φύσης.

Ήταν τότε, λοιπόν, το 1950, όταν ο μονάκριβος γιος της, ο Τάκης όπως τον αποκαλεί, πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Προορισμός η Μελβούρνη, όπου ζούσε ένας θείος του, ο Γιάννης Γκόγκος. Πρωτοχρονιά του ’50, ο νεαρός Τάκης Γκόγκος, πατά το πόδι του στη Μελβούρνη, αλλά, πίσω στη Χίο, η μάνα του, ο πατέρας του και η αδελφή του Ρένα, δεν μπορούσαν να αντέξουν τον χωρισμό “τώρα που το παιδί τους πήγε στην άλλη άκρη του κόσμου” και μετά από τα δύσκολα χρόνια που είχαν ήδη περάσει.

Λίγα χρόνια αργότερα, όλη η οικογένεια Γκόγκου έφτανε στη Μελβούρνη με πολλά όνειρα, σίγουρη ότι οι κακές μέρες θα έμεναν οριστικά πίσω. Την μεγάλη χαρά, αμέσως αντικατάστησε η απογοήτευση:

ΘΥΜΑΤΑΙ Η Κ. ΓΚΟΓΚΟΥ

“Ήταν τρομερή η απογοήτευση μας όταν φθάσαμε στο λιμάνι της Μελβούρνης και αντικρίσαμε την πόλη. Καμιά σχέση με το σήμερα. Όντως, ήταν πολύ διαφορετικά τότες η κατάσταση, πολύ φτωχά. Παντού λαμαρίνες και ξύλινα σπίτια. Όταν ρωτήσαμε τον Τάκη, γιατί δεν μας έγραψε την πραγματικότητα, μας είπε ότι θα πιστεύαμε τους μεγαλύτερούς του και όχι εκείνον και θα νομίζαμε ότι ήθελε να γυρίσει πίσω. Μέσα στο κλίμα εκείνης της εποχής και καθώς έφταναν τα καράβια γεμάτα Έλληνες μετανάστες, ξεκίνησε και ο “Νέος Κόσμος”.

Ας δούμε πώς θυμάται η κ. Γκόγκου το ξεκίνημα της εφημερίδας: “Όταν ξεκίνησε την εφημερίδα, ήταν ελάχιστες σελίδες. Έως τότε εγώ δεν είχα ποτέ εργαστεί, εκτός σπιτιού. Όταν, όμως, έμεινα μόνη μου, χωρίς τον άνδρα μου και την μητέρα μου, οι οποίοι, στο μεταξύ, είχαν πεθάνει, ο Τάκης μου πρότεινε να κατεβαίνω κάτω στο γραφείο όπου υπήρχε ελληνικό προσωπικό και να βοηθώ στην έκδοση της εφημερίδας, που τότε έβγαινε κάτω από ιδιαίτερα σκληρές και αντίξοες συνθήκες, αλλά και να περνάει η μέρα μου πιο ευχάριστα. Βοηθούσα και εγώ με το να διπλώνω εφημερίδες και, μάλιστα, ήμουν και πολύ γρήγορη από πολλούς νέους. Ήταν δύσκολα, αλλά και πολύ όμορφα χρόνια. Ήμουν περιτριγυρισμένη από καλούς συνεργάτες”.

Η ίδια θυμάται ότι πολλά πρωινά “ξεπάγιαζε”, όταν μαζί με τον Τάκη έκαναν την διανομή της εφημερίδας μ’ ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο που έμπαζε από παντού.